Λένε συχνά ότι στη Μελβούρνη υπάρχουν περισσότεροι Ελληνες από οποιαδήποτε άλλη πόλη στον κόσμο εκτός Ελλάδας, όμως αυτό εξαρτάται από το τι εννοεί κανείς με το «Ελληνας» και «πόλη», και ποιες στατιστικές εμπιστεύεται, γράφει στους New York Times, η Μπέσα Ρόντελ.
Σύμφωνα με την απογραφή του πληθυσμού, στη μητροπολιτική περιοχή της Νέας Υόρκης δηλώνουν Ελληνες πολλοί περισσότεροι κάτοικοι σε σχέση με τη Μελβούρνη, πράγμα καθόλου τυχαίο, αφού σε αυτή περιλαμβάνονται τεράστια αστικά κομμάτια, όπως το Κονέκτικατ, το Νιου Τζέρσι και η Πενσυλβανία, το Λονγκ Αϊλαντ και το μεγαλύτερο μέρος της κοιλάδας του Χάντσον.
Στην Αυστραλία, οι πρώτοι Ελληνες μετανάστευσαν στις αρχές του 19ου αιώνα, η πλειονότητα όμως έφθασε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τη δεκαετία του 1970, και οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην πολιτεία Βικτόρια στο νοτιοανατολικό άκρο της ηπείρου. Η Μελβούρνη, πρωτεύουσα της Βικτόριας, είναι το επίκεντρο της ελληνικής κοινότητας στην Αυστραλία, αλλά οι μετανάστες από την Ελλάδα απλώθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα και έβαλαν τη σφραγίδα τους στον γαστρονομικό πολιτισμό της Αυστραλίας.
«Οταν η οικογένειά μου μετακόμισε από τη Μελβούρνη στις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η βασική διαφορά στη μαγειρική των δύο εθνών ήταν ότι εμείς χρησιμοποιούσαμε πάρα πολύ ελαιόλαδο και χυμό λεμονιού» γράφει Μπέσα Ρόντελ. Τότε ακόμη η αμερικανοαυστραλή κριτικός γεύσης δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι η μαγειρική των Αυστραλών είχε επηρεαστεί από τους έλληνες γείτονές τους, τους μανάβηδες και τους εστιάτορες της γειτονιάς, που είχαν φέρει μαζί τους τις γαστρονομικές συνήθειες της πατρίδας τους. Και ήταν εύκολο να ριζώσουν γιατί η Αυστραλία έχει κλίμα κατάλληλο για τα βασικά στοιχεία της μεσογειακής κουζίνας, το αποδεικνύουν οι αυλές της Μελβούρνης με τις λεμονιές και τα δεντρολίβανα.
«Οταν ήμουν παιδί, οι γείτονές μας στο Νορθκόουτ μιλούσαν Ελληνικά, έβγαζαν το δικό τους ελαιόλαδο και είχαν μια κρεβατίνα με κρασοστάφυλα στην αυλή τους. Οσο τους περίσσευε το μοιραζόντουσαν» θυμάται τώρα η Ρόντελ, που έχει πλέον επιστρέψει στην Αυστραλία και στέλνει τις ανταποκρίσεις της για την εστίαση της χώρας σε μεγάλα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ.
Στις ημέρες μας, οι ελληνικές επιρροές στη γαστρονομική κουλτούρα της Αυστραλίας είναι εμφανείς ακόμα και στα πιο απλά μέρη. Οι αλυσίδες εστιατορίων προσφέρουν μπέργκερ με χαλούμι, και τα ράφια των σούπερ μάρκετ είναι γεμάτα με ελληνικά ντιπ, ενώ στα εστιατόρια αυτή η διάχυση είναι ακόμα πιο έντονη. Το φαγητό της ελληνικής Διασποράς -από το street food μέχρι τις ταβέρνες με το σπιτικό φαγητό και τα μενού γευσιγνωσίας της υψηλής εστίασης- «είναι πολύ πιο πλούσιο και συναρπαστικό από ό,τι έχω συναντήσει στην Αμερική και οπουδήποτε αλλού» μεταδίδει η Μπέσα Ρόντελ από την Αυστραλία.
