Ρίτσαρντ Μπάρτον και Ελίζαμπεθ Τέιλορ τον καιρό του «Boom!» στα τέλη της δεκαετίας του 1960 | Universal Pictures/CreativeProtagon
Θέματα

Το επεισοδιακό καλοκαίρι της Ελίζαμπεθ Τέιλορ και του Ρίτσαρντ Μπάρτον

Οι καθυστερήσεις, οι καβγάδες, οι μοιχείες στη διάρκεια των γυρισμάτων μιας μέτριας εντέλει ταινίας στη Σαρδηνία με πρωταγωνιστές το διασημότερο ζεύγος της εποχής
Protagon Team

Το καλοκαίρι του 1967, στο Αλγκέρο, μια πόλη στο βορειοδυτικό άκρο της Σαρδηνίας επικρατούσε ένα ασυνήθιστος αναβρασμός, λόγω των γυρισμάτων μιας εξαιρετικής αλλά λησμονημένης, πλέον, ταινίας, όπως γράφει ο Αλμπέρτο Ανίλε της La Repubblica, αναφερόμενος στο «Boom!» σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Λόουζι με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον.

Στην πραγματικότητα, το ενενήντα τοις εκατό της δράσης εκτυλίσσεται σε μια εντυπωσιακή βίλα με θέα στη θάλασσα, που χτίστηκε επί τούτου (και στη συνέχεια κατεδαφίστηκε, μετά το τέλος των γυρισμάτων) στο χείλος ενός γκρεμού μπροστά σε ένα από τα πιο όμορφα πανοράματα στον κόσμο.

Την ιδιότυπη αυτή ιστορία «κινηματογράφου και υστερίας, φύσης και πολιτισμού», όπως την χαρακτηρίζει ο ιταλός κριτικός κινηματογράφου, επαναφέρει στο προσκήνιο ο ιταλός σκηνοθέτης Σέρτζο Ναΐτσα με ένα βιβλίο.

Η βίλα που χτίστηκε στο χείλος ενός γκρεμού, για τις ανάγκες του φιλμ

Στην «Περιπέτεια του Γκρεμού των Επιθυμιών» («Ο Γκρεμός των Επιθυμιών» ήταν ο τίτλος της ταινίας στα ιταλικά) ο Ναΐτσα παρουσιάζει και εμπλουτίζει το περιεχόμενο του ντοκιμαντέρ «L’Estate di Joe, Liz e Richard» (2022) το οποίο σκηνοθέτησε, γράφοντας και το σενάριο, ο ίδιος (στην Ελλάδα ο Ναΐτσα είναι γνωστός για το ντοκιμαντέρ «L’Isola di Medea» που αναφέρεται στην ιδιαίτερη συνάντηση και σχέση της Μαρίας Κάλλας με τον Πιερ Πάολο Παζολίνι).

Οσον αφορά το «Boom!» («Ανεμοδαρμένος Λόφος» στα ελληνικά), πρόκειται για μια βρετανική παραγωγή (υπό τη αιγίδα της αμερικανικής Universal) που βασίζεται σε μια ιστορία που έγραψε ο Τενεσί Ουίλιαμς το 1953, στο Ποζιτάνο, όπου είχε μεταβεί για να επεξεργαστεί τους αγγλικούς διαλόγους του «Senso» («Ετσι Τελείωσε Μια Μεγάλη Αγάπη» ή «Λίβια, Μια Αδίστακτη Κόμισσα» στα ελληνικά) του Λουκίνο Βισκόντι.

Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, η νουβέλα έγινε θεατρικό με τον τίτλο «Το τρένο με το γάλα δεν σταματά πια εδώ» το οποίο, ωστόσο, έλαβε κακές κριτικές. Ο Ουίλιαμς το επεξεργάστηκε από την αρχή και το τροποποίησε σημαντικά, ξανανεβάζοντάς το σκηνή με διαφορετικούς ηθοποιούς, αλλά έτυχε εκ νέου αρνητικής υποδοχής.

Στη συνέχεια, όμως, όταν ένας βρετανός παραγωγός αποφάσισε να αγοράσει τα δικαιώματα, ο Τενεσί Ουίλιαμς άρχισε να ευελπιστεί σε μια «κινηματογραφική λύτρωση», όπως γράφει ο Αλμπέρτο Ανίλε, που θα μπορούσε να αναδείξει το έργο του δίπλα στο «Λεωφορείον ο Πόθος», στο «Στιγματισμένο Ρόδο», στη «Λυσσασμένη Γάτα», στο «Ξαφνικά, Πέρυσι το Καλοκαίρι», στο «Γλυκό Πουλί της Νιότης» και στο « Η Νύχτα της Ιγκουάνα».

Ο Τζόζεφ Λόουζι του «Υπηρέτη» και του «Ατυχήματος» δέχτηκε εύκολα να το σκηνοθετήσει. «Η ιστορία μιας πολύ πλούσιας πολυχήρας που φιλοξενεί έναν “άγγελο του θανάτου” στην πολυτελή βίλα της είναι βασικά μια αλληγορία της ταξικής πάλης, μια μεταφορά για την παρακμή της Δύσης (της Αμερικής) και ο Λόουζι, ένας κομμουνιστής αριστοκράτης που διώκεται από τον μακαρθισμό, σαγηνεύεται από το κρυφό νόημα», αναφέρει σχετικά ο Αλμπέρτο Ανίλε.

