| CreativeProtagon/SOOC
Θέματα

Το καλύτερο μνημόσυνο για τον Ροβήρο Μανθούλη

Αυτός ο πολυπράγμων και πολυσχιδής άνθρωπος του Πολιτισμού, που προσέφερε όραμα και αγώνα, στον βωμό του Ανθρώπου, έφυγε από τη ζωή την 55η επέτειο του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, της ημέρας που η ροή της πολιτιστικής αναγέννησης της Ελλάδας κόπηκε βίαια. Εκπρόσωπος αυτής της αναγεννησιακής έκρηξης υπήρξε ο ίδιος - καθόλου τυχαία...
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

Η Ιστορία ξέρει να γράφει μεγάλες, παράξενες, συμπτώσεις στα κιτάπια της. Ή, μήπως, δεν είναι συμπτώσεις και απλώς Εκείνη ξέρει καλύτερα;

Το φευγιό του εμβληματικού (για πολλούς λόγους) Ροβήρου Μανθούλη συνέπεσε με την 55η επέτειο από την χούντα των συνταγματαρχών, την 21η Απριλίου 1967. Oμως, συνέπεσε και με την πρώτη αντιδικτατορική εκδήλωση στη Γαλλία. Ή, μάλλον, την πρώτη αντιδικτατορική εβδομάδα στη Γαλλία, στην πόλη Υέρ. Oπου προβλήθηκε από την 21η Απριλίου του 1967 η πιο εμβληματική (επίσης για πολλούς λόγους) ταινία του 37χρονου τότε σκηνοθέτη.

Σπουδαγμένου, στο θέατρο και τον κινηματογράφο (στο Syracuse University της Νέας Υόρκης), στην Αμερική του μακαρθισμού. Και διωγμένου από αυτήν, ως persona non grata, όταν τόλμησε να αρθρώσει λόγο απέναντι στο αντικομμουνιστικό μακαρθικό μένος.

Στην Υέρ προβλήθηκε η πιο προσωπική, η πιο μοντερνιστική, η πιο καυστική και αιχμηρή ταινία του: «Πρόσωπο με πρόσωπο». Χρυσό Βραβείο Σκηνοθεσίας (όπως το αποκαλούσαν τότε) στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1966. Με το Μάνο Χατζιδάκι, την Eλλη Λαμπέτη και το Γιάννη Τσαρούχη στην κριτική επιτροπή.

Γυρίσματα με το τσιγάρο στο στόμα για ένα από πολλά ντοκιμαντέρ του

Μια ταινία με τους Κώστα Μεσσάρη, Ελένη Σταυροπούλου, Θεανώ Ιωαννίδου, Λάμπρο Κοτσίρη στο καστ. Και με μουσική από τον μεγάλο Νίκο Μαμαγκάκη, που την ίδια εποχή (1966) έντυνε κατανυκτικά, πάνω στις χορδές από την κιθάρα του σπουδαίου Γεράσιμου Μηλιαρέση, και την αισθαντική «Εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου. Έχει σημασία αυτό και θα το πούμε παρακάτω.

Θέμα του μανθούλειου film d’ auteur (έχει πάρει αυτή τη θέση στην κινηματογραφική Iστορία και, κατά κάποιους, την πρωτιά στο είδος): η επέλαση επήλυδων της «νέας τάξης», κατασκευαστών και εφοπλιστών, στην Αθήνα. Μια «νέα τάξη» που επιχειρεί να επιβάλει η αυταρχική οικονομική και πολιτική ολιγαρχία. Συν μια καρικατούρα της επερχόμενης «τάξης» των νεόπλουτων.

Eκπληξη; Το ενθουσιασμένο νεανικό κοινό της πρώτης προβολής σήκωσε το Ροβήρο Μανθούλη στα χέρια και τον άφησε μόνον μπροστά σε ένα καφενείο όπου τον περίμεναν γάλλοι κινηματογραφικοί κριτικοί. Οι ίδιοι που «έστειλαν» στο Φεστιβάλ Νέου Κινηματογράφου στην Υέρ της νότιας Γαλλίας το «Πρόσωπο με πρόσωπο» (όπου, έτσι για την ιστορία, ακούγεται και το ποίημα του κυρίως λαϊκού στιχουργού Δημήτρη Χριστοδούλου «Αλτ, Θάνατος!»). Εκεί όπου έγινε σύμβολο του πρώτου αντιδικτατορικού αγώνα εκτός ελληνικών συνόρων.

