Στα έγγραφα που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΥΠ την Τετάρτη, πολλά εκ των οποίων, πάντως, εμπεριέχουν σημεία που παραμένουν υπό μαύρη σκίαση, αποτυπώνεται βήμα-βήμα η μοιραία πορεία της χούντας Ιωαννίδη προς το προδοτικό πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου 1974. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με την ιστορική έρευνα, η απόφαση του στενού πυρήνα πέριξ του «αόρατου δικτάτορα» να ανατρέψει τον εκλεγμένο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας ελήφθη αρκετές εβδομάδες πριν. Το καθεστώς των Αθηνών αναζητούσε εναγωνίως μια εθνική επιτυχία και θεωρούσε ότι βγάζοντας τον Μακάριο από τη μέση θα επιτύγχανε την πολυπόθητη Ενωση του νησιού με την Ελλάδα, χωρίς μάλιστα να παρέμβει η Τουρκία, όπως προβλεπόταν στη Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960.
Η σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ του Αρχιεπισκόπου και της Αθήνας κορυφώθηκε μετά την ίδρυση της ΕΟΚΑ Β’ από τον Γεώργιο Γρίβα, αλλά έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις από τους πρώτους μήνες του 1974, με αντικείμενο τον έλεγχο της Εθνικής Φρουράς και τη δράση δεκάδων ελλαδιτών αξιωματικών κατά του Μακαρίου.
Στις 2 Ιουλίου 1974 ο Μακάριος με επιστολή του στον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» στρατηγό Γκιζίκη απαίτησε την απόσυρση όλων των ελλαδιτών αξιωματικών από την Κύπρο, γεγονός που λειτούργησε ως αφορμή για τον Ιωαννίδη να εκτελέσει το πραξικόπημα. Εχει ενδιαφέρον ότι στο δελτίο της ΚΥΠ της 4ης Ιουλίου η υπηρεσία επικαλείται μέχρι και κομμουνιστικό κίνδυνο σε περίπτωση απομάκρυνσης των αξιωματικών. Εως τότε το επιχείρημα των χουντικών ήταν ότι αν αποδυναμωθεί η Εθνική Φρουρά θα εισβάλουν οι Τούρκοι στην Κύπρο χωρίς την παραμικρή αντίσταση.
Αναφέρεται συγκεκριμένα: «Δημοσιογραφικοί κύκλοι ανήκοντες στο περιβάλλον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου διατείνονται ότι ούτος επιδιώκει την απομάκρυνση απάντων ελλήνων αξιωματικών εκ Κύπρου και την αντικατάσταση τούτων δι’ ελλήνων αποστράτων αξιωματικών, βασιλοφρόνων και αντιτιθέμενων της Επανάστασης. Τα περί εκδιώξεως των ελλήνων αξιωματικών έχουν δημιουργήσει φοβία και άγχος εις τους εθνικόφρονες απάντων των κοινωνικών τάξεων, λόγω του κομμουνιστικού κινδύνου, ο οποίος πιστεύεται ότι μετά την απομάκρυνση των Ελλήνων αξιωματικών εκ Κύπρου θα εκδηλωθεί δια δυναμικών ενεργειών».
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η χούντα του Ιωαννίδη, όπως εκφράζεται δια της ΚΥΠ με διοικητή τότε τον αντιστράτηγο Λάμπρο Σταθόπουλο, παλαιό σφοδρό αντίπαλο του Μακαρίου, θεωρούσε τον Μακάριο ικανό να κινητοποιήσει ελλαδίτες φιλομοναρχικούς αξιωματικούς για να στελεχώσουν την Εθνική Φρουρά. Η θέση αυτή αποτελούσε μοτίβο και στη σκέψη του Γεωργίου Παπαδόπουλου, ο οποίος ανέκαθεν υποψιαζόταν τον Αρχιεπίσκοπο ότι σχεδίαζε την ανατροπή του σε συνεργασία με τον αυτοεξόριστο βασιλιά Κωνσταντίνο, ενώ πίστευε –εν πολλοίς βάσιμα– ότι πίσω από την απόπειρα δολοφονίας του από τον Αλέκο Παναγούλη βρισκόταν η Λευκωσία. Εκτός των άλλων, από τη συγκεκριμένη καταγραφή προκύπτει ρητά η ιδεολογική τοποθέτηση του Μακαρίου, ο οποίος ασχέτως των πολιτικών χειρισμών του στο εσωτερικό, παρέμενε ένας συντηρητικός ιερωμένος.
