Στις 14 Αυγούστου 1945 την ημέρα που ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφτασε στο τέλος του, άνθρωποι σε όλες τις ΗΠΑ βγήκαν στους δρόμους για να γιορτάσουν τη λήξη του μακροβιότερου και πιο αιματηρού πολέμου που είχε δει ποτέ ο κόσμος.
Τα συναισθήματα της ευτυχίας και της ανακούφισης, που ένιωσαν όταν επιβεβαιώθηκε η είδηση για τη νίκη των Συμμάχων και την παράδοση των ιαπωνικών στρατευμάτων, αποτυπώθηκαν στην εμβληματική φωτογραφία του Αλφρεντ Αϊζενστεαντ η οποία έγινε το σύμβολο του τέλους του πολέμου: ένας ναύτης σκύβει και φιλάει μια νοσοκόμα στη μέση της διάσημης Τάιμς Σκουέαρ γιορτάζοντας την Ημέρα της Νίκης κατά της Ιαπωνίας.
Η φωτογραφία, γνωστή ως «VJ Day in Times Square», παρουσιάστηκε ολοσέλιδη στο περιοδικό Life, που κυκλοφόρησε μια εβδομάδα αργότερα, για να γίνει έκτοτε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες εικόνες στην ιστορία και να ανατυπωθεί –όσο καμιά άλλη– σε αφίσες, μαγνητάκια και πολλά άλλα αναμνηστικά, συμβολίζοντας την πιο θριαμβευτική στιγμή ενός έθνους: οι ΗΠΑ ήταν εκείνη τη στιγμή στο κατώφλι μιας εποχής ανεξέλεγκτης μεταπολεμικής αισιοδοξίας…
Παρά τη φήμη του ωστόσο, το ζευγάρι της φωτογραφίας παρέμενε άγνωστο με δεκάδες άνδρες και λιγότερες γυναίκες να διεκδικούν την ταυτότητα του ναύτη και της νοσοκόμας. Τελικά το μυστήριο λύθηκε το 2012 όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο «The Kissing Sailor» του καθηγητή Ιστορίας Λόρενς Βέρια, μετά από επιστημονικές έρευνες στις οποίες συνέβαλε και ένας ανθρωπολόγος -ιατροδικαστής στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.
Ο ναύτης και η νοσοκόμα δεν ήταν ζευγάρι
Ο ναύτης ήταν ο Τζορτζ Μεντόνζα από το Ρόουντ Αϊλαντ, που στρατολογήθηκε στο Ναυτικό μερικούς μήνες μετά το Περλ Χάρμπορ και ήταν τιμονιέρης σε ένα αντιτορπιλικό στον Ειρηνικό Ωκεανό το 1945, όταν το σκάφος του βυθίστηκε από γιαπωνέζους καμικάζι. Βοήθησε περισσότερους από 100 ναύτες να φτάσουν με ασφάλεια στη στεριά και συγκινήθηκε όταν είδε νοσοκόμες να φροντίζουν τους τραυματίες.
Τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα με την αναγνώριση της κοπέλας. Για πολλά χρόνια θεωρήθηκε -κατά λάθος- ότι ήταν η Εντιθ Σέιν, από την Καλιφόρνια, η οποία ισχυρίστηκε ότι αναγνώρισε τον εαυτό της στην εικόνα ήδη από τη δεκαετία του 1940, αλλά δεν εμφανίστηκε επειδή βρήκε τη φωτογραφία «ανάρμοστη».
Τελικά όμως τα αποδεικτικά στοιχεία οδήγησαν στην Γκρέτα Τσίμερ Φρίντμαν, η οποία είχε δει για πρώτη φορά τη φωτογραφία το 1960 και ήταν σίγουρη ότι ήταν αυτή. Και απέδειξε ότι είχε την ίδια στολή και ειδικά το χτένισμα στέλνοντας φωτογραφίες της στο περιοδικό.
Το 1980 το Life ήρθε τελικά σε επαφή μαζί της· η Φρίντμαν συνάντησε για πρώτη φορά τον άνθρωπο που τράβηξε την διάσημη φωτογραφία στα γραφεία του περιοδικού και ο Αλφρεντ Αϊζενσταντ υπέγραψε μερικές από τις φωτογραφίες που έφερε μαζί της η Γκρέτα.
Για πολύ καιρό, ο κόσμος πίστευε ότι τα δύο άτομα της φωτογραφίας ήταν εραστές, που περιφέρονταν ανέμελα στην Τάιμς Σκουέαρ και χαιρόντουσαν για τη νίκη και το τέλος του πολέμου.
Ωστόσο, όταν εμφανίστηκε η Γκρέτα αποδείχτηκε ότι όλα αυτά ήταν απλώς θεωρίες. Οπως είπε, σε συνέντευξή της, που αρχειοθετήθηκε στο Veterans History Project, ήταν τότε 21 ετών και εργαζόταν στο οδοντιατρείο των αδελφών Τζ. Ντ. Και Τζ.Λ. Μπερκ κοντά στην Τάιμς Σκουέαρ· όλο το πρωί εκείνης της ημέρας οι πελάτες έλεγαν ότι υπήρχαν φήμες για το τέλος του πολέμου. Ετσι βγήκε το μεσημέρι να δει μόνη της τι συμβαίνει. Μια φωτεινή επιγραφή στην πλατεία, με τη λέξη «V-J Day» να αναβοσβήνει, επιβεβαίωσε την είδηση.
