Η «κατάρα των Κένεντι» είναι μέρος της αμερικανικής μυθολογίας, με τη δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι, το 1963, και στη συνέχεια εκείνη του αδελφού του Ρόμπερτ Φ. Κένεντι, το 1968, να είναι απλώς οι πιο διαβόητες από τις μυριάδες τραγωδίες που έπληξαν τη δυναστεία. Εναν χρόνο αργότερα, στις 18 Ιουλίου 1969, το γνωστό ως Chappaquiddick Incident (Περιστατικό του Τσαπακουίντικ) έβαλε τέλος στις πολιτικές φιλοδοξίες του τρίτου αδελφού, Τέντι Κένεντι, σηματοδοτώντας επίσης το τέλος του ονόματος Κένεντι στην πολιτική: Ο γερουσιαστής έφυγε από ένα πάρτι στο Τσαπακουίντικ της Μασαχουσέτης μαζί με τη Μαίρη Τζο Κόπεχνε, ένα πολλά υποσχόμενο στέλεχος της ομάδας του και πρώην συνεργάτιδα του δολοφονημένου Μπόμπι. Οδηγώντας πλάι σε μια λίμνη, το αυτοκίνητό του εκτροχιάστηκε και βρέθηκε στο νερό· ο μεν Τέντι κολύμπησε μέχρι την ακτή και σώθηκε, αλλά η 29χρονη Μαίρη Τζο ανασύρθηκε νεκρή το επόμενο πρωί.
Η αδελφή τους, Ρόζμαρι Κένεντι, μπορεί να μην πέθανε στην ακμή της, όπως ο JFK και ο RFK, τα δύο πιο διάσημα αδέλφια της, αλλά για περισσότερα από 60 χρόνια βίωνε έναν αργό θάνατο, κλεισμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στο «St Coletta», ένα ίδρυμα για διανοητικά ανίκανους, στο Ουισκόνσιν. Η κατάρα έπεσε σε πολλούς Κένεντι με τη μορφή σφαίρας, βλάβης κινητήρα ή άλλης μοιραίας πράξης· ωστόσο, η τραγική μοίρα της Ρόζμαρι οφειλόταν σε απόφαση του ίδιου του πατέρα της, ώστε να μη βλάψει με τη συμπεριφορά της την πολιτική καριέρα των αδελφών της.
Από το 1938 μέχρι το 1940 ο Τζόζεφ Κένεντι ήταν πρέσβης των ΗΠΑ στη Βρετανία και ολόκληρη η οικογένειά του τον ακολούθησε στο Λονδίνο. Ηταν παντρεμένος με τη Ρόουζ Φιτζέραλντ, κοσμική και φιλάνθρωπο, γόνο ενός επίσης πολιτικού ιρλανδικής καταγωγής, με την οποία είχε αποκτήσει εννέα παιδιά.
Η επιστροφή τους στις ΗΠΑ επηρέασε άσχημα τη μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας, Ρόζμαρι, που από πολύ μικρή είχε διαγνωστεί με αναπτυξιακά προβλήματα. Το 1941 ο πατέρας της κανόνισε κρυφά η 23χρονη κόρη του να κάνει προμετωπιαία λοβοτομή. Σύμφωνα με την ιατρική άποψη της εποχής, η θεραπεία θα μείωνε τις βίαιες εναλλαγές της διάθεσής της και θα ηρεμούσε τους σπασμούς της, ακόμα και αν το κόστος ήταν η απώλεια νοημοσύνης.
Η ωμή και βάναυση εγχείρηση είχε καταστροφικές συνέπειες. Η Ρόζμαρι έγινε ένα πλάσμα με νοητικές, επικοινωνιακές και σωματικές δεξιότητες δίχρονου, περπατούσε κουτσαίνοντας, ενώ δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει καθόλου το ένα χέρι της. Αμέσως παραδόθηκε στη φροντίδα ασύλου, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της, το 2005. Ο χειρουργός της, Γουόλτερ Φρίμαν, παραδέχτηκε αργότερα ότι η Ρόζμαρι δεν υπέφερε από «καθυστέρηση» αλλά από κατάθλιψη, γράφει στην Telegraph ο Τζάσπερ Ρις.
