Πολύπαθο αστικό τοπίο, με αρχιτεκτονικά διαμάντια του χθες τα οποία παραμελούνται ή, ακόμα χειρότερα, κατεδαφίζονται για να μπει στη θέση τους κάτι άλλο. Η πόλη αρχίζει να χάνει οπτικά την ιστορία της, σε βαθμό που θα έπρεπε να μας προβληματίζει. Είναι γεγονός, και το δείχνουν τα στοιχεία. Από το 2020 ως το 2023, μέσα σε μόλις τρία χρόνια, έχουν εκδοθεί 380 άδειες για κατεδάφιση κτιρίων, τα περισσότερα από τα οποία ανήκουν στην περίοδο του Μεσοπολέμου, σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού. Και αυτό είναι μόνο μία πτυχή του φαινομένου.
Ακόμα και γειτονιές που διατηρούσαν ένα ρετρό ύφος, όπως το Κουκάκι, η Νέα Σμύρνη, οι Αμπελόκηποι, η Καλλιθέα και το Ψυχικό, το χάνουν από την επέλαση της μπουλντόζας. Αλλά δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στην πρωτεύουσα. Το οπτικοακουστικό θέαμα επηρεάζεται, ασφαλώς, από τον αφανισμό της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Πώς θα αποδοθεί στην οθόνη ο ιστορικός χωροχρόνος; Είναι πλέον μια πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι του κινηματογράφου.
«Ο μακαρίτης Αντώνης Τρίτσης είχε αναφερθεί σε αυτό το πρόβλημα και ως μαθητής του Ζενέτου είχε προτείνει μια ριζοσπαστική λύση: το γκρέμισμα ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων για να αναπνεύσει η urban αισθητική από τη νεο-βαρβαρική επέλαση. Η αναπαραγωγή της άθλιας, ανεξέλεγκτης ανοικοδόμησης, αποτέλεσμα της εσωτερικής μετανάστευσης 1950-1970, η επιβολή της μικροαστικής κακογουστιάς, η έλλειψη κριτηρίων και ελέγχου, δημιούργησαν αυτό το κιτς ανοσιούργημα που λέγεται ελληνικό αστικό τοπίο. Πώς λοιπόν να γυριστεί με αισθητική συνέπεια μια ταινία ή μια σειρά όταν δίπλα στο νεοκλασικό βρίσκεται το μπετόν του 1970 και πιο πέρα το γυάλινο του 1990; Μια οπτική απελπισία» αναφέρει ο σκηνοθέτης, συγγραφέας και παραγωγός Βασίλης Μαζωμένος, του οποίου την πολυβραβευμένη σε φεστιβάλ ταινία «Καθαρτήριο» είδαμε πρόσφατα στους κινηματογράφους.
Η ενδυματολόγος, σκηνογράφος και σκηνοθέτρια Εύα Νάθενα, η οποία, μετά την πετυχημένη μεταφορά της «Φόνισσας» τους Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη μεγάλη οθόνη, εργάζεται για ένα εικαστικό έργο με μαθητές στις φυλακές Αυλώνα, που οραματίζεται να ολοκληρωθεί με μια ταινία, σημειώνει ότι το θέμα του αστικού τοπίου την απασχολεί από τότε που ζούσε στο Ηράκλειο Κρήτης: «Η κατεδάφιση των κτιρίων μού δημιουργούσε θλίψη από όταν ήμουν εκεί. Τώρα, πλέον, μου κοστίζει».
Ο σκηνοθέτης και ιστορικός Βασίλης Γουδέλης, ο οποίος συνυπογράφει το σενάριο της ταινίας «Καθαρτήριο» μαζί με τον Βασίλη Μαζωμένο, έχοντας στο ενεργητικό του και αρκετές ταινίες μικρού μήκους, αναφέρει ότι ο ενημερωμένος θεατής ελληνικών ταινιών και σειρών εποχής έχει σίγουρα προσέξει την αδυναμία να συντεθεί ένα πλάνο, για παράδειγμα από τον Μεσοπόλεμο, που η εικόνα του να αναφέρεται στην Αθήνα: «Η αλόγιστη πρακτική, με την ανυπαρξία κάθε χωροταξικού προγραμματισμού, δημιούργησε ένα εφιαλτικό σκηνικό στη νεοελληνική εικόνα, καθιστώντας το πρόσωπό της ελάχιστα αναγνωρίσιμο, ένα μνημείο, θα λέγαμε, ιστορικής ασυνέχειας. Σε κάποια συνέντευξή του, πριν από 40 και πλέον χρόνια, ο αείμνηστος Θόδωρος Αγγελόπουλος, του οποίου σχεδόν όλη η φιλμογραφία αναφέρεται στην προπολεμική περίοδο, μιλούσε για αξεπέραστα προβλήματα προκειμένου να βρεθούν κατάλληλοι και πειστικοί χώροι για την κινηματογράφησή τους».