Δεν ήταν τυχαία όλα αυτά που καταγράφηκαν στα κιτάπια της Ιστορίας. Αν ψάξει κάποιος τις λεπτομέρειες, θα διαπιστώσει πως όλα συνέπεσαν με την ακμή του μοντερνισμού. Την εμβληματική – κατά τον ρηξικέλευθο ερευνητή της Ιστορίας Κώστα Κασάπη – χρονιά του 1966. Τη χρονιά (κινηματογραφικά) και της ποιητικής «Εκδρομής» του Κανελλόπουλου και του χιτσκοκικού «Φόβου» του Κώστα Μανουσάκη. Και άλλων…

Με τη Μελίνα στη Γενεύη,  το 1968, μετά από προβολή της ταινίας Πρόσωπο με πρόσωπο

Εκεί, που όλα έφταναν στο ζενίθ τους. Η αφομοίωση των ξένων αισθητικών ρευμάτων του μοντερνισμού στα μέρη μας. Η στροφή προς το «μέσα μας» το ελληνικό, προς το λαϊκό, προς το προδομένο και κυνηγημένο. Το αστικό, που προτού να γίνει μικροαστικό, επιθυμεί τα μεγάλα και σπουδαία του παγκόσμιου Πολιτισμού. Εκεί, που η χούντα, τα πάθη και τα λάθη, η «έξωθεν» καθοδήγηση κι αργότερα μέχρι και η… αντιπαροχή ανέτρεψαν κακήν κακώς ένα κύμα μετουσίωσης του μοντερνισμού και της πρωτοπορίας σε μια πρωτογενή «ελληνική γλώσσα» ενός νέου Πολιτισμού.

Να, γι’ αυτό και για πολλά άλλα, δεν είναι ίσως ώρα να πενθήσουμε (όπως κατά κόρον έγινε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) τον Ροβήρο Μανθούλη. Όχι διότι έφυγε «πλήρης ημερών», όπως γράφεται και λέγεται με αυτοματισμό δίπλα στο φευγιό του, στα 92 του χρόνια. Όχι διότι ήταν πρωτοπόρος σε πολλά, πολυσχιδής και πολυπράγμων. Όχι διότι ήταν Ποιητής σπουδαίος στην «χώρα των ποιητών» Ελλάδα. Αλλά διότι σημαντικότερο είναι να ξαναδούμε, να ψηλαφίσουμε και πάλι, να χωνέψουμε τι ήταν εκείνη η στόφα που έκανε, τότε, τους Ανθρώπους του Πολιτισμού. Και δεν έμεναν στο «τότε», αλλά λειτουργούσαν, με λόγο και πράξεις, με όραμα και αγώνες στο διηνεκές, όπως ο Ροβήρος Μανθούλης.

Εκείνους που κοινωνούσαν και έχτιζαν Πολιτισμό. Στην Ελλάδα ή για την Ελλάδα. Που έκαναν τον Πολιτισμό όπλο και χειρολαβή στα δύσκολα.

Η Κυρία Δήμαρχος (1960), σε σκηνοθεσία Μανθούλη

Δεν είναι τυχαίο ότι η Ιστορία κατέγραψε στα κιτάπια της τον 14χρονο Ροβήρο, το 1943, σαν «χωνί» της Αντίστασης. Στα Εξάρχεια. Όταν κάποιοι μικροί ΕΠΟΝίτες με στεντόρεια φωνή μετέφεραν, βροντερά, στα πλήθη που διψούσαν, από λόφους και πλαγιές της Αθήνας, κατά το σούρουπο, τα νέα και τα επιτεύγματα της Αντίστασης στο ναζισμό.

Δεν ήταν τυχαίο ότι από τα στήθια του έβγαζε κραυγές ποίησης όπως «Βίαια τα όνειρα / κανένα φως στο δρόμο, / αφήστε μου τουλάχιστο / του δαυλού τη γεύση» (από το ποίημα «Aspetare e non venire è una cosa di morire», βασισμένο σε μια επιγραφή που βρέθηκε «στον τοίχο ενός κελιού, μετά το τέλος του πολέμου, σε φυλακή της Κρήτης που είχε και ιταλούς κρατουμένους»).

