Δύο ημέρες μετά από τις εκρήξεις που σημειώθηκαν στα βάθη της Βαλτικής Θάλασσας και προκάλεσαν σοβαρές ζημιές στους δύο αγωγούς φυσικού αερίου Nord Stream, την Τετάρτη η επικρατούσα άποψη κατέληξε να είναι ότι επρόκειτο για δολιοφθορά, με την Ευρωπαϊκή Ενωση και πολλά ευρωπαϊκά κράτη να κάνουν λόγο για επιθετική ενέργεια.
Οι ειδικοί είπαν ότι μπορεί να χρειαστούν μήνες για την αξιολόγηση και την αποκατάσταση της ζημιάς στους αγωγούς, οι οποίοι στο πλαίσιο του πολέμου που μαίνεται στην Ουκρανία και της αντιπαράθεσης της Μόσχας με τη Δύση, έχουν καταστεί μοχλός άσκησης τρομακτικών πιέσεων.
Ωστόσο το κύριο ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο: Ποιος φέρει την ευθύνη για τις καταστροφικές εκρήξεις; Ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής Ζοζέπ Μπορέλ έκανε λόγο για εσκεμμένη ενέργεια ενώ ο Τζέικ Σάλιβαν, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου, σημείωσε πως μάλλον επρόκειτο για σαμποτάζ.
Αλλά ελλείψει επαρκών στοιχείων – αμερικανοί αξιωματούχοι σημείωσαν πως η διαρροή μεθανίου από τους αγωγούς καθιστά εξαιρετική επικίνδυνη την προσέγγισή τους – τόσο οι ΗΠΑ όσο και οι περισσότεροι σύμμαχοί τους στην Ευρώπη σταμάτησαν να κατονομάζουν δημόσια πιθανούς υπόπτους.
Η Πολωνία και η Ουκρανία κατηγόρησαν ανοιχτά τη Ρωσία, η οποία κούνησε το δάχτυλο στις Ηνωμένες Πολιτείες ενώ τόσο η Μόσχα όσο και η Ουάσιγκτον αρνήθηκαν οργισμένα κάθε εμπλοκή. Αμερικανοί αξιωματούχοι και ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες ανέφεραν πως σίγουρα η Ουκρανία αλλά και τα κράτη της Βαλτικής που αντιτίθενται εδώ και καιρό στους αγωγούς θα μπορούσαν να έχουν συμφέρον να αχρηστευτούν. Κάποιοι άλλοι αξιωματούχοι, όμως εστιάζουν κυρίως στους πολλούς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να επωφεληθεί η Μόσχα από την καταστροφή των αγωγών, παρότι κατασκευάστηκαν για να μεταφέρουν το δικό της φυσικό αέριο.
Ορισμένοι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί αξιωματούχοι προειδοποίησαν την Τετάρτη ότι είναι πολύ νωρίς για την επίρριψη της ευθύνης στη Ρωσία. Ο ρώσος πρόεδρος αρέσκεται και επιδιώκει να αυτοπαρουσιάζεται ως ο άρχοντας του φυσικού αερίου και της ενέργειας αλλά για να μπορεί να χρησιμοποιεί την εν λόγω ισχύ που κατέχει, οι δύο αγωγοί (κύριος ιδιοκτήτης των οποίων είναι η Gazprom) πρέπει να διατηρούνται σε καλή κατάσταση.
Την ίδια ώρα, όμως, λαμβάνοντας υπόψη πως ο κάθε αγωγός αποτελείται στην πραγματικότητα από δύο μικρότερους αγωγούς, κάποιοι άλλοι αξιωματούχοι σημείωσαν πως ένας από τους δύο αγωγούς του Nord Stream 2 δεν έχει υποστεί ζημιά, και αυτό σημαίνει πως θα μπορούσε ο ρώσος πρόεδρος να τον χρησιμοποιεί κατά τη διάρκεια του χειμώνα για να συνεχίσει να εκβιάζει την Ευρώπη.