Tο 2019 ο Βασίλης Γουδέλης γύρισε μια ταινία μικρού μήκους με τίτλο «Παγίδα», που διαδραματίζεται την περίοδο του Εμφυλίου: «Η έλλειψη κατάλληλων εξωτερικών χώρων μάς ανάγκασε να τροποποιήσουμε κάποιες σκηνές του σεναρίου και να τις περιορίσουμε ή να τις ξαναγράψουμε για εσωτερικούς χώρους. Ετσι, το αρχικό όραμα που είχα για την ταινία ψαλιδίστηκε ελαφρώς, αν και παραμένω αρκετά ικανοποιημένος από το τελικό αποτέλεσμα. Διότι, παρά τις δυσκολίες, η ταινία πέτυχε τους στόχους της».
Η σκηνοθέτις, σεναριογράφος και παραγωγός Ελίνα Ψύκου δεν έχει γυρίσει προς το παρόν ταινία εποχής, αλλά έχει εργαστεί σε αντίστοιχα έργα άλλων σκηνοθετών: «Το πρόβλημα ήταν πάντα παρόν. Ιδίως όταν η συζήτηση έφτανε στους εξωτερικούς χώρους τα πράγματα ζόριζαν πολύ, με αποτέλεσμα οι σεναριακά εξωτερικές σκηνές να μετατρέπονται τις περισσότερες φορές σε εσωτερικές ή να περιορίζονται μόνο σε μία γωνία λήψης. Αυτό ο θεατής δεν μπορεί ακριβώς να το συνειδητοποιήσει. Ισως αντιλαμβάνεται πως αυτό που βλέπει είναι κλειστοφοβικό ή δεν έχει ανάσες, αλλά δεν καταλαβαίνει ακριβώς τι είναι αυτό που τον ενοχλεί ή γιατί συμβαίνει. Εισπράττει απλά μια αίσθηση».
Η Ελίνα Ψύκου μόλις τελείωσε το πρώτο της ντοκιμαντέρ, «Αδέσποτα Κορμιά», που θα κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ CPH στην Κοπεγχάγη και στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, και είναι στην προπαραγωγή της τρίτης μεγάλου μήκους ταινίας της, «Κληρονομικοί Φόβοι και Αλλες Ψευδαισθήσεις», αλλά και στην ανάπτυξη μιας μίνι σειράς που βασίζεται στο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού «Ο Ιατροδικαστής»: «Η σειρά διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1970 και μαζί με την παραγωγό Φένια Κοσοβίτσα προσπαθούμε να τη στήσουμε ως ευρωπαϊκή συμπαραγωγή, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για ελληνική σειρά, προκειμένου να εξασφαλίσουμε έναν προϋπολογισμό που να μας επιτρέπει να τη γυρίσουμε χωρίς η εποχή να είναι εμπόδιο».
Στη «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα το φυσικό τοπίο πρωταγωνιστεί στο φόντο. Αλλά η σύγχρονη, άχαρη αστική τοποθέτηση ήταν εξίσου δύσκολο να κρυφτεί, ώστε να αποδοθεί ένα πειστικό ιστορικό κάδρο. Oπως λέει η ίδια, «ίσως το πιο ακριβό μέρος στο post της ταινίας, ήταν να σβήσουμε τους στύλους και τα καλώδια της ΔΕΗ από το κάδρο πολλών πλάνων».
Ο Βασίλης Μαζωμένος, στην ταινία του «Guilt», την οποία γύρισε στην Κύπρο, διευκολύνθηκε από τα βιομηχανικά κτίρια παλαιότερων δεκαετιών, όπως και από ένα μέρος της παλιάς Λευκωσίας, που είχαν μείνει τότε ανέπαφα: «Ετσι μπόρεσα να χτίσω πάνω εκεί με τον σκηνογράφο μου τρεις εποχές (1958 -1974-1996). Αν ήθελα να κάνω κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, δεν θα είχα κάνει την ταινία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αγγελόπουλος, για να αποφύγει το αστικό τοπίο που θα πρόδιδε την εποχή που επέλεγε, ανέπτυξε κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα την οπτική μυθολογία του».