Ο γύρος και το σουβλάκι –μαζί με το κεμπάπ, τον συγγενή τους από τη Μέση Ανατολή- είναι εδώ και καιρό το πιο αγαπημένο φθηνό ή γρήγορο φαγητό της Μελβούρνης και ακριβώς όπως η Αμερική έχει αναβαθμίσει τα χάμπουργκέρ της, στην Αυστραλία το σουβλάκι έχει πάρει τη θέση του σε πολλά καλά εστιατόρια.
Στο εστιατόριο 1821 του Σίδνεϊ, εκτός από τις σύγχρονες εκδοχές κλασικών ελληνικών πιάτων, ο σεφ Ντέιβιντ Τσιρέκας σερβίρει «καλαμάκι», με την επεξήγηση ότι πρόκειται για μίνι σουβλάκια με χοιρινό κρέας, ψημένα στα κάρβουνα που συνοδεύονται με μουστάρδα, μαγιονέζα και ντοματοσαλάτα. (Στο μενού υπάρχει και ένας εντυπωσιακός αλμυρός μπακλαβάς με χοιρινή κοιλιά, χουρμάδες και φιστίκια, περιχυμένος με σάλτσα χουρμά και μαστίχας, αλλά αυτό είναι ένα πιάτο για τολμηρούς…)
Στη Μελβούρνη, ο σεφ Γιώργος Καλόμπαρης έχει χτίσει μια μίνι αυτοκρατορία 20 εστιατορίων (από casual μέχρι premium) μεταξύ των οποίων και τα «The Press Club», «Hellenic Republic», «Gazi», «Jimmy Grants» και το Yo-Chi (με frozen yogurt) στα οποία δοξάζει την ελληνική κουζίνα (στο «Gazi» ειδικά προσφέρει μια φανταστική ποικιλία από σουβλάκια). Ο Καλομπάρης έγινε διάσημος ως κριτής στο τρομερά δημοφιλές Master Chef, όμως τη φήμη του την έχτισε στο εστιατόριο «The Press Club», με signature πιάτο μια ταραμοσαλάτα, κρεμώδη και απαλή, πασπαλισμένη με αβγά πέστροφας, που σερβίρεται πλάι σε αλμυρούς λουκουμάδες.
Στο Κάμπεργουελ, το εστιατόριο Elyros δανείζεται το όνομά του από την Ελυρο, αρχαία πόλη στη νοτιοδυτική Κρήτη, και με το κρητικό φαγητό του και την περίφημη κρητική φιλοξενία ταξιδεύει τους επισκέπτες του στην πατρίδα των ιδιοκτητών.
Αλλά το καλύτερο ελληνικό φαγητό στην Αυστραλία, αναφέρει η Ρόντελ στο άρθρο της στους New York Times, το δοκίμασε στο Γκολντ Κόουστ της πολιτείας Κουίνσλαντ, στο βορειοανατολικό άκρο της ηπείρου.
Διακοσμημένο με ποπ πορτρέτα διάσημων Ελλήνων της Διασποράς (από τον Αριστοτέλη Ωνάση μέχρι τον Ζακ Γαλυφιανάκη), το «Hellenika» παρουσιάζει ένα μενού άκρως κλασικό, τα πιάτα του όμως ξεχωρίζουν καθώς εκτελούνται άριστα με υλικά υψηλής ποιότητας. Αποτέλεσμα: το εστιατόριο έγινε τόσο αγαπητό που ο ιδιοκτήτης του ανακοίνωσε ότι ανοίγει άλλο ένα στο Μπρισμπέιν.
Στην Αυστραλία εξακολουθούν φυσικά να διακρίνονται τα παλιομοδίτικα εστιατόρια, όπως το «Jim’s Greek Tavern» στη Μελβούρνη, που δεν έχει μενού, μόνο μια γυάλινη προθήκη με διάφορα κρέατα, ψάρια και θαλασσινά. Διαλέγεις τα βασικά και ο σερβιτόρος φέρνει τα υπόλοιπα, μαγειρεμένα απλά, με μπόλικο λεμόνι και ελαιόλαδο, εννοείται, κι εσύ νιώθεις σαν να βρίσκεσαι στην τραπεζαρία του γείτονα.
Και είναι προφανές, και ανεξάρτητα από δημογραφικές αναλύσεις, ότι ο πλούτος και η υψηλή ποιότητα της ελληνικής κουζίνας στην Αυστραλία οφείλεται σε κάτι πολύ περισσότερο από την πυκνότητα του πληθυσμού.