Και αποτελεί γεγονός πως το σαμποτάζ ως τακτική ταιριάζει απόλυτα «με την ευρύτερη στρατηγική του Πούτιν να διεξάγει πόλεμο σε πολλαπλά μέτωπα, χρησιμοποιώντας οικονομικά και πολιτικά εργαλεία, καθώς και όπλα, για να υπονομεύσει τους συμμάχους της Ουκρανίας και να αποδυναμώσει την αποφασιστικότητα και την ενότητά τους. Αποδεικνύει σε μια ήδη ταραγμένη Ευρώπη πόσο ευάλωτες είναι οι ζωτικής σημασίας υποδομές της, περιλαμβανομένων άλλων αγωγών και υποθαλάσσιων καλωδίων ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεπικοινωνιών», γράφουν οι Κάτριν Μπένχολοντ και Ντέιβιντ Σάνγκερ των New York Times.
«Αυτός είναι ο κλασικός υβριδικός πόλεμος», δήλωσε η Μαρί-Αγκνες Στρακ-Ζίμερμαν, επικεφαλής της Επιτροπής Αμυνας της γερμανικής Βουλής, τονίζοντας, όμως, ότι προς το παρόν δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ενοχή της Ρωσίας. «Ο Πούτιν θα χρησιμοποιήσει κάθε υβριδικό μέτρο που έχει στη διάθεσή του για να ταράξει τους Ευρωπαίους, από τα τρόφιμα μέχρι τους πρόσφυγες και την ενέργεια», συμπλήρωσε ωστόσο.
Η Μόσχα, από την πλευρά της, δια στόματος του εκπροσώπου του Πούτιν, σημείωσε πως είναι «ανόητο και παράλογο» το να κατηγορείται η Ρωσία για το σαμποτάζ. Ο Ντμίτρι Πεσκόφ δεν παρέλειψε να θυμίσει πως οι ΗΠΑ αποκομίζουν τεράστια κέρδη από την αύξηση των εξαγωγών φυσικού αερίου στην Ευρώπη, υπαινισσόμενος πως πίσω από τις εκρήξεις κρύβεται η Ουάσιγκτον.
«Φυσικά δεν το κάναμε εμείς», έσπευσε να απαντήσει η Εϊντριν Γουάτσον, εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, «Ολοι γνωρίζουμε ότι η Ρωσία έχει παράδοση στην παραπληροφόρηση και αυτό κάνει ξανά τώρα». Οσον αφορά την πρόβλεψη Μπάιντεν περί αχρήστευσης του Nord Stream 2, τον περασμένο Φεβρουάριο, αμερικανοί αξιωματούχοι σημείωσαν πως ο αμερικανός πρόεδρος επιβεβαιώθηκε όχι την περασμένη Δευτέρα αλλά όταν το Βερολίνο ακύρωσε την έναρξη της λειτουργίας του.
Πάντως ένας πρώην υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας, ο Ράντεκ Σιρκόσκι, παρότι είναι σφοδρός επικριτής της Μόσχας, στην προκειμένη περίπτωση ασπάζεται τη ρωσική εκδοχή όσον αφορά τον δράστη του σαμποτάζ. «Ευχαριστώ, ΗΠΑ», έγραψε πάνω από μια φωτογραφία ενός τμήματος της Βαλτικής Θάλασσας που είναι αφρισμένο από τις φυσαλίδες μεθανίου που ανέρχονται στην επιφάνεια. Μιλώντας στους New York Times αρνήθηκε να αναφερθεί σε λεπτομέρειες σχετικά με τη θέση του, αλλά σημείωσε πως οι αγωγοί Nord Stream είχαν παρακάμψει την Πολωνία και αυξήσει την εξάρτηση της Δυτικής Ευρώπης από τη Ρωσία. «Οι διαδοχικές πολωνικές κυβερνήσεις έκαναν τα πάντα για να σταματήσουν τους Nordstream. Γιατί να μην είμαι πολύ χαρούμενος; Θα προτιμούσα να πιστεύω ότι το έκαναν μάλλον σύμμαχοί μας παρά εχθροί μας», είπε.
«Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται αδιανόητο ότι το Κρεμλίνο θα προκαλούσε ζημιά στα δικά του περιουσιακά στοιχεία αξίας πολλών δισεκατομμυρίων. Αλλά υπάρχει όφελος για τη Μόσχα στο να συντηρεί τον ευρωπαϊκό φόβο, που ωθεί προς τα πάνω τις τιμές στην αγορά φυσικού αερίου. Και βραχυπρόθεσμα, λένε οι αναλυτές, δεν είναι ξεκάθαρο τι πρόκειται να χάσει ο Πούτιν, έχοντας ήδη σε μεγάλο βαθμό διακόψει την παροχή φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές χώρες τους τελευταίους μήνες», συνοψίζουν οι δημοσιογράφοι των New York Times.
Συγχρόνως, καθώς αμφότεροι οι αγωγοί ουσιαστικά δεν λειτουργούσαν, η ζημιά που υπέστησαν δεν έχει άμεσο αντίκτυπο στην Ευρώπη και στον εφοδιασμό της με ενέργεια. Τους τελευταίους μήνες τα ευρωπαϊκά κράτη περιόρισαν την κατανάλωση φυσικού αερίου, βρήκαν εναλλακτικούς προμηθευτές και αύξησαν τα αποθέματά τους, καταβάλλοντας, ωστόσο, υψηλό αντίτιμο.
«Τα άσχημα νέα – από τη σκοπιά του Κρεμλίνου – είναι ότι η “οπλοποίηση” της παροχής φυσικού αερίου δεν λειτουργεί ως πολιτική στρατηγική», σημείωσε ο Πάβελ Μολτσάνοφ, αναλυτής με ειδίκευση σε ενεργειακά ζητήματα στην αμερικανική επενδυτική τράπεζα Raymond James. «Με τις δικές της ενέργειες, η Gazprom έχασε σχεδόν όλο το μερίδιο αγοράς της στην Ευρώπη», εξήγησε.
Για αυτό οι Αμερικανοί εμφανίζονται πιο επιφυλακτικοί από τους Ευρωπαίους όσον αφορά τον δράστη της δολιοφθοράς. Μάλιστα κάποιοι σημείωσαν πως έχει καταστεί βολικό πλέον σχεδόν σε κάθε περίπτωση να κατηγορείται η Ρωσία. Τον περασμένο Ιούλιο, για παράδειγμα, οι περισσότεροι στην Ουάσιγκτον πίστευαν πως πίσω από την κυβερνοεπίθεση κατά της Αλβανίας κρυβόταν η Μόσχα αλλά αποδείχτηκε, τελικά, πως την ευθύνη την έφερε το Ιράν.
Αρκετοί αξιωματούχοι στην Ουάσιγκτον σημείωσαν επίσης ότι το σαμποτάζ θα μπορούσε να είναι έργο διάφορων μη κυβερνητικών παραγόντων. Αλλοι είπαν ότι οι δύο πυροδοτήσεις που καταγράφηκαν στην περιοχή από σεισμογράφους, παραπέμπουν σε εκρηκτικούς μηχανισμούς που τοποθετήθηκαν από υποβρύχιο σκάφος ή σε βόμβες που έπεσαν από πλοίο ή αεροσκάφος, και σε αυτό το πλαίσιο η εμπλοκή κάποιου κράτους είναι πολύ πιθανή.
«Είναι πολύ δύσκολο να αποφανθούμε. Ωφελείται κανείς;», διερωτήθηκε και ο πρωθυπουργός της Φινλανδίας Σάουλι Νιινίστο. «Για αυτό εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο».
Ο κίνδυνος «ιρανοποίησης» της Ρωσίας
Πάντως εάν, τελικά, την ευθύνη για την επίθεση τη φέρει η Δύση, κάποια στιγμή αυτό θα μαθευτεί, υποστηρίζει σε ανάλυση του ο Φεντερίκο Ραμπίνι της Corriere della Sera. Γιατί αυτή «είναι η φύση των δημοκρατιών: ακόμη και οι μυστικές υπηρεσίες μας είναι ευάλωτες σε διαρροές, αργά ή γρήγορα κάποιος έχει συμφέρον να διαρρεύσει πληροφορίες σε έναν δημοσιογράφο ή έναν δικαστή ή μια ΜΚΟ. Ανέκαθεν συνέβαινε, έχουμε πολλά σκάνδαλα να μας το θυμίζουν», γράφει.