Η λοβοτομή ήταν μια από τις πρώτες ψυχοχειρουργικές θεραπείες για άτομα με διανοητικές και ψυχιατρικές ασθένειες, που εφαρμοζόταν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα· ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής τις δεκαετίες του 1940 και 1950 και μέχρι τη δεκαετία του 1970 –οπότε, ευτυχώς, εγκαταλείφθηκε– εφαρμόστηκε σε χιλιάδες ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους μετατράπηκαν σε «φυτά».
Η αδελφή του Τενεσί Ουίλιαμς, Ρόουζ, ήταν μια από αυτές τις περιπτώσεις. Είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια και υποβλήθηκε επίσης σε λοβοτομή στα 20 της, με αποτέλεσμα να μείνει ανάπηρη. Η ιστορία της επηρέασε βαθιά τον μεγαλύτερο αμερικανό θεατρικό συγγραφέα, στοιχειώνοντας πολλά από τα έργα του· και δεν συγχώρησε ποτέ τους γονείς του για εκείνη την απόφασή τους.
Η ιστορία της Ρόζμαρι Κένεντι έχει τεκμηριωθεί σε πολλά κείμενα που έχουν γραφεί για τη διάσημη οικογένεια, τις περισσότερες φορές όμως ήταν απλώς ένας δευτερεύων χαρακτήρας, μένοντας «αόρατη» κατά την κομβική δεκαετία του 1960. Το 2015, ωστόσο, το τρίτο παιδί του Τζόζεφ και της Ρόουζ Κένεντι βρέθηκε στο επίκεντρο της βιογραφίας της Κέιτ Κλίφορντ Λάρσον «Rosemary: The Hidden Kennedy Daughter», όπου παρουσιάζονταν άγνωστες λεπτομέρειες της ζωής της, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο επηρεάστηκαν από τον αγώνα της –και αντέδρασαν– τα διάσημα αδέλφια της Ρόζμαρι. Αυτό που στοιχειώνει τρομερά την ιστορία της είναι όσα θα μπορούσαν να είχαν συμβεί υπό άλλες συνθήκες, είχε γράψει στους New York Times η Μέριλ Γκόρντον παρουσιάζοντας το βιβλίο.
Το 2016 ανακοινώθηκε πως επρόκειτο να γυριστεί μια ταινία βασισμένη στη βιογραφία της Ρόζμαρι (είχαν ακουστεί μάλιστα τα ονόματα της Εμα Στόουν και της Ελίζαμπεθ Μος), αλλά φαίνεται ότι το project «πάγωσε». Αυτό πιθανόν να συνέβη επειδή η ζωή της Ρόζμαρι στο ίδρυμα υπήρξε πάντοτε ένα μυστήριο, ακόμα και για την ίδια την οικογένειά της, γράφει στην Telegraph ο Τζάσπερ Ρις. Ο πατέρας της σταμάτησε να την επισκέπτεται πριν κλείσει τα 30· και η μητέρα της, Ρόουζ, η οποία δεν είχε ενημερωθεί για τη λοβοτομή πριν συμβεί, μπόρεσε να δει την κόρη της μόνο μετά το εγκεφαλικό του συζύγου της, το 1961.
Εκείνη τη χρονιά ο Τζον Φ. Κένεντι έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ και η εξαφάνιση της Ρόζμαρι, η οποία μέχρι τότε αποδιδόταν στον μοναχικό χαρακτήρα της, εξηγήθηκε για πρώτη φορά ως ψυχική διαταραχή. Μόνο μετά τον θάνατο του πατέρα της, το 1969, η Ρόζμαρι επανεντάχθηκε στην οικογένεια, ωστόσο μέχρι το 1987 η λοβοτομή δεν είχε αναφερεθεί ποτέ δημοσίως. Ωστόσο, οι Special Olympics είναι η μεγάλη κληρονομιά της. Τους θεσμοθέτησε η μικρότερη αδελφή της, Γιούνις Κένεντι Σράιβερ, εμπνευσμένη από το δράμα της Ρόζμαρι, με στόχο να αλλάξει τη στάση του κόσμου απέναντι στην ψυχική νόσο. Και σήμερα διευθύνει ο γιος της δρ Τίμοθι Σράιβερ (Δείτε το σχετικό βίντεο)
Το πρώτο έργο τέχνης που προσεγγίζει τη ζωή της Ρόζμαρι Κένεντι δεν είναι θεατρικό, ταινία ή τηλεοπτική σειρά. Κατάλληλος για μια τόσο τραγική και εξίσου τρομακτική ιστορία κρίθηκε ο χώρος της όπερας. Μάλιστα, όπως θα άρμοζε σε μια Κένεντι, η όπερα είναι ιρλανδική, σημειώνει στην Telegraph ο Τζάσπερ Ρις.
