Πόσεις φορές έχει πέσει και έχει ξανασηκωθεί το Λονδίνο;, διερωτάται ο Economist σε ένα αφιέρωμα στην πρωτεύουσα της Βρετανίας, που αυτές τις μέρες σφύζει από ζωή, ιδίως στο στολισμένο για τα Χριστούγεννα κέντρο της.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το Λονδίνο είχε συρρικνωθεί κατά πάνω από το ένα πέμπτο σε σύγκριση με την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και φαινόταν να βρίσκεται σε ύφεση. Ωστόσο, τα 90s σηματοδοτούν μια εποχή που άρχισε να αναζωογονείται: Ο πληθυσμός άρχισε να αυξάνεται και κατέφτασαν πολλές ξένες επιχειρήσεις, η οικονομία άνθισε, τροφοδοτούμενη από την οικονομική απορρύθμιση, την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την κατάρρευση του κομμουνισμού.
«Μέχρι τη στιγμή που φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 2012, το Λονδίνο διεκδικούσε με αξιώσεις τον τίτλο της πρωτεύουσας του κόσμου» σημειώνει η βρετανική επιθεώρηση. Ακολούθησε μια τέλεια καταιγίδα δεινών. Η εμπορική καρδιά του είχε ήδη συγκλονιστεί από την οικονομική κρίση και στη συνέχεια μια πόλη που στηρίχθηκε στη μετανάστευση αντιμετώπισε το κλείσιμο του Brexit. Ακολούθησε η πανδημία, που κράτησε τους τουρίστες μακριά. Οταν μιλάμε για ένα από τα μέρη του πλανήτη με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα, η αλλαγή υπήρξε ιδιαίτερα αισθητή.
Παράλληλα, οι εργαζόμενοι στο κεντρικό Λονδίνο βρίσκονταν στο γραφείο κατά μέσο όρο μόλις δύο με τρεις ημέρες την εβδομάδα. Ενώ ευρύτερα την τελευταία δεκαετία, ορισμένα από τα πιο ισχυρά ρεύματα της Δυτικής πολιτικής, όπως η αντιπαγκοσμιοποίηση και ο φόβος για τη μετανάστευση, έπληξαν τον χαρακτήρα της μητρόπολης.
Ο εθισμός στο τζιν
«Το Λονδίνο έχει περάσει και στο παρελθόν δύσκολες περιόδους: μια μακρά περίοδο μετά την αποχώρηση των Ρωμαίων (σ.σ.: τότε λεγόταν Λοντίνιουμ) και μια άλλη στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν ο πληθυσμός του έμεινε στάσιμος λόγω του μαζικού εθισμού στο τζιν» σημειώνει ο Economist.
«Μέχρι το 1730, υπολογίζεται ότι 7.000 καταστήματα που πουλούσαν τζιν μετέτρεπαν τους Λονδρέζους σε εκφυλισμένους αλκοολικούς» θυμίζει ο ιστότοπος του Vice. «Για πολλούς Λονδρέζους της εργατικής τάξης το τζιν έγινε κάτι περισσότερο από ένα ποτό. Μπορούσε να καταπραΰνει το αίσθημα της πείνας, προσέφερε ανακούφιση από το κρύο και αποτελούσε διαφυγή από τη βάναυση αγγαρεία της ζωής στις φτωχογειτονιές και στα πτωχοκομεία» εξηγεί.
Χρόνια μετά, προς το τέλος της δεκαετίας του 1980, ο πληθυσμός της πόλης είχε μειωθεί από την προπολεμική κορύφωση των 8,6 εκατ. κατοίκων σε μόλις 6,7 εκατ. Τα χτυπήματα της τελευταίας δεκαετίας, μετά το 2012, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ένα ακόμα σημείο καμπής, σχολιάζει ο Economist.
Το βρετανικό περιοδικό περιγράφει ότι το Λονδίνο πάει αρκετά καλά:
♦ Η οικονομία του έχει αντέξει το Brexit, σίγουρα πολύ καλύτερα από άλλες περιοχές της χώρας.
♦ Ο τουρισμός έχει σχεδόν επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα.
♦ Ο πληθυσμός του, που υποχώρησε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, προβλέπεται να φθάσει τα 10 εκατομμύρια μέχρι το 2040.
♦ Η κατασκευή νέων γραφείων έφτασε σε επίπεδα ρεκόρ το τρίτο τρίμηνο του 2023.
«Δεν είναι, και δεν ήταν ποτέ, ένα ωραίο μέρος για να είσαι φτωχός, αλλά παραμένει μια μηχανή κοινωνικής κινητικότητας: τα παιδιά που λαμβάνουν δωρεάν σχολικά γεύματα στην πρωτεύουσα έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να πάνε στο πανεπιστήμιο από ό,τι οι συνομήλικοί τους σε άλλες περιοχές της Βρετανίας» επισημαίνεται στο άρθρο.
Η έμφαση του Λονδίνου στις υπηρεσίες, και όχι στη μεταποίηση, το βοήθησε να αποφύγει τις χειρότερες επιπτώσεις του Brexit. Μεταξύ 2016 και 2021 οι εξαγωγές υπηρεσιών της πόλης αυξήθηκαν κατά 47%. Η θέση του ως παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο παραμένει άθικτη, συνεχίζει ο Economist, ακόμη και αν η κυριαρχία του εντός της Ευρώπης έχει υπονομευθεί. Αποτελεί επίσης ένα ζωντανό κέντρο για νεοφυείς επιχειρήσεις τεχνολογίας.
Η πόλη υπενθυμίζει ότι οι υπηρεσίες υψηλής αξίας –από τις νομικές υπηρεσίες μέχρι την πληροφορική, τη συμβουλευτική και την τριτοβάθμια εκπαίδευση– μπορούν να αποτελέσουν καλύτερη πηγή ανάπτυξης, θέσεων εργασίας και καινοτομίας. Το Λονδίνο έδειξε πως η συγκέντρωση δραστηριοτήτων σε ένα κέντρο εξακολουθεί να έχει σημασία.
Η πανδημία έθεσε ερωτήματα σχετικά με τη δύναμη των πόλεων όταν οι πολίτες τους μπορούν να εργάζονται εξ αποστάσεως. Ωστόσο, «τα γραφεία εξακολουθούν να είναι απαραίτητα ως χώροι συγκέντρωσης εργαζομένων και πελατών, ενώ οι πολλές επιλογές ψυχαγωγίας παίζουν ρόλο για την προσέλκυση ανθρώπων στις πόλεις, ακόμη και αν η δουλειά τους γίνεται εξ αποστάσεως» συνεχίζει το περιοδικό.
Οι σιδηρόδρομοι προώθησαν το Λονδίνο προς τα έξω τον 19ο αιώνα, και το κάνουν και πάλι. «Η μητρόπολη παραμένει μαγνήτης για νεοεισερχομένους κάθε είδους: Νιγηριανοί, Νοτιοασιάτες και Λατινοαμερικάνοι έχουν πάρει τη θέση των μεταναστών από την ΕΕ. Τα δύο πέμπτα των Λονδρέζων έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό. Οι περισσότερες μεγάλες ασιατικές μητροπόλεις είναι πολύ λιγότερο ετερογενείς. Για παράδειγμα, κάτω από το 5% των κατοίκων του Τόκιο είναι γεννημένοι στο εξωτερικό.
»Το Λονδίνο και η Νέα Υόρκη έχουν περίπου την ίδια ποικιλομορφία, αλλά η βρετανική πρωτεύουσα δεν είναι τόσο εθνοτικά διαχωρισμένη, εν μέρει λόγω της διασποράς των κοινωνικών κατοικιών σε κάθε δήμο. Οι μετανάστες έχουν συμβάλει στην άνοδο του επιπέδου στα σχολεία, τα οποία, από εκεί που ήταν τα χειρότερα σε επιδόσεις από κάθε άλλη περιοχή της Αγγλίας, έχουν γίνει τα καλύτερα» τονίζεται στο δημοσίευμα του Economist.
Το Λονδίνο αντιμετωπίζει, προφανώς, και προβλήματα. Μακράν το μεγαλύτερο είναι η στέγαση. «Συνυπολογίζοντας το κόστος της στέγης, το ποσοστό φτώχειας στο Λονδίνο είναι υψηλότερο από ό,τι στην υπόλοιπη Αγγλία» σημειώνει η βρετανική επιθεώρηση.
Αυτό σημαίνει ότι το Λονδίνο μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί μοχλό κοινωνικής κινητικότητας μόνον αν οι άνθρωποι έχουν την οικονομική δυνατότητα να ζήσουν εκεί. Ο Economist αναφέρει ότι οι περιορισμοί σχετικά με την κατασκευή κατοικιών πρέπει να χαλαρώσουν, ενώ θεωρεί πως «η δρακόντεια προσέγγιση του κυβερνώντος κόμματος των Συντηρητικών ως προς το Μεταναστευτικό αποτελεί μια ακόμα απειλή».
Το βρετανικό περιοδικό μοιάζει να απευθύνεται στην ελληνική κυβέρνηση και στον νέο δήμαρχο της Αθήνας όταν σημειώνει πως «οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής παντού θα πρέπει να αναλογιστούν την ευρωστία του Λονδίνου. Οι μεγάλες πόλεις είναι μοχλοί ανάπτυξης και καινοτομίας. Είναι εκεί όπου οι άνθρωποι θέλουν να ζουν, να εργάζονται και να παίζουν. Το Λονδίνο έχασε τον δρόμο του όταν όλα πήγαιναν όπως τα ήθελε. Αλλά τα μαθήματα που προσφέρει τώρα είναι ακόμη πιο σημαντικά».