«Και τότε ξαφνικά με άρπαξε ένας ναύτης, και δεν ήταν ακριβώς φιλί, ήταν περισσότερο μια αντίδραση χαράς επειδή δεν θα χρειαζόταν να γυρίσει πίσω, το έμαθα αργότερα, ήταν ευτυχισμένος που δεν θα χρειαζόταν να επιστρέψουν στον Ειρηνικό, όπου είχαν ήδη περάσει τον πόλεμο», είπε η Γκρέτα, και πρόσθεσε: «Και ο λόγος που άρπαξε κάποια ντυμένη σαν νοσοκόμα ήταν γιατί απλώς ένιωθε πολύ μεγάλη ευγνωμοσύνη για τις νοσοκόμες που φρόντιζαν τους τραυματίες». Η Γκρέτα επέστρεψε στο ιατρείο και είπε στα αφεντικά της αυτά που είχε δει. Και εκείνοι της είπαν, «ακυρώστε όλα τα ραντεβού, κλείνουμε το γραφείο». Ετσι έφυγαν όλοι και η Γκρέτα γύρισε στο σπίτι της.
Οπως έμαθε αργότερα, ο Μεντόνζα και η αρραβωνιαστικιά του «είχαν έρθει από το Radio City Music Hall. Είχαν ακούσει επίσης ότι ο πόλεμος τελείωσε. Απλά έφυγαν από την παράσταση, δεν είδαν ποτέ ολόκληρο το σόου, και πήγαν στην Τάιμς Σκουέαρ, γιατί αν έπρεπε να μάθεις τα τελευταία νέα, εκεί θα τα μάθαινες»
Η κυρία Φρίντμαν γεννήθηκε ως Γκρέτα Τσίμερ στις 5 Ιουνίου 1924, στο Βίνερ Νόιστατ, μια μικρή πόλη στην Αυστρία έξω από τη Βιέννη. Ηταν μια από τις τέσσερις κόρες της Ιντα και του Μαξ Τσίμερ, ιδιοκτήτη καταστήματος ενδυμάτων, γράφουν οι New York Times σε ένα αφιέρωμα μετά τον θάνατό της στις 8 Σεπτεμβρίου 2016 στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια σε ηλικία 92 ετών.
Καθώς οι συνθήκες χειροτέρευαν για τους Εβραίους στην κατεχόμενη από τους Ναζί Αυστρία, οι γονείς της έστειλαν τα παιδιά τους έξω από τη χώρα. Η Γκρέτα και δύο από τις αδερφές της έφθασαν το 1939 στις Ηνωμένες Πολιτείες, η τέταρτη αδελφή πήγε στην τότε Παλαιστίνη, ενώ οι γονείς τους σκοτώθηκαν στο Ολοκαύτωμα.
Η Γκρέτα ήταν 15 ετών όταν έφθασε στη Νέα Υόρκη και γράφτηκε σε μια σχολή Ραπτικής. Μόλις αποφοίτησε ακολούθησε μια συνομήλικη φίλη της, που ήταν βοηθός οδοντιάτρου, και τα καλοκαίρια δούλευε παράλληλα σε θέατρα σαν ενδυματολόγος, εξακολουθώντας να σπουδάζει στο Fashion Institute της Νέας Υόρκης. Οταν άφησε το οδοντιατρείο έφτιαχνε ρούχα για κούκλες και πολλά χρόνια αργότερα όταν τα παιδιά της είχαν πλέον μεγαλώσει σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και άρχισε να ζωγραφίζει και να κάνει μεταξοτυπίες.
Το 1956, η Γκρέτα παντρεύτηκε τον δρ Μίσα Ε. Φρίντμαν, επιστήμονα του στρατού των Ηνωμένων Πολιτειών, και απέκτησε έναν γιο και μία κόρη.
Ο άνθρωπος πίσω από τον φακό
Ο Αλφρεντ Αϊζενσταντ ήταν ήδη γνωστός φωτορεπόρτερ με καριέρα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού αλλά μετά τη δημοσίευση της εμβληματικής φωτογραφίας του φιλιού στο περιοδικό Life, που έγινε viral όπως θα λέγαμε σήμερα, η φήμη του εκτινάχθηκε και έκτοτε δεν τον εγκατέλειψε ποτέ .
Γεννημένος στο Ντιρσάου της Δυτικής Πρωσίας το 1898, ο Αϊζενσταντ άρχισε να βγάζει φωτογραφίες με μια Eastman Kodak σε ηλικία 11 ετών στο Βερολίνο, όπου μετακόμισε με την οικογένειά του το 1906. Ξεκίνησε την καριέρα του μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά τη διάρκει του οποίου πολέμησε και τραυματίστηκε, το 1929 προσελήφθη από το Associated Press στο Βερολίνο και το 1935 μετανάστευσε με την εβραϊκή οικογένειά του στη Νέα Υόρκη, όπου εντάχθηκε στο περιοδικό Life. Φωτογράφιζε διασημότητες, πολιτικούς, επιστήμονες, καλλιτέχνες, βιομήχανους και συγγραφείς και μέχρι το 1972 είχε κάνει φωτογραφίσεις για περισσότερα από 2.500 θέματα του περιοδικού και πάνω από 90 εξώφυλλα.
Την Ημέρα της Νίκης ο Αϊζενστεντ δεν ήταν ο μοναδικός, που τραβούσε φωτογραφίες, ούτε και οι Μεντόνζα και Φρίντμαν το μοναδικό ζευγάρι που φιλήθηκε. Ωστόσο, ο φωτογράφος του Life βρέθηκε στο σωστό μέρος την κατάλληλη στιγμή για να απαθανατίσει τη σκηνή. Ο Βίκτορ Γιόργκενσεν, για παράδειγμα, φωτογράφος του Ναυτικού των ΗΠΑ βρέθηκε επίσης στο ίδιο σημείο και τράβηξε το ζευγάρι από λίγο διαφορετική γωνία. Η δική του φωτογραφία δημοσιεύτηκε κατόπιν στους New York Times και επειδή ήταν στρατιωτικός φωτογράφος φυλάσσεται στα Αρχεία του Κράτους (National Archives and Records Administration).
Κατά παραγγελία του περιοδικού το απόγευμα εκείνης της ιστορικής ημέρας ο Αϊζενσταντ βρισκόταν στην Τάιμς Σκουέαρ όταν είδε ξαφνικά έναν ναύτη να τριγυρίζει ανάμεσα στο πλήθος αρπάζοντας και φιλώντας τις γυναίκες χωρίς να έχει σημασία αν ήταν νεαρές ή μεγαλύτερες. Ο Αϊζενσταντ παρατήρησε τότε μια γυναίκα με λευκή στολή νοσοκόμας να στέκεται μέσα στον κόσμο.
Ξαφνικά ήρθε ο ναύτης, την άρπαξε και τη φίλησε. Ο συνδυασμός της δικής του σκούρας στολής και του λευκού φορέματος της κοπέλας ήταν αυτό που έδωσε πραγματικά βάθος στην εικόνα. Οπως είπε κάποτε ο φωτογράφος αν η γυναίκα φορούσε οποιοδήποτε σκούρο φόρεμα, δεν θα την είχε προσέξει. Επομένως, δεν θα υπήρχε φωτογραφία.
Κάποιοι λένε ότι δεν είναι αυτό που φαίνεται
Η Γκρέτα Φρίντμαν έχει πει ότι το μόνο που ένιωσε ήταν ότι ο τύπος ήταν πολύ δυνατός: την κρατούσε πολύ σφιχτά. Πάντα, επίσης, ξεκαθάριζε ότι δεν προκάλεσε εκείνη το φιλί ούτε και το απόλαυσε. Εξάλλου δεν ήταν ακριβώς φιλί αλλά ένας πανηγυρισμός για το τέλος του πολέμου. Ηταν επίσης σαφής: ποτέ δεν θεώρησε το φιλί επίθεση. Μάλιστα από τη στιγμή, που γνωρίστηκαν με τον Μεντόνζα, έμειναν φίλοι μέχρι τον θάνατό τους.
Και όμως στην εποχή του #MeToo, υποστηρίχτηκε ότι η φωτογραφία απεικονίζει μια ενοχλητικά περιστασιακή επίθεση, λείψανο μιας εποχής στην οποία οι άντρες ήταν ελεύθεροι να αρπάξουν και να φιλήσουν τις γυναίκες με ελάχιστες συνέπειες. Μάλιστα, λίγο μετά τον θάνατο του Μεντόνζα, ένα άγαλμα στη Φλόριντα, που τιμούσε τη στιγμή, βανδαλίστηκε με κόκκινο γκράφιτι MeToo.
«Ηταν ακόμα ζωντανή όταν άρχισε αυτή η συζήτηση», είπε στην Telegraph, από τη Βιρτζίνια όπου ζει, ο γιος της Τζόσουα Φρίντμαν. «Της άρεσε η φεμινιστική ερμηνεία, αλλά σκέφτηκε ότι δεν ήταν όλη η ιστορία. Ηταν 21 ετών κι εκείνος 22, γιόρταζαν. Είχε χάσει μεγάλο μέρος της οικογένειάς της στην αρχή του πολέμου. Ηταν μια πολύ μοναδική στιγμή, δεν μπορείς να εφαρμόζεις πάντα τους σημερινούς κανόνες». Kαι πρόσθεσε ότι για τη μητέρα του «το πιο σημαντικό πράγμα ήταν ότι ο πόλεμος τελείωσε», ένα συναίσθημα που μοιράστηκε με όλο τον κόσμο εκείνο το χαρούμενο καλοκαιρινό βράδυ.