Μια μοναδική όπερα-ντοκιμαντέρ
Το «Least Like the Other: Searching for Rosemary Kennedy» ανατέθηκε και δημιουργήθηκε από την Ιρλανδική Εθνική Οπερα (INO), έκανε πρεμιέρα το 2019 στο Διεθνές Φεστιβάλ Τεχνών του Γκάλγουεϊ και από τις 15 έως τις 19 Ιανουαρίου ανεβαίνει στο θέατρο Λίνμπουρι της Βασιλικής Οπερας του Λονδίνου, στο Κόβεντ Γκάρντεν. Η αρχική ιδέα ήταν του βορειοϊρλανδού συνθέτη Μπράιαν Ερβιν, ο οποίος και την πρότεινε στον καλλιτεχνικό διευθυντή του INO, Φέργκους Σάιλ. Εκείνος με τη σειρά του, του πρότεινε να συνεργαστεί με τη βρετανή σκηνοθέτη, designer και video artist Νέτια Τζόουνς. Η Τζόουνς αναφέρει στην Telegraph ότι στην αρχή αμφιταλαντευόταν: «Σκέφτηκα, “Δεν μπορείς να κάνεις όπερα με αυτή την ιστορία. Είναι πολύ δύσκολο, πολύ παρεμβατικό”». Ωστόσο, τελικά αποφάσισε να ανατρέψει την παράδοση.
«Η όπερα είναι η πιο μισογυνική μορφή τέχνης που μπορεί να συλλάβει ο νους. Το ρεπερτόριο της αντιμετώπισης των γυναικών είναι ειδεχθές. Μας ενδιέφερε να δούμε την ιστορία μέσα από τη σκοπιά ενός νεαρού κοριτσιού και να εξερευνήσουμε το πώς μια νεαρή γυναίκα μπορεί να ταιριάζει σε μια πατριαρχική κοινωνία», εξηγεί. (Δείτε το trailer της ιρλανδικής όπερας για τη Ρόζμαρι Κένεντι)
Τα βάσανα της Ρόζμαρι ξεκίνησαν από τη στιγμή του τοκετού. Γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1918, στο απόγειο της επιδημίας της ισπανικής γρίπης. Η μαία είπε στη μητέρα της να κλείσει τα πόδια της και να τα κρατήσει σφιχτά για δύο ώρες, μέχρι να έρθει ο γιατρός. Εσπρωξε, μάλιστα, το κεφαλάκι του νεογνού προς τα πίσω, στερώντας του το οξυγόνο και προκαλώντας του αναπτυξιακές δυσκολίες· το κοριτσάκι άργησε να μάθει να περπατάει, να διαβάζει, και κυρίως να συμπεριφέρεται με την ευπρέπεια που περίμενε ο πατέρας της.
Οπως και τα αδέρφια της, η Ρόζμαρι διέθετε το εκθαμβωτικό χαμόγελο των Κένεντι. «Της άρεσαν τα κομπλιμέντα», έγραψε το 1962 η αδελφή της, Γιούνις, στη Saturday Evening Post: «Κάθε φορά που της έλεγα, “Ρόουζ, έχεις τα ωραιότερα δόντια και το ωραιότερο χαμογέλο στην οικογένεια”, χαμογελούσε για ώρες». Χαμογελούσε με χάρη στη στέψη του Πάπα Πίου XII, σε μια επίσκεψη στον Λευκό Οίκο επί προεδρίας Ρούζβελτ και στην παρουσίασή της στην αυλή του Λονδίνου το 1938, μετά την οποία άρχισε να εκπαιδεύεται ως βοηθός διδασκαλίας της παιδαγωγικής μεθόδου Μοντεσόρι. Οταν, όμως, ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η οικογένεια επέστρεψε στις ΗΠΑ, η κατάστασή της επιδεινώθηκε δραματικά.