Δεν ήταν τυχαίο ότι η πρώτη ποιητική συλλογή του, «Σκαλοπάτια» (1949), τον οδήγησε στο θρυλικό πατάρι του «Λουμίδη», παρέα με τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο, τον Τσαρούχη, τον Ελύτη, τον «δάσκαλό» του, ποιητή του «Αντισταθείτε», Μιχάλη Κατσαρό. Ούτε ότι μέγας δάσκαλός του ήταν και ο ποιητής του «πανανθρώπινου οράματος της Ειρήνης» Νικηφόρος Βρεττάκος.

Ότι πήρε το δρόμο για να βρει και να εκδώσει τον Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκι («Τη σκέψη σας που νείρεται / πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας / σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές / σ’ ένα ντιβάνι λιγδιασμένο, / εγώ θα την τσιγκλάω») του Γιάννη Ρίτσου της «Ρωμιοσύνης» και του «Επιτάφιου». Και κατέληξε στην εκδοχή του Άρη Αλεξάνδρου, που τον οδήγησε να καταστραφεί ως εκδότης, όταν εκείνος συνελήφθη και απαγορεύτηκε από τη χούντα. Όπως από τη χούντα απαγορεύτηκε, «δια ροπάλου» και το δικό του «Πρόσωπο με πρόσωπο», αφαιρώντας του την ελληνική ιθαγένεια.

Δεν είναι τυχαίο ότι λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του από ταγματασφαλίτη, τον Γενάρη του 1945: «Δυο βδομάδες μετά την αποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα. Περπατάω στη Ζωοδόχου Πηγής, γωνία Διδότου… Όντας διαφωτιστής της ΕΠΟΝ Εξαρχείων, η γειτονιά με ήξερε υποθέτω. Και το υποθέτω γιατί εκείνη τη μέρα, με πλησιάζει ξαφνικά ένας γκεσταποοειδής μπράβος, μου λέει “ακόμα κυκλοφορείς εσύ, ρε παλιοκομμουνιστή;” και τραβάει το πιστόλι του. Ήταν δυο-τρεις περαστικοί που πρόλαβαν και του σηκώσαν το μπράτσο ψηλά. Η σφαίρα έφυγε προς τον ουρανό. Ίσως να εκπυρσοκρότησε από το άρπαγμα του χεριού».

Αυτό στον ποιητή που έλεγε αργότερα, απλά και ξάστερα: «Γεννήθηκα χωρίς ηλικία, χωρίς χρόνο, χωρίς πολλά πολλά λόγια»…

Δεν ήταν τυχαίο ότι πίστεψε στην επιδραστικότητα του κινηματογράφου, σαν όπλο Πολιτισμού και, κατ’ επέκταση, πολιτιστικής αυτογνωσίας, διδάσκοντας στην περίφημη Σχολή Σταυράκου. Ούτε ότι άνοιξε δρόμο στο ελληνικό ντοκιμαντέρ, από το 1958 ακόμη, με το «Λευκάδα, το νησί των ποιητών».

Δεν ήταν τυχαίο ότι στην ταινία του «Η Κυρία Δήμαρχος» (με τη Γεωργία Βασιλειάδου) έφερε, σε μία από τις ελάχιστες κινηματογραφικές εμφανίσεις του, τον μέγα της λαϊκής ψυχής Στέλιο Καζαντζίδη, μαζί με τη Μαρινέλλα, στην «Ζιγκουάλα». Αργότερα έλεγε στον συνάδελφο Δημήτρη Ν. Μανιάτη ότι γι’ αυτόν τον λόγο του έστελναν μηνύματα ευγνωμοσύνης, για χρόνια μετά, οι απανταχού «οπαδοί» του Καζαντζίδη. Όπως κάλεσε και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση για το «Ψηλά τα χέρια, Χίτλερ», με τον Θανάση Βέγγο και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο.

Δεν ήταν τυχαίο ότι εκείνος, για πρώτη φορά είδε «αντιτουριστικά» τον Ιερό Βράχο της «Ακρόπολης των Αθηνών», στο ομότιτλο ντοκιμαντέρ του (1962), μαζί με τον αρχαιολόγο Γιάννη Μηλιάδη. Ντοκιμαντέρ για το οποίο έγραφε το 2019 στο «Κουτί της Πανδώρας», ότι ανέβηκε 152 φορές στην Ακρόπολη. Και το οποίο τελικά αγοράστηκε από 3.000 αμερικανικά Πανεπιστήμια και Κολέγια!

 

Ο Μανθούλης (αριστερά) στο σπίτι της Τζόαν Μπαέζ με τον σύζυγό της Ντέιβιντ, αντιρρησία συνείδησης, τις ημέρες που περίμενε να τον φυλακίσουν γιατί αρνήθηκε να πολεμήσει στο Βιετνάμ. Μαζί τους και ο γάλλος ηχολήπτης Ζαν-Πιέρ Μαρκετί.

