Το λαμπερό Hudson Yards (Χάντσον Γιαρντς), ένα νέο εμπορικό και οικιστικό συγκρότημα με θέα στον ποταμό Χάντσον της Νέας Υόρκης, που θεωρείται το μέχρι στιγμής μεγαλύτερο ιδιωτικό έργο στην ιστορία της αγοράς ακινήτων στις ΗΠΑ, ολοκληρώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος του εγκαινιάζοντας μια νέα επιχειρηματική περιοχή στη δυτική πλευρά του Μανχάταν. Και όπως συμβαίνει συνήθως, κάποιοι το χαιρετίζουν ως την καινούργια σπουδαία γειτονιά της πόλης, ενώ άλλοι το επικρίνουν ως «αποστειρωμένη παιδική χαρά» πλουσίων και «κάμπους» εργαζομένων, πλουσίων φυσικά.
«Πρόκειται για έναν από τους μεγάλους μετασχηματισμούς της Νέας Υόρκης», δήλωσε ο Μίτσελ Μος, καθηγητής πολεοδομίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, «Πήραν μια περιοχή της πόλης που είχε καταρρεύσει, έναν τόπο που οι άνθρωποι απέφευγαν, και τον μεταμόρφωσαν σε ένα ζωντανό, δραστήριο κομμάτι της πόλης».
Τα επίσημα εγκαίνια του έργου ύψους 25 δισ. δολαρίων έγιναν την Παρασκευή 15 Μαρτίου, όμως ορισμένα από τα 15 κτίρια που περιλαμβάνει λειτουργούν ήδη ενώ κάποια άλλα χρειάζονται χρόνια ακόμη για να ολοκληρωθούν, γράφει η βρετανική εφημερίδα The Guardian.
Ο σχεδιασμός της περιοχής έγινε πριν από δεκαετίες, όταν η πόλη ήλπιζε να φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς του 2012 και οραματιζόταν ένα νέο γήπεδο ποδοσφαίρου σε μία από τις τελευταίες μεγάλες αναξιοποίητες περιοχές του Μανχάταν. Το Ολυμπιακό όνειρο και το σχέδιο του σταδίου πέθαναν, αλλά η ιδέα της ανοικοδόμησης της μακρινής δυτικής πλευράς επέζησε, και το project ανέλαβε τελικά η εταιρεία Related Companies.
Παράλληλα, έγινε επέκταση της γραμμής 7 του μετρό και ένας νέος σταθμός, ο πρώτος στην περιοχή, που εγκαινιάστηκε το 2015. Τα κτίρια γραφείων στο Χάντσον Γιαρντς έχουν ήδη προσελκύσει ενοικιαστές όπως οι BlackRock, Coach, Kate Spade και Warner Media. Στους ουρανοξύστες, οι τιμές των διαμερισμάτων ξεκινούν από 4,3 εκατ. και φτάνουν τα 32 εκατ. δολάρια για μια μεζονέτα ρετιρέ, ενώ τα διαμερίσματα με δύο υπνοδωμάτια ενοικιάζονται περίπου 9.000 δολάρια το μήνα.
Τα εγκαίνια έγιναν στην περίφημη πλατεία γύρω από το «Vessel», ένα εντυπωσιακό γλυπτό ύψους 46 μέτρων του βρετανού ντιζάινερ Τόμας Χέδεργουικ, στο οποίο έχει δοθεί το παρατσούκλι «Σκάλες για το Πουθενά» καθώς είναι μια σύνθεση από σκάλες που οδηγούν η μία στην άλλη.
Στο βόρειο άκρο του εξαιρετικά δημοφιλούς πάρκου Χάι Λάιν άνοιξε επίσης το κέντρο «The Shops & Restaurants at Hudson Yards», για το οποίο οι κατασκευαστές του λένε ότι είναι «το Σόχο και η Μάντισον Αβενιου μαζί, μόνο που έχει κλιματιστικά και είναι κατάλληλο για όλες τις καιρικές συνθήκες». Το πώς θα αντιμετωπίσουν, βέβαια, οι Νεοϋρκέζοι το νέο εμπορικό κέντρο μένει να φανεί, αλλά οι κατασκευαστές υπολογίζουν ότι οι μισοί επισκέπτες του θα είναι τουρίστες.
Εστιατόρια ανοίγουν διάσημοι σεφ όπως ο αμερικανοκορεάτης Ντέιβιντ Τσανγκ αλλά και ο Κώστας Σπηλιάδης, ο έλληνας αρχιμάγειρος και ιδιοκτήτης της αλυσίδας εστιατορίων Μήλος, με ειδίκευση στα θαλασσινά, σε Νέα Υόρκη, Λας Βέγκας, Μαϊάμι, Μόντρεαλ και Αθήνα, αναφέρει η εφημερίδα της ελληνικής ομογένειας στις ΗΠΑ Εθνικός Κήρυξ, ενώ άνοιξε και ένα τριώροφο πολυκατάστημα Neiman Marcus, το πρώτο της ιστορικής αλυσίδας που εγκαθίσταται στην πόλη της Νέας Υόρκης.