«Η Ρόζμαρι δεν είχε πρόοδο, αντιθέτως, φαινόταν να χειροτερεύει», θυμάται η Γιούνις, «Στα 22 της γινόταν όλο και πιο ευερέθιστη και δύσκολη». Ο πατέρας τους φοβόταν ότι η αποκαλούμενη υστέρηση και η πιθανή ευαλωτότητά της σε σεξουαλικά αρπακτικά θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τις πολιτικές φιλοδοξίες που είχε για τους αδελφούς της. Σε ηλικία 15 ετών η Ρόζμαρι έγραψε στον πατέρα της: «Θα έκανα τα πάντα για να σε κάνω πολύ ευτυχισμένο» – κάτι που διαβάζεται ως μια απελπισμένη έκκληση για αγάπη αλλά, όπως φάνηκε, εκείνος το εξέλαβε ως οδηγία.
«Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που συνέβη», λέει στην Telegraph η σκηνοθέτις της όπερας Νέτια Τζόουνς, «και όμως μας σοκάρισε βαθιά. Καθώς διαβάζαμε στο αρχείο όλες τις πληροφορίες που μπορέσαμε να βρούμε σχετικά με αυτή την ιστορία, μας γινόταν ξεκάθαρο ότι μπορούσαμε να πούμε την ιστορία μόνο αποσπασματικά. Το “Least Like the Other” είναι μια όπερα-ντοκιμαντέρ, που περιγράφει την ιστορία σε κομμάτια», εξηγεί.
Η παραγωγή του INO έχει μεν στην καρδιά της μια τραγική ηρωίδα, αλλά δεν είναι όπερα με την παραδοσιακή έννοια. Ισως το πιο κλασικό στοιχείο της είναι το video design –η υπογραφή της Τζόουνς–, με προβολές εικόνων και κειμένων (όλα πραγματικά αποσπάσματα από επιστολές κ.ά.). Δύο ηθοποιοί ερμηνεύουν το κλιμπρέτο δίπλα σε μια μοναχική σοπράνο, η οποία παραπέμπει στην «Elle», τη μοναχική ερωτευμένη γυναίκα στην «Ανθρώπινη φωνή» του Φρανσίς Πουλένκ και τη μουσική της εξομολόγηση, σύμφωνα με τον συνθέτη. (Η «Ανθρώπινη φωνή» είχε ανεβεί στη Λυρική Σκηνή το 2019, με την Ελενα Κελεσίδη στον ρόλο της «Elle».)
«Δεν είμαι σίγουρη ότι το έργο θα μπορούσε να βρει χώρο στο τυπικό ρεπερτόριο (όπερας)», σημειώνει η σοπράνο Εϊμι Νι Φαρέι, «Εχει τη δική του αυτονομία. Δεν υποδύομαι έναν χαρακτήρα, αλλά ένα σκεύος μέσω του οποίου συμβαίνουν τα πάντα», εξηγεί στην Telegraph η ιρλανδή σοπράνο, που ερμηνεύει τη Ρόζμαρι.
Η όπερα δεν καταπιάνεται με ό,τι συνέβη μετά το καθοριστικό για τη ζωή της Ρόζμαρι γεγονός, που δεν ήταν άλλο από τη φρικιαστική επέμβαση της λοβοτομής. «Περάσαμε από την κορυφή του κεφαλιού», είπε στον βιογράφο του Τζόζεφ Κένεντι ο δρ Τζέιμς Γουότς, ένας από τους γιατρούς που την χειρούργησαν, «Απλώς κάναμε μια μικρή τομή, όχι περισσότερο από μια ίντσα. Βάλαμε μέσα το όργανο [ένα είδος παγοκόφτη]. Και εκτιμούσαμε πόσο έπρεπε να κόψουμε βασιζόμενοι στον τρόπο με τον οποίο απαντούσε». Καθώς προχωρούσε η εγχείρηση, έκαναν στη Ρόζμαρι μια σειρά από βασικές ερωτήσεις: της ζητήθηκε να απαγγείλει τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ, να μετρήσει αντίστροφα, να πει την προσευχή του Κυρίου. Οταν σταμάτησε να απαντά λογικά και με συνάφεια, οι χειρουργοί σταμάτησαν να κόβουν. Και από εκείνη τη στιγμή, η Ρόζμαρι μετετράπη σε ζωντανή νεκρή.