Οι περισσότεροι κινηματογραφιστές έχουν ένα όραμα που δυσκολεύονται να πραγματοποιήσουν λόγω της έλλειψης κατάλληλου ιστορικού αστικού φόντου: «Εχω μια ιδέα για μια ταινία που θα διαδραματίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα. Δεν την έχω εγκαταλείψει, αλλά ξέρω πως για να την πραγματοποιήσω θα πρέπει να εξασφαλίσω μια χρηματοδότηση που για τα ελληνικά δεδομένα είναι σχεδόν μη ρεαλιστική. Ολο αυτό είναι φυσικά αποθαρρυντικό, οπότε και δεν τη βάζω σε προτεραιότητα» αναφέρει η Ελίνα Ψύκου.
Ως κάτοικος της Αθήνας, διαπιστώνει ότι είναι μια πόλη χωρίς παρελθόν: «Αν εξαιρέσεις συγκεκριμένα μνημεία, που με το αγέρωχο ύφος σταρ μας κοιτάζουν αφ’ υψηλού, απουσιάζει οποιοδήποτε στοιχείο που να παραπέμπει σε μια καθημερινότητα του χθες. Πέρα από τον δημόσιο χώρο, αυτό είναι κάτι που θα συναντήσεις και στους ιδιωτικούς χώρους. Εξαιρετικά σπάνια θα βρεις ένα σπίτι, ένα κατάστημα ή έναν χώρο εστίασης που να διατηρεί κάποια αρχιτεκτονικά ή διακοσμητικά στοιχεία μιας άλλης εποχής και μόδας. Η δημόσια τάση συνήθως παρασέρνει και τα άτομα, τα οποία διακατέχονται και αυτά από τη μανία της ανάπλασης και της ανακαίνισης. Αυτό είναι προφανώς πολύ αποθαρρυντικό για την οποιαδήποτε κινηματογραφική απόπειρα εποχής».
Για τον Βασίλη Μαζωμένο, το πρότζεκτ που μένει στο ράφι είναι μια ταινία για τον Β’ Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο, την οποία δεν ξέρει πώς να γυρίσει λόγω δυσκολιών αναπαράστασης: «Γιατί μέχρι πότε θα δείχνουμε τα κτίρια της Πανεπιστημίου ή τα δάση και τις ακρογιαλιές για να καλύψουμε το πρόβλημα; Μέχρι που σκέφτομαι να τη γυρίσω όλη στο εξωτερικό».
Ως προς το ποια εποχή θεωρούν ότι είναι σήμερα δυσκολότερο να αποδοθεί οπτικά, με εξωτερικά γυρίσματα στην πόλη, λόγω περιορισμένων επιλογών, όλοι συμφωνούν ότι σχεδόν οποιαδήποτε εποχή πριν το 1980 θα αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα. Και όσο πάμε πιο πίσω, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα, έως και ακατόρθωτα: «Δεν μιλώ για τον 19o αιώνα ή και πριν, μια ανύπαρκτη αστική τοιχογραφία που μόνο η καταφυγή σε κλασικά εικονογραφημένα μπορεί να καλύψει τις αυτονόητες βάσεις που χρειάζονται για μια αναπαράσταση εποχής» αναφέρει ο Βασίλης Μαζωμένος.
«Νομίζω ότι μια ταινία που θα έπειθε ότι διαδραματίζεται στη βυζαντινή περίοδο ή στην Αρχαία Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να γυριστεί χωρίς άφθονους περιορισμούς και την εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας – αν και έχουν υπάρξει κάποιες αξιόλογες απόπειρες στο παρελθόν» προσθέτει ο Βασίλης Γουδέλης.
Η Εύα Νάθενα, αν γύριζε έναν αστικό Παπαδιαμάντη, θα κατέφευγε στη νησιωτική Ελλάδα: «Υποθέτω νησιά σαν την Ανδρο ή τη Σύρο μπορούν να προσομοιάσουν στην Αθήνα των αρχών του 1900 και μετά. Στην Αθήνα, ίσως μόνο τα Αναφιώτικα και η κοντινή προς την Ακρόπολη Πλάκα».
Η έλλειψη αστικού ιστορικού φόντου έρχεται να συμπέσει με τη στροφή της ελληνικής μυθοπλασίας στο παρελθόν. Για τον Βασίλη Γουδέλη, είναι η σχέση του Ανθρώπου με την Ιστορία που ήταν και παραμένει μια υπόθεση ανοιχτή: «Η καταφυγή στη νοσταλγία, η οποία ξεκίνησε από τον χώρο της διαφήμισης προτού περάσει στη μικρή και στη μεγάλη οθόνη μέσω της μυθοπλασίας, έχει αποδειχτεί εδώ και αρκετά χρόνια ότι αποτελεί σίγουρο εμπορικό στοίχημα».