Δεν είναι, επίσης, τυχαίο ότι τη μια βρισκόταν στο σπίτι της Τζόαν Μπαέζ και από την άλλη «εισχωρούσε» στο μαύρο Χάρλεμ του ’70, κινηματογραφώντας τον Μπ. Μπ. Κινγκ, τον Μανς Λίπσομ και τον Ρόμπερτ Πιτ Γουίλιαμς για το περίφημο ντοκιμαντέρ του «Μπλουζ με σφιγμένα τα δόντια», για λογαριασμό της γαλλικής τηλεόρασης.

Με την ίδια ζέση και αφοσίωση γύρισε και τις ταινίες «Τσιγγάνοι της Ανδαλουσίας», «Τσιγγάνοι της Ουγγαρίας», «Ανεβαίνοντας τον Μισισιπή», «Η νοσταλγία της Δύσης», «Το τανγκό πεθαίνει την αυγή». Αλλά και τα «Εντίθ Πιαφ, δέκα λεπτά ευτυχίας την ημέρα», «Η κραυγή της σιωπής» για τον Μίκη Θεοδωράκη και «Η Μελίνα στο Παρίσι», «Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος», «Η δικτατορία των ελλήνων συνταγματαρχών»…

Συνολικά, για την ευρωπαϊκή τηλεόραση γύρισε πάνω από  90 ντοκιμαντέρ και ταινίες μεγάλου μήκους!

Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από το 1953, συνεργαζόμενος με το Ε.Ι.Ρ., έδωσε κατευθυντήριες γραμμές για το πώς περνάει το θέατρο στο ραδιόφωνο. Πρωτοπόρο υπόδειγμα, με το «Θέατρο της Τετάρτης».

Και, αργότερα, με τη Μεταπολίτευση, όταν – κατά πληροφορίες – με προτροπή του Μάνου Χατζιδάκι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τού έδωσε την καλλιτεχνική διεύθυνση της ΕΡΤ (έμεινε έναν χρόνο) έδωσε άλλες κατευθυντήριες για το τι σημαίνει δημόσια τηλεόραση και αφού πρόλαβε να μετασχηματίσει τη χουντική ΥΕΝΕΔ σε ΕΡΤ-2, άφησε το θώκο για να γυρίσει, ύστερα από χρόνια μελέτης και έρευνας, τις εμβληματικές «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα, για τηλεοπτική γαλλική συμπαραγωγή.

Ψηλά τα χέρια Χίτλερ (1962), σε σκηνοθεσία Μανθούλη

Ανάμεσα υπάρχουν δεκάδες ή και εκατοντάδες ιστορίες κατάθεσης, πάντα εκείνου που πίστευε και πρέσβευε, από το Ροβήρο Μανθούλη. Πηγαίνοντας προς το τέλος αυτής της ιστορίας, ας αναλογιστούμε ότι δεν είναι τυχαίο που και η ύστατη κινηματογραφική του ιστορία, «Η ιστορία της Λίλυ» (2002), αφορά «τη δράση μιας ομάδας αντιφρονούντων ελλήνων κινηματογραφιστών, που προσπαθούν να δημιουργήσουν μια πολιτική ταινία με την υποστήριξη αμερικανών παραγωγών, στον απόηχο του Πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967».

Και να που γυρίσαμε πάλι εκεί που ξεκινήσαμε. Στην – ιστορική; – σύμπτωση της 55ης επετείου από την ημέρα που «Η Ελλάδα μπήκε στο γύψο» και η ροή προς ένα κύμα νέου ελληνικού Πολιτισμού ανακόπηκε, στο ζενίθ του, με το φευγιό του Ροβήρου Μανθούλη.

Γι’ αυτό ας αφήσουμε πίσω την οδυνηρή επέτειο και ας αφήσουμε τη Μεγάλη Παρασκευή του 2022 να γίνει μέρα ενδοσκόπησης (όπως προστάζει και η ίδια η ημέρα των Παθών) για το τι σήμαιναν και τι θα πρέπει να σημαίνουν οι πολυπράγμονες και πολυσχιδείς Ανθρωποι του Πολιτισμού, που πρόσφεραν όραμα και αγώνα, στον βωμό του Ανθρώπου.

Αυτό δεν θα ήταν το καλύτερο μνημόσυνο;