Τουλάχιστον 15.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν τις προηγούμενες ημέρες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους στη Γαλλία εν μέσω καταστροφικών πυρκαγιών ενώ στη Βρετανία έλιωσαν διάδρομοι αεροδρομίων, καθώς η χώρα πλήττεται από έναν πρωτοφανή καύσωνα με την θερμοκρασία την Τρίτη να ξεπερνά για πρώτη φορά στην Ιστορία τους 40 βαθμούς Κελσίου.
Σε διάφορες περιοχές της Ιβηρικής Χερσονήσου ο υδράργυρος εκτινάχθηκε στους 46 βαθμούς Κελσίου, προκαλώντας δεκάδες πυρκαγιές ενώ την προηγούμενη εβδομάδα εξαιτίας των εξαιρετικά υψηλών θερμοκρασιών στην Ισπανία και στην Πορτογαλία ενδέχεται να έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι.
Τα νοσοκομεία και στις τέσσερις αυτές χώρες που καλούνται να αντιμετωπίσουν μια σημαντική αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού, επιβαρύνονται περαιτέρω με δεκάδες επείγοντα περιστατικά και οι ειδικοί στην υδρολογία προειδοποιούν για τις βαθύτερες επιπτώσεις της εκτεταμένης ξηρασίας.
Η κατάσταση που επικρατεί εδώ και αρκετές ημέρες στη Δυτική Ευρώπη μπορεί όντως να χαρακτηρισθεί σαν μικρή «Αποκάλυψη», δεδομένου ότι καταγράφονται πρωτοφανή φαινόμενα. Κεντροαριστεροί ηγέτες όπως οι πρωθυπουργοί της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, Αντόνιο Κόστα και Πέδρο Σάντσεθ αντίστοιχα, δεν παρέλειψαν να συσχετίσουν τις υψηλότατες θερμοκρασίες με την επιδεινούμενη πορεία της κλιματικής αλλαγής ενώ οι προειδοποιήσεις των ειδικών καθίστανται ολοένα πιο δραματικές καθώς παρατηρούνται καταστάσεις που έως πρόσφατα εμφανίζονταν μόνο σε ακραία σενάρια κλιματικής αλλαγής.
«Παρότι, όμως, οι ευρωπαίοι επιστήμονες και υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αναγνωρίζουν την ανάγκη προσαρμογής ενόψει του επικρεμάμενου πλανητικού κινδύνου, πιο επείγουσες ανησυχίες στρέφουν τις κυβερνήσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση», γράφει σε ανάλυσή του ο Ισάν Θαρόρ της Washington Pοst.
Η ρωσική εισβολή στη Ουκρανία, προκαλώντας χάος στις παγκόσμιες αγορές ενέργειας και ωθώντας τη Δύση να επιβάλει αυστηρές κυρώσεις στα ορυκτά καύσιμα της Ρωσίας, εκτίναξε το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, με ορισμένες χώρες να εκτίθενται και να καταλήγουν να βρίσκονται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση εξαιτίας της υπερβολικής τους εξάρτησης από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο της Ρωσίας.
Η τρομακτική αύξηση των θερμοκρασιών οδήγησε αναπόφευκτα σε αύξηση της χρήσης κλιματιστικών με την ισπανική Enagas να δηλώνει πως «αυτή η τεράστια αύξηση της ζήτησης για φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας οφείλεται κυρίως στις υψηλές θερμοκρασίες που καταγράφηκαν ως συνέπεια του καύσωνα».
Ο εφοδιασμός της Ευρώπης με φυσικό αέριο έχει απόλυτη προτεραιότητα με τα ευρωπαϊκά κράτη να καταβάλλουν απεγνωσμένες προσπάθειες να γεμίσουν τις αποθήκες τους ενόψει του χειμώνα. «Οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι», δήλωσε τη Δευτέρα ο Φατίχ Μπιρόλ, εκτελεστικός διευθυντής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας. «Εάν η Ρωσία αποφασίσει να διακόψει εντελώς τις προμήθειες φυσικού αερίου προτού η Ευρώπη μπορέσει να γεμίσει τις αποθήκες της έως και 90%, η κατάσταση θα είναι ακόμη πιο σοβαρή και δύσκολη».
Οσον αφορά τον Nord Stream 1 και την προγραμματισμένη έναρξη της επαναλειτουργίας του την ερχόμενη Πέμπτη 21 Ιουλίου, «η Γερμανία, ειδικά, έχει παραλύσει από το τι μπορεί να γίνει ή όχι, ανάλογα με το εάν ο Πούτιν και ο κρατικός ενεργειακός κολοσσός Gazprom θα κλείσουν τη στρόφιγγα – μια κίνηση που θα κοστίσει και στο Κρεμλίνο, αλλά παρόλα αυτά θα πνίξει κάποιες από τις μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης», συνοψίζει ο δημοσιογράφος της Washington Post.
Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένοι δυτικοί σχολιαστές υποστηρίζουν πως η εκβιαστική στάση του Πούτιν πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα και αποφασιστικά μέσω της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης με το Κρεμλίνο. Ο Ισαν Θαρόρ επικαλείται ενδεικτικά τον Σάιμον Τίσντολ. «Ενας μακρύς, ψυχρός, γεμάτος συμφορές ευρωπαϊκός χειμώνας ανεπάρκειας σε ηλεκτρική ενέργεια και αναταραχής πλησιάζει», έγραψε ο αρθρογράφος του Guardian, επικρίνοντας την «αυταπάτη» του ΝΑΤΟ ότι η σύγκρουση στην Ουκρανία θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο σε αυτό το έθνος.
Ανεξάρτητα από τον πόλεμο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες ασκούν ήδη πιέσεις, ούτως ώστε να τεθούν οι βάσεις για ένα ενεργειακό μέλλον ανεξάρτητο από τη Ρωσία, ωστόσο γνωρίζουν πως υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες τα ευρωπαϊκά κράτη να κληθούν να αντιμετωπίσουν σημαντικά προβλήματα βραχυπρόθεσμα.
Το ενδεχόμενο να κλείσει, τελικά, η Μόσχα τη στρόφιγγα κάποια στιγμή στο απώτερο μέλλον, εάν όχι την Πέμπτη, 21 Ιουλίου, ωθεί ήδη τους Ευρωπαίους σε προβληματικές και επίμαχες αποφάσεις. Ο αμερικανός δημοσιογράφος αναφέρεται ενδεικτικά στον Ρόμπερτ Χάμπεκ, τον αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομίας της Γερμανίας και έναν από τους πιο επιφανείς πράσινους πολιτικούς στην Ευρώπη, σημειώνοντας πως έχει λάβει μέτρα που αντιτίθενται άμεσα στις δεσμεύσεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
«Οι επιλογές της Γερμανίας είναι λίγες, ελλιπείς και δυσάρεστες», έγραψε η Κοστάντσε Στελτσενμάλερ στους Financial Times. «Ο Χάμπεκ επαναφέρει τα βρώμικα εργοστάσια άνθρακα και λέει στους ανθρώπους να κάνουν πιο σύντομα ντους. Βελτιστοποιεί τις προμήθειες και χαλαρώνει τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς για την κατασκευή σταθερών τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου. Και έχει αποπειραθεί να καλοπιάσει αυταρχικούς ηγέτες του Κόλπου σε αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών υγροποιημένου φυσικού αερίου».
Το ότι η Ευρώπη ηγείται της διεθνούς κοινότητας στο πλαίσιο της μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν αμφισβητείται. Συγχρόνως, όμως, είναι γεγονός πως οι περισσότερες χώρες της ΕΕ εξακολουθούν να εξαρτώνται από το φυσικό αέριο για τη στήριξη των οικονομιών τους. «Ο πόλεμος στην Ουκρανία υπογράμμισε τον βαθμό στον οποίο οι κλιματικές φιλοδοξίες της Ευρώπης βασίζονταν στο φυσικό αέριο που ερχόταν από τη Ρωσία για να κρατάει τα φώτα αναμμένα και τα εργοστάσια σε λειτουργία, εν αναμονή της απόδοσης προγραμματισμένων επενδύσεων εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τεχνολογίες για τη μείωση των εκπομπών από τη βαριά βιομηχανία», σημείωσε το Bloomberg News.
Πλέον, όμως πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν εντείνει τη χρήση του άνθρακα, ενώ παράλληλα ενθαρρύνουν νέες μακροπρόθεσμες επενδύσεις στη εξόρυξη και αποθήκευση ορυκτών καυσίμων. «Μου φαίνεται σαν μια προσπάθεια της βιομηχανίας του πετρελαίου και του φυσικού αερίου να παρακάμψει τη συμφωνία του Παρισιού», δήλωσε ο Μπιλ Χερ της Climate Analytics στους New York Times. «Και ανησυχώ πολύ ότι μπορεί να τα καταφέρει».
Από την άλλη πλευρά, οι ειδικοί αναγνωρίζουν επίσης πως οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αυξάνουν σημαντικά τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σύμφωνα με ανάλυση των δεξαμενών σκέψης Ember και Centre for Research and Clean Air, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες τάσεις, έως το 2030 το 63% της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη θα μπορούσε να παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενώ με βάση πολιτικές που είχαν προταθεί στο τέλος του 2019 το προβλεπόμενο ποσοστό ήταν 55%. «Είναι πάντα επικίνδυνο να αυξάνονται οι εκπομπές, αλλά εάν αυτό συνδυάζεται με εστίαση στην ανάπτυξη της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, πιθανότατα επιταχύνει την ενεργειακή μετάβαση», δήλωσε στο Bloomberg ο Τσαρλς Μουρ, επικεφαλής του προγράμματος Ember’s Europe. «Θα επρόκειτο για μια επικίνδυνη στρατηγική εάν υπήρχαν άλλες επιλογές, αλλά δεν υπάρχουν», υπενθύμισε.