Η τηλεόραση έχει γεμίσει σειρές εποχής, οι οποίες, ωστόσο, χάνουν στις λεπτομέρειες: «Οι αιτίες πολλές» εκτιμά ο Βασίλης Μαζωμένος. «Από τη μια η έλλειψη τεχνογνωσίας. Επίσης, τα υλικά μέσα είναι δυσανάλογα με αντίστοιχα παραγωγών του εξωτερικού. Σε αυτά συνυπολογίστε την έλλειψη εμπειρίας και στούντιο, καθώς και εξειδικευμένων τεχνικών. Τέλος, σε όλα αυτά οφείλει να προσθέσει κανείς και κάποιες υπερφίαλες προσεγγίσεις που προφανώς αγγίζουν τα όρια του γελοίου. Κοστούμια και props κατά προσέγγιση, μάχες που θυμίζουν ασιατικές ταινίες δράσης… Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν κάποιες λίγες απόπειρες που μπορούν να σταθούν γιατί μετατοπίζουν το κέντρο βάρους, όχι στον εντυπωσιασμό αλλά στο ουσιώδες. Αυτές, με όπλο την αφαίρεση, πετυχαίνουν τον στόχο. Ας θυμηθούμε τη λογική των μεγάλων. Οταν δεν μπορείς να δείξεις το πράγμα στην τελειότητά του, το υπονοείς».
Στις σειρές εποχής υπάρχει η πίεση του χρόνου, που δεν επιτρέπει στην παραγωγή να ξεδιπλώσει τις πλήρεις δυνατότητές της και, δυστυχώς, αυτοί που καταλήγουν περισσότερο εκτεθειμένοι είναι όσοι βρίσκονται μπροστά από την κάμερα, σχολιάζει ο Βασίλης Γουδέλης. Συμπληρώνοντας ότι στις αντίστοιχες ταινίες υπάρχει, συνήθως, περισσότερη καλλιτεχνική ελευθερία και οι σκηνοθέτες δεν δεσμεύονται από τους περιορισμούς της τηλεόρασης:
«Πάντως και στις δύο περιπτώσεις παρατηρείται αρκετή προχειρότητα και ερασιτεχνισμός στο τελικό αποτέλεσμα. Μπορεί στην εποχή του Netflix οι όποιες συγκρίσεις να είναι συντριπτικές για τα καθ’ ημάς, αλλά π.χ. σε ό,τι αφορά τις σειρές υπάρχει η κληρονομιά του Κώστα Κουτσομύτη, που μετέφερε στη μικρή οθόνη ξεχωριστά λογοτεχνικά έργα και τα “έντυνε’’ με κινηματογραφική ματιά και ιδιαίτερη φροντίδα, η οποία θεωρώ ότι έχει μείνει ανεκμετάλλευτη. Βέβαια, τα χειρότερα ατοπήματα στα οποία υποπίπτει η πλειονότητα των εγχειρημάτων είναι αυτά του ιστορικού αναθεωρητισμού, της συναισθηματικής αφέλειας και της αναπαραγωγής των στερεοτύπων του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Οι εν λόγω απόπειρες, ενώ μοιάζουν φαινομενικά να αναπαριστούν πιστά το παρελθόν, τελικά αποσκοπούν στην παραχάραξή του, λειτουργώντας έτσι ως παραγωγοί Ιστορίας: μιας Ιστορίας-καρτ ποστάλ, που φωτίζεται όπως ένα μεγάλης διάρκειας διαφημιστικό» καταλήγει.
Πόσο εύστοχα, τελικά, τοποθετείται μέσα στο αστικό μας τοπίο το σύγχρονο ελληνικό οπτικοακουστικό θέαμα εποχής; Στην παραπάνω ερώτηση η Ελίνα Ψύκου απαντά ότι η έλλειψη χρημάτων και η έλλειψη χώρων, αλλά και η τάση αρκετών δημιουργών να καταφεύγουν σε μια λογική αναπαράστασης, είναι ένας κακός συνδυασμός: «Το σινεμά δεν είναι μουσείο για να πρέπει να αποδώσει με απόλυτη ιστορική συνέπεια μια εποχή. Το σινεμά είναι αλήθεια, αλλά είναι και ψέμα, είναι φαντασία, είναι μύθος».
Μια σύγχρονη ταινία στην οποία η ίδια δίνει εύσημα είναι “Η Πόλη και η Πόλη’’ των Σύλλα Τζουμέρκα και Χρήστου Πασσαλή: «Εμπεριέχει αφηγηματικές και δημιουργικές ιδέες που μετουσίωσαν το μειονέκτημα της έλλειψης χρημάτων και χώρων σε πλεονέκτημα, ακριβώς γιατί ξέφυγαν από την κλινική μουσειακή αναπαράσταση».