«Στους τελευταίους αμερικανικούς πολέμους, στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, υπήρχε πάντα ένας Ασάνζ ή ένας Σνόουντεν (ρώσος πολίτης, πλέον, χάρη στον Πούτιν) για να αποκαλύψει κάθε είδους βρωμιές. Και τα σκάνδαλα έχουν συνέπειες στις δημοκρατίες. Αντίθετα, ο Πούτιν μπορεί να δηλητηριάσει έναν αντίπαλό του σε βρετανικό έδαφος, να αρνηθεί τα πάντα και να παραμείνει στην εξουσία πολλά χρόνια μετά τη διάπραξη μιας δολοφονίας», προσθέτει ο Ραμπίνι.
Αναγνωρίζει και αυτός πως η Μόσχα θα μπορούσε να έχει επιλέξει να πλήξει ένα έργο υποδομής που την εξυπηρετεί εξίσου, εάν όχι περισσότερο, με την Ευρώπη – είτε για να εντείνει την ενεργειακή ανασφάλεια στη Γηραιά Ηπειρο είτε για να δείξει ότι μπορεί να πλήξει και άλλες ζωτικής σημασίας υποδομές στην επικράτεια της Δύσης.
Αλλά ο Ραμπίνι προβαίνει και σε μία τρίτη εικασία: «Η αχρήστευση των Nord Stream επιφέρει την εξάλειψη των ελπίδων περί εξομάλυνσης, κάποια μέρα, των σχέσεων μεταξύ Μόσχας και Ευρώπης. Εάν είναι ο Πούτιν (και το τονίζω το εάν) αυτός που ήθελε αυτές τις επιθέσεις, μπορεί να είναι ένας τρόπος να δείξει στους ημετέρους του ότι το μέλλον της Ρωσίας θα εστιάζεται πλέον στις σχέσεις με την Κίνα (και την Ινδία). Δεν υπάρχει επιστροφή. Η Δύση θα είναι για πάντα εχθρός. Αυτό μπορεί να είναι ένα μήνυμα εναντίον των όποιων “περιστερών”, ή επίδοξων πραξικοπηματιών, σε μια φάση κατά την οποία ο Πούτιν αντιμετωπίζει λαϊκή αντίσταση ενάντια στη μαζική κινητοποίηση και τον πόλεμο του που κινδυνεύει να καταστεί πραγματικά αντιδημοφιλής», γράφει.
Λαμβάνοντας όλα τα διαθέσιμα δεδομένα υπόψη ορισμένοι αναλυτές δεν αποκλείουν, οπότε, το ενδεχόμενο «η Ρωσία να γίνει σαν το Ιράν», επικαλούμενοι την άλλοτε φανερή άλλοτε κεκαλυμμένη συνδρομή του ιρανικού καθεστώτος σε διάφορες τρομοκρατικές επιθέσεις κατά όμορων χωρών και δυτικών συμφερόντων. Μπορεί η Δύση να επιδιώκει να απομονώσει τη Μόσχα, αλλά η Ρωσία θα μπορούσε να καταστεί ένα πανίσχυρο και άκρως επικίνδυνο κράτος-παρίας (rogue state).
«Σε αυτό το σενάριο, ο υβριδικός πόλεμος διαδραματίζει κεντρικό ρόλο: ένας ακήρυχτος και ασύμμετρος πόλεμος κατά της Δύσης, που διεξάγεται εν μέρει με παραδοσιακές εν μέρει τρομοκρατικές μεθόδους. Τα τελευταία χρόνια η Ρωσία είχε ήδη εντείνει τις κυβερνοεπιθέσεις της. Οι επιθέσεις στις υποδομές μας θα μπορούσαν να είναι μέρος ενός νέου κεφαλαίου αυτού του υβριδικού πολέμου. Το οποίο έχει ένα τυπικό χαρακτηριστικό: την δυνατότητα άρνησης (deniability), το γεγονός ότι μπορείς να πετάξεις την πέτρα και μετά να κρύψεις το χέρι σου», καταλήγει ο ιταλός αρθρογράφος.