Ακόμη, στον εκατοστό όροφο του 30 Hudson Yards, ενός ουρανοξύστη ύψους 400 μέτρων (είναι ψηλότερος από το Empire State Building κατά 20 μέτρα) αναμένεται να γίνει το υψηλότερο υπαίθριο παρατηρητήριο στο δυτικό ημισφαίριο από όπου οι επισκέπτες θα έχουν πανοραμική θέα στον ορίζοντα της Νέας Υόρκης και γυάλινο πάτωμα για να κοιτάζουν την πόλη από ψηλά.
Επιπλέον, στην περιοχή προγραμματίζεται η κατασκευή 4.000 διαμερισμάτων από τα οποία περίπου 430 θα ενοικιάζονται κάτω από τις τρέχουσες τιμές της αγοράς χάρη στο πρόγραμμα προσιτής στέγασης της πόλης. Εμπνευστής του έργου είναι ο Στίβεν Ρος, ο δισεκατομμυριούχος ιδρυτής της Related Companies, ο οποίος σχεδιάζει να εγκατασταθεί επίσης στην περιοχή.
Τέλος, στο πολυτελές αυτό συγκρότημα ακόμη και τα δέντρα… κλιματίζονται με ένα σύστημα κλιματισμού εγκατεστημένο για να «εξασφαλίζει ότι τα φυτά και τα δέντρα του Χάντσον Γιαρντς θα είναι τα πιο “χαϊδεμένα” στη Νέα Υόρκη».
Όλη αυτή η πολυτέλεια βεβαίως έχει τους επικριτές της. Το Χάντσον Γιαρντς, γράφει ο Χάμιλτον Νόλαν στον Guardian, είναι η «Απαγορευμένη Πόλη» των καπιταλιστών: απευθύνεται αποκλειστικά σε πλούσιους και σε τουρίστες, αγνοώντας την πραγματική ζωή της πλειοψηφίας των Νεοϋρκέζων, οι οποίοι «δεν πρόκειται ποτέ να ζήσουν, να δουλέψουν, να πάνε για ψώνια και για διασκέδαση στο Χάντσον Γιαρντς».
Το NYmag χαρακτηρίζει το συγκρότημα «πόλη της φαντασίας του δισεκατομμυριούχου»: «Δεν μπορώ παρά να αισθανθώ σαν εξωγήινη εδώ πέρα, είναι σαν να πέρασα από την πραγματική Νέα Υόρκη, με όλο το φασαριόζικο χάος της, σε ένα είδος κινηματογραφικού στούντιο. Όλα είναι πολύ καθαρά, πολύ ανούσια, πολύ σκηνοθετημένα», γράφει η κριτικός αρχιτεκτονικής Τζαστίν Ντέιβιντσον, «Αυτό το παρα-Μανχάταν, που συνδέεται με το πραγματικό με μια γραμμή του μετρό, δεν έχει ιστορία, δεν έχει φθηνά φαγάδικα, ούτε θύλακες με ερείπια ή εκκεντρικούς κατοίκους – δεν έχει καθόλου αναμνήσεις».
Κριτική όμως δέχεται και από τον κόσμο της γαστρονομίας. Με αφορμή τα 25 μπαρ και εστιατόρια με διαφορετικό concept που καταλαμβάνουν πάνω από 900 τμ, ο Ράιαν Σάτον γράφει στο Eater, ότι το Χάντσον Γιαρντς θα μπορούσε να είναι «ένα εκλεκτικό αμάλγαμα της παγκόσμιας γαστρονομικής κληρονομιάς ή μια νέα γειτονιά σχεδιασμένη για να μετριάσει συγκεκριμένα αστικά προβλήματα όπως η κρίση προσιτής κατοικίας και ο εκτοπισμός ανεξάρτητων εστιατορίων από αλυσίδες fast food και καταστήματα πολυτελείας».
Δυστυχώς όμως δεν έγινε τίποτα από όλα αυτά. Η ανάπτυξη της περιοχής επιδοτήθηκε από τους φορολογούμενους για να παγιωθεί «ο βαθμιαίος μετασχηματισμός του Μανχάταν από ένα από τα πιο ξεχωριστά αστικά κέντρα του κόσμου σε ένα απρόσωπο διεθνές εμπορικό κέντρο πλουσίων». Είναι μια «επανεφεύρεση της Νέας Υόρκης που θα μπορούσε να κάνει υπερήφανο τον ιδιοκτήτη καζίνο στο Λας Βέγκας», γράφει ο Σάτον.
Βεβαίως, όταν θα ολοκληρωθεί το Χάντσον Γιαρντς, πράγμα που αναμένεται το 2035, θα είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό εμπορικό κέντρο με διάφορα σημεία εστίασης. Προς το παρόν πάντως ο μόνος πραγματικός χώρος στο επίπεδο του δρόμου με το κλασικό στυλ εστιατορίου είναι το Mercado Little Spain στο 10 Hudson. Και οπωσδήποτε προκαλεί ενθουσιασμό στους foodies της πόλης αλλά και στους επισκέπτες της αφού πρόκειται για το εγχείρημα τριών κορυφαίων της γαστρονομίας που εμφανίζονται για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη: ο Ισπανοαμερικανός σεφ Χοσέ Αντρες, είδωλο της Ουάσινγκτον, συνεργάζεται με τους πρωτοπόρους καταλανούς αδελφούς Αλμπερτ και Φεράν Αντριά και παρουσιάζουν τις πιο φίνες γεύσεις της Ισπανίας!