Πολύ πιο περίπλοκη ήταν, όμως, η διαδικασία επιλογής των πρωταγωνιστών. Ο Σον Κόνερι και η Ινγκριντ Μπέργκμαν αρνήθηκαν, τελικά δέχτηκε η Λιζ Τέιλορ αλλά με τον όρο να φέρει μαζί της τον σύζυγό της, τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, και να λάβουν έκαστος 1.250.000 δολάρια (η ταινία κόστισε συνολικά σχεδόν 4.600.000 δολάρια). Η ηλικία των πρωταγωνιστών δεν ήταν η ιδανική αλλά το υπερζεύγος του «The Taming of the Shrew» («Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι» του Φράνκο Τζεφιρέλι) διασκέδασε τους όποιους δισταγμούς, καθώς στα χαρτιά επρόκειτο ήδη για μια υπερπαραγωγή.

Όμως, την 11η Αυγούστου του 1967, η πρώτη συνάντηση μεταξύ σκηνοθέτη, καστ και παραγωγής πήγε μάλλον άσχημα. Η Λιζ και ο Ρίτσαρντ, συνοδευόμενοι από συγγενείς, γραμματείς και εννέα παιδιά, μετέβησαν αεροπορικώς στη Σαρδηνία, αλλά στο Αλγκέρο δεν βρήκαν κανέναν. Ο Λόουζι και οι υπόλοιποι συντελεστές έφτασαν μια ώρα αργότερα, έχοντας μπερδευτεί με τη θερινή ώρα και αυτό ήταν το πρώτο σημάδι ότι τα πράγματα δεν θα πήγαιναν βάσει σχεδίου.

Την πρώτη μέρα των γυρισμάτων η Λιζ Τέιλορ δήλωσε άρρωστη και δεν εμφανίστηκε (στην πραγματικότητα την είχε τσιμπήσει ένα κουνούπι). Ο Λόυζι σκέφτηκε να αρχίσει τα γυρίσματα μόνο με τον Μπάρτον αλλά ούτε εκείνος εμφανίστηκε. Τον βρήκαν αργότερα στο ξενοδοχείο και απλά ζήτησε συγγνώμη που δεν κατάφερε να φτάσει στο σετ. Την τρίτη μέρα χάλασε η κάμερα.

Και ο Μπάρτον και η Τέιλορ και ο Λόουζι έπιναν πολύ, ακόμη και ο (βρετανός θεατρικός συγγραφέας) Νόελ Κάουαρντ που πήγε στη Σαρδηνία για να υποδυθεί τον αμφιλεγόμενο ρόλο της «μάγισσας του Κάπρι». Ολοι, ωστόσο, πέρα από τον Κάουαρντ, που ενίοτε ξεχνούσε τα λόγια του, ήταν απλά επαγγελματίες.

Η ηλικία της Τέιλορ και του Μπάρτον δεν ήταν η ιδανική αλλά το υπερζεύγος του «The Taming of the Shrew» («Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι» του Φράνκο Τζεφιρέλι) διασκέδασε τους όποιους δισταγμούς.

Οσον αφορά τα διάφορα, πολλά, σχεδόν απίστευτα, περιστατικά στα παρασκήνια, ο παραγωγός Τζον Χέιμαν ερωτεύτηκε την Τζοάνα Σίμκους, ένα μοντέλο από τον Καναδά που επιλέχθηκε για έναν δεύτερο ρόλο, και η γυναίκα του, ανακαλύπτοντας το φλερτ, κλειδώθηκε σε έναν πύργο, απειλώντας να αυτοκτονήσει (μεταπείστηκε, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα διαζύγιο, ποσοστό επί των κερδών σε τρεις επόμενες ταινίες του Χέιμαν καθώς και μια νέα κατοικία και μια νέα Τζάγκουαρ κάθε χρόνο). Και μια μέρα ο καπετάνιος του γιοτ των Μπάρτον-Τέιλορ ήταν μεθυσμένος και Λιζ τον απέλυσε και εκείνος για να την εκδικηθεί απήγαγε ένα από τα σκυλιά της (πήγε να το παραλάβει ο ιταλός φωτογράφος σκηνής Τζάνι Μποτζάκι στην Κυανή Ακτή, όπου κινδύνευσε να πέσει θύμα επίθεσης με μαχαίρι). Η εμφάνιση δύο ενόπλων ανδρών στην ευρύτερη περιοχή είχε ως αποτέλεσμα να μεταβούν στη Σαρδηνία μέχρι και πράκτορες του FBI και της Scotland Yard ενώ ενδεχομένως να επρόκειτο για κυνηγούς.

Tο «Boom!» άρχισε να προβάλλεται στους κινηματογράφους των ΗΠΑ τον Μάιο του 1968 και οι περισσότερες κριτικές που έλαβε ήταν αρνητικές.