Στις 6 Ιουλίου η Λευκωσία δίνει στη δημοσιότητα την επιστολή του Μακαρίου στον Γκιζίκη. Στην Κύπρο, πάντως, ουδείς πιστεύει ότι θα γίνει πραξικόπημα. Οπως εκμυστηρεύθηκε τον Ιούλιο του 1974 στον γράφοντα και στο πλαίσιο συνέντευξης για την «Καθημερινή» ο στενός συνεργάτης του Μακαρίου Χάρης Βωβίδης, η εν λόγω επιστολή έφτασε και στα χέρια του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος διαμήνυσε στον Αρχιεπίσκοπο ότι αν την αποστείλει στην Αθήνα, τότε είναι βέβαιο ότι θα γίνει πραξικόπημα.
Η ΚΥΠ καταγράφει συνομιλία με τον πρόεδρο της κυπριακής Βουλής Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος λέει: «Η Ελλάς δεν δύναται να διενεργήσει πραξικόπημα στην Κύπρο, διότι είναι αμφίβολο εάν επιτύχει και διότι θα έχει διεθνείς συνέπειες». Αυτή ήταν και η άποψη του Μακαρίου.
Μία μέρα μετά το επιτυχημένο πραξικόπημα, η ΚΥΠ προβαίνει σε μια απλή καταγραφή της κατάστασης. «Την 08:30 ώρα της 15/7/74 στρατιωτικά τμήματα της Εθνοφρουράς υποστηριζόμενα από τεθωρακισμένα επετέθησαν εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου. Η Προεδρική Φρουρά, ενισχυθείσα υπό τμημάτων του Εφεδρικού Σώματος της Αστυνομίας, προέβαλε αντίσταση. Περί την 11:00 ώρα οι μάχες είχαν κοπάσει και εκ του ΡΙΚ μεταδόθηκε ότι ο Μακάριος είναι νεκρός». Ο Μακάριος, όμως, ήταν ζωντανός. Διέφυγε στην Πάφο, μετά στις αγγλικές βάσεις και από εκεί στο εξωτερικό.
Και ενώ, μη έχοντας άλλες επιλογές, ο Ιωαννίδης υποδεικνύει ως «πρόεδρο» της Κύπρου τον Νίκο Σαμψών, γνωστό για τις σφαγές Τουρκοκυπρίων στα διακοινοτικά επεισόδια του 1963-64, η Τουρκία έχει ήδη ξεκινήσει τις κινήσεις για απόβαση. Η ΚΥΠ καταγράφει ήδη από τις 17 Ιουλίου κινήσεις των Τούρκων για απόβαση. Η Αθήνα όμως κωφεύει. Αναφέρεται τότε για τις τουρκικές κινήσεις: «Η 39 Μεραρχία Πεζικού συμπλήρωσε τις προετοιμασίες για αποβατική δράση στην Κύπρο. Αυτή άλλωστε είναι η αποστολή της και περιμένει διαταγές». Σε όλους όσοι τον καλούν να δράσει, τόσο στην Κύπρο, όσο και στην Αθήνα, ο Ιωαννίδης απαντά ότι πρόκειται για άσκηση. Ισχυρίζεται, πως έχει εγγυήσεις από χαμηλά κλιμάκια των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών ότι η απόβαση θα αποτραπεί.
Όσο περνούν οι ώρες τα μηνύματα πληθαίνουν. Καταγράφεται στις 19 Ιουλίου: Στη Μερσίνα συγκροτήθηκε Αμφίβια Ταξιαρχία στην οποία θα υπάγονται οι εκεί εδρεύουσες Αμφίβιες Μονάδες (…) Ο διοικητής της 2η Στρατιάς Ικονίου αφίχθη στα Άδανα». Στις 5:45 τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου ξεκίνησε η εισβολή στην Κύπρο. Λιγότερο από ένα μήνα μετά το 37% του νησιού βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή.