Το Casino Estoril βρίσκεται στο πλούσιο θέρετρο Εστορίλ, μόλις 18 χλμ από την Λισαβόνα. Ανοιξε τις πύλες του το 1916 και έγινε σημείο συνάντησης κατασκόπων και εμιγκρέδων κατά την διάρκεια τόσο του Πρώτου όσο και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Εκεί σύχναζε ο Ιαν Φλέμινγκ αλλά και ο Ντούσκο Ποπόφ. Σε ένα από τα τραπέζια του μάλιστα λέγεται ότι οι δύο κατάσκοποι συναντήθηκαν αργά μέσα στη νύχτα ένα καλοκαιρινό βράδυ του 1941…
Ο Φλέμινγκ υπηρετούσε τότε στην υπηρεσία αντικατασκοπείας του βρετανικού πολεμικού ναυτικού. Και αργότερα έγινε διάσημος για τα κατασκοπευτικά μυθιστορήματά του με ήρωα τον θρυλικό Τζέιμς Μποντ. Πρώτο ήταν το «Casino Royale», που κυκλοφόρησε το 1953 και το 1967 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο (ως παρωδία) με ένα εκπληκτικό καστ ηθοποιών (Ντέιβιντ Νίβεν ως σερ Τζέιμς Μποντ, Πίτερ Σέλερς, Ούρσουλα Αντρες, Γούντι Αλεν, Τζοάνα Πέτετ, Ντάλια Λάβι, Μπάρμπαρα Μπουσέ, Τζον Χιούστον, Ζαν Πολ Μπελμοντό κ.α.).
Το Καζίνο Ρουαγιάλ του Φλέμινγκ δεν μπορεί παρά να είναι το Καζίνο Εστορίλ, όμως λέγεται ότι και ο 007 βασίστηκε σε ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Ντούσκο Ποπόφ, έναν ακαταμάχητο playboy που λάτρευε τις ωραίες γυναίκες, το χρήμα και την πράσινη τσόχα. Ηταν ένας πραγματικός διπλός και τριπλός κατάσκοπος, που ενέπνευσε τον πιο εμβληματικό κινηματογραφικό «συνάδελφό» του όλων των εποχών.
Αλλά ήταν πράγματι η πηγή έμπνευσης του Φλέμινγκ; Και ήταν αλήθεια ότι είχε τις πληροφορίες που θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει την επίθεση του Περλ Χάρμπορ, αν γινόταν πιστευτός από τους Αμερικανούς; Ο σέρβος κατάσκοπος υπηρέτησε στη MI6, τη βρετανική εκδοχή της CIA, και στην Αμπβερ (Abwehr), την Υπηρεσία Πληροφοριών της ναζιστικής Γερμανίας με στόχο την παραπληροφόρηση των Ναζί, υπήρξε επίσης κατάσκοπος για λογαριασμό της εξόριστης στο Λονδίνο γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης ενώ αργότερα έδινε πληροφορίες και στον Εντγκαρ Χούβερ, τον επικεφαλής του FBI.
Γόνος πολύ πλούσιας οικογένειας, ο Ντούσαν Ποπόφ γεννήθηκε το 1912 στο Τίτελ, πόλη που σήμερα ανήκει στη Σερβία, και πέθανε το 1981 σε ένα χωριό κοντά στη Γκρας, την πόλη των γάλλων αρωματοποιών, στην Προβηγκία.
Όταν ήταν μικρός, η οικογένειά του μετακόμισε στο εξοχικό τους στο Ντουμπρόβνικ, όπου περνούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες, ενώ τον χειμώνα ζούσαν στο αρχοντικό τους στο Βελιγράδι. Η παιδική ηλικία του Ποπόφ συνέπεσε με μια σειρά από μνημειώδεις πολιτικές αλλαγές στα Βαλκάνια. Τον Νοέμβριο του 1918, η Αυστρουγγρική Αυτοκρατορία διαλύθηκε σε πολλά μικρότερα κράτη. Τα βαλκανικά ενσωματώθηκαν στο Βασίλειο των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων, το οποίο μετονομάστηκε σε Γιουγκοσλαβία το 1929.
Το νεοσύστατο σερβικό κράτος μαστιζόταν εκείνη την εποχή από πολιτικές διαμάχες μεταξύ των διαφόρων ομάδων του, ο νεαρός Ποπόφ, όμως, και η οικογένειά του απολάμβαναν την υπερπολυτελή ζωή τους απέχοντας εντελώς από την πολιτική αναταραχή της χώρας τους. Μιλούσε άπταιστα ιταλικά, γερμανικά και γαλλικά και ήταν ένας ατίθασος έφηβος με εξαιρετικές αθλητικές επιδόσεις, που θα εξελισσόταν σε ακαταμάχητο playboy και συστηματικό θαμώνα καφέ και νυχτερινών κέντρων στο Βελιγράδι.
Σπούδασε νομικά στο Βελιγράδι και συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του στη Γερμανία, στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Το καλοκαίρι του 1937, έχοντας ολοκληρώσει τη διδακτορική διατριβή του και πριν προλάβει να φύγει για το Παρίσι, όπως σχεδίαζε, συνελήφθη από τη Γκεστάπο ως κομμουνιστής. Αλλά μετά από τις ενέργειες του πρωθυπουργού της Γιουγκοσλαβίας, που επικοινώνησε ο ίδιος με τον Χέρμαν Γκέρινγκ, τον άφησαν ελεύθερο και στη συνέχεια τον απέλασαν.
Οταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τη βοήθεια φίλων του Γερμανών κατάφερε να διεισδύσει στην Αμπβέρ. Η γερμανική αντικατασκοπεία τον θεωρούσε σημαντικό κεφάλαιο χάρη στις επαγγελματικές του σχέσεις με τη Γαλλία και την Αγγλία. Απεχθανόμενος, όμως, (όπως έχει πει) τους Ναζί, μόλις έφθασε στο Λονδίνο, όπου τον έστειλε η Αμπβέρ, αποκάλυψε τα πάντα στη βρετανική MI6 και αμέσως ως διπλός πράκτορας, πλέον, άρχισε την παραπληροφόρηση των Γερμανών, πράγμα που συνέχισε σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Μάλιστα η δράση του οδήγησε στην παρασημοφόρησή του από τη βασίλισσα της Αγγλίας μετά τον πόλεμο.
Με κάλυψη μια επιχείρηση εισαγωγών-εξαγωγών ο Ντούσκο Ποπόφ ταξίδευε τακτικά στην Πορτογαλία, η οποία ως ουδέτερη χώρα ήταν ιδανικός τόπος συνάντησης κατασκόπων της εποχής, κυρίως Βρετανών και Γερμανών, που σύχναζαν σε λόμπι και σε μπαρ ξενοδοχείων, και φυσικά στα τραπέζια του Καζίνο Εστορίλ.
Ο Ποπόφ συνήθιζε να ανταλλάσσει πληροφορίες με τον γερμανό σύνδεσμό του στο τραπέζι της ρουλέτας ποντάροντας σε συγκεκριμένους αριθμούς, αναφέρει ο, επίσης Σέρβος, Ντέζαν Τιάγκο-Στάνκοβιτς, συγγραφέας του ιστορικού μυθιστορήματος «Εστορίλ» σε σχετικό βίντεο του BBC.
Το 1941, ένα βράδυ του Αυγούστου, πριν από την αναχώρησή του για την επόμενη αποστολή του στις ΗΠΑ, έπαιζε όλη τη νύχτα μπακαρά ξοδεύοντας ασυλλόγιστα χρήματα. Ο Φλέμινγκ βρισκόταν επίσης εκεί το ίδιο χρονικό διάστημα, όπως αποδεικνύουν τα αρχεία του Hotel Palácio Estoril όπου και οι δύο ήταν τακτικοί πελάτες, και τον παρατηρούσε στενά, υποστηρίζει ο Στάνκοβιτς ανασυνθέτοντας την ταραγμένη εποχή.
Μάλιστα στο ξενοδοχείο εκείνο έγιναν τα γυρίσματα της ταινίας «Τζέιμς Μποντ, Πράκτωρ 007: Στην Υπηρεσία της Αυτής Μεγαλειότητος», του 1969, και σήμερα διαθέτει στους πελάτες του την «σουίτα του Τζέιμς Μποντ».
Ο Φλέμινγκ ποτέ δεν αναφέρθηκε στον Ποπόφ, οπότε δεν είναι γνωστή η δική του άποψη. Το 1974, όμως, μετά τον θάνατο του, ο Ντούσαν Ποπόφ δημοσίευσε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Spy / Counterspy» , στην οποία αφηγείται τα πολεμικά του κατορθώματα. Αναφέρει επίσης ότι η δική του ζωή στάθηκε πηγή έμπνευσης γα τον Φλέμινγκ όταν δημιούργησε τον Τζέιμς Μποντ, και ότι το Καζινό Ρουαγιάλ ήταν το Καζίνο Εστορίλ.
Καθόλου απίθανο. Στην σύγχρονη ιστορία δεν υπάρχουν πολλοί κατάσκοποι στους οποίους να μοιάζει ο Τζέιμς Μποντ. Ο Ντούσκο όμως είχε πολλά κοινά μαζί του. Εκανε ό,τι ακριβώς και ο Τζέιμς Μποντ εκτός από το ποτό. Δεν έπινε όπως εκείνος αφού «ο Μποντ είναι προφανώς αλκοολικός», είχε πει.
Πράγματι, όπως δείχνει και η έρευνα του Ντέζαν Τιάγκο-Στάνκοβιτς, ο Μποντ και ο Ποπόφ είχαν τα ίδια ακριβά γούστα, πολυτελή τρόπο ζωής και πάθος για τις ωραίες γυναίκες, οπότε το πιθανότερο είναι ότι ένα μέρος της προσωπικότητας του 007 βασίστηκε πράγματι σε εκείνη του Ποπόφ.
Ο σέρβος κατάσκοπος ήταν γνωστός για την ασυδοσία του και τις αναρίθμητες ερωτοδουλειές του κατά τη διάρκεια των αποστολών του. Η γιουγκοσλαβική υπηρεσία πληροφοριών τού είχε δώσει το κωδικό όνομα «Ντούσκο», οι Γερμανοί αναφερόντουσαν σε αυτόν ως «Ιβάν», και η βρετανική MI5 τον αποκαλούσε «Τρίκυκλο» επειδή ήταν επικεφαλής μιας ομάδας τριών διπλών πρακτόρων.
Ο Στάνκοβιτς όμως προτιμά τη θεωρία ότι το παρατσούκλι αυτό οφειλόταν μάλλον στην συνήθειά του να πηγαίνει στο κρεβάτι με δύο γυναίκες ταυτόχρονα.
Τον Αύγουστο του 1941 η Αμπβέρ τον εφοδίασε με άφθονα κεφάλαια και τον έστειλε στις ΗΠΑ για να δημιουργήσει ένα νέο γερμανικό δίκτυο. Μόλις έφθασε, όμως, ο Ποπόφ πήγε κατευθείαν στο FBI και ενημέρωσε τον Εντγκαρ Χούβερ για την επικείμενη αεροπορική επίθεση των Ιαπώνων στο Περλ Χάρμπορ. Η επίθεση έγινε πράγματι τέσσερις μήνες αργότερα στις 7 Δεκεμβρίου με τεράστιες απώλειες στην Ναυτική, Στρατιωτική και Αεροπορική Βάση των Αμερικανών (με περίπου 2.400 νεκρούς, πολλούς τραυματίες και ζημιές σε πολλά πολεμικά πλοία).
Το πιθανότερο είναι ότι ο Χούβερ δεν ενημέρωσε τους ανωτέρους του, όπως έχει πει ο Ποπόφ, γιατί δεν τον εμπιστευόταν εξαιτίας του ακόλαστου βίου του. Πράγματι, λέει ο Στάνκοβιτς, την εποχή που η οικογένειά του λιμοκτονούσε εκείνος ζούσε μέσα στη χλιδή ξοδεύοντας αμύθητα ποσά.
Οι Ναζί κρατούσαν ομήρους τους δικούς του στο Βελιγράδι γι’ αυτό και ήταν σίγουροι ότι τους ήταν πιστός, πράγμα που όμως ποτέ δεν εμπόδισε τον Ποπόφ στον ρόλο του τού διπλού κατασκόπου. Μοναδικό του κίνητρο ήταν το πώς θα βγάλει περισσότερα χρήματα, υποστηρίζει ο σέρβος συγγραφέας.