Σχεδόν 22 χρόνια μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, η Washington Post σε κύριο άρθρο της αναλύει το περιστατικό της Κυριακής 4/6 υπό το φως των τρομοκρατικών συμβάντων που συγκλόνισαν τις ΗΠΑ και τον κόσμο ολόκληρο πριν από δύο δεκαετίες.
Ο κρότος από τα F-16 που έσπασαν το φράγμα του ήχου έκανε τα παράθυρα να τρίξουν σε ακτίνα χιλιομέτρων γύρω από την αμερικανική πρωτεύουσα, προκαλώντας φόβο και ερωτήματα στους κατοίκους, που εκφράστηκαν αμέσως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Επρόκειτο τελικά για τη συνήθως αόρατη –αλλά πάντα σε εγρήγορση– ομπρέλα αεροπορικής προστασίας του αμερικανικού εδάφους. Το σύστημα λειτούργησε ακαριαία το απόγευμα της Κυριακής, καθώς έξι αεροσκάφη F-16 από τρία σημεία, συμπεριλαμβανομένης της αεροπορικής Βάσης Αντριους, απογειώθηκαν, προσέγγισαν ταχύτατα και συνόδευσαν ένα μικρό τζετ.
H Διοίκηση Αεροδιαστημικής Αμυνας της Βόρειας Αμερικής (NORAD) ανέφερε ότι η επικοινωνία με τον πιλότο του μικρού τζετ τύπου Cessna ήταν αδύνατη, έως ότου το αεροσκάφος συνετρίβη κοντά στον εθνικό δρυμό της Βιρτζίνια. Ενας πιλότος F-16 ανέφερε πως είδε ότι ο κυβερνήτης του Cessna είχε χάσει τις αισθήσεις του. Τα μαχητικά αεροσκάφη έκαναν ρίψη θερμοβολίδων (flares), σε μια προσπάθεια να τραβήξουν την προσοχή του πιλότου. Αλλά μάταια.
Ο κρότος που τάραξε τους κατοίκους ακούστηκε αφότου οι πιλότοι των μαχητικών αεροσκαφών έλαβαν την ασυνήθιστη άδεια να σπάσουν το φράγμα του ήχου στην προσπάθειά τους να φτάσουν το ταχύτερο το μικρό τζετ. Το «μπουμ» που τρόμαξε και μπέρδεψε τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής της Ουάσιγκτον ήταν τελικά ένα μικρό τίμημα για να σιγουρευτούν ότι δεν επρόκειτο για τρομοκρατική ενέργεια.
Οι μνήμες του Helios
Το Cessna 560 Citation V είχε απογειωθεί από το Τενεσί με προορισμό το Λονγκ Αϊλαντ, στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Ο πιλότος του ιδιωτικού αεροσκάφους φαινόταν να έχει λιποθυμήσει, ενώ το αεροσκάφος συνέχιζε να πετάει με τον αυτόματο πιλότο – κάτι που στους κύκλους της αεροπορίας αποκαλείται «αεροπλάνο φάντασμα».
Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, ο πιλότος ήταν ήδη αναίσθητος λίγο μετά την απογείωσή του αεροσκάφους από το Τενεσί, πιθανότατα λόγω απώλειας πίεσης στην καμπίνα, και ότι το αεροπλάνο πέταξε με αυτόματο πιλότο μέχρι να τελειώσουν τα καύσιμα.
Ο πιλότος, που ήταν μόνος στο πιλοτήριο, καθώς και οι τρεις επιβάτες που επέβαιναν στο Cessna Citation, έχασαν τη ζωή τους όταν το αεροσκάφος συνετρίβη. Σύμφωνα με το CNN οι ερευνητές θεωρούν την υποξία (έλλειψη οξυγόνου στο αίμα) ως τον λόγο για τον οποίο ο πιλότος και οι επιβάτες δεν ανταποκρίθηκαν στις προσπάθειες των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας –αλλά ακόμη και άλλων πολιτικών αεροσκαφών– να επικοινωνήσουν με το αεροσκάφος.
Η τραγωδία θύμισε με ανατριχιαστικό τρόπο την τραγωδία με το αεροσκάφος της Helios. Το περιστατικό είναι βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μας: Στις 14 Αυγούστου 2005, ένα αεροσκάφος τύπου Boeing 737-400 της κυπριακής εταιρείας Helios Airways συνετρίβη στο Γραμματικό, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν και οι 121 επιβαίνοντες σε αυτό (115 επιβάτες και εξαμελές πλήρωμα).
Το αεροπλάνο είχε αναχωρήσει από τη Λάρνακα με τελικό προορισμό την Πράγα και ενδιάμεση στάση στην Αθήνα. Λίγη ώρα μετά την απογείωση συνέβη ταχεία αποσυμπίεση της καμπίνας, η οποία προκάλεσε τη λιποθυμία επιβατών και πληρώματος. Δύο μαχητικά F-16 απογειώθηκαν από τη Νέα Αγχίαλο και ήρθαν σε οπτική επαφή με το Boeing. Ο χειριστής του πρώτου F-16 είδε ότι ο συγκυβερνήτης ήταν πεσμένος στο πιλοτήριο, ίσως λιπόθυμος, ενώ ο κυβερνήτης δεν βρισκόταν στη θέση του.
Οι πιλότοι των πολεμικών αεροσκαφών διαπίστωσαν ότι οι μάσκες οξυγόνου στην καμπίνα του αεροσκάφους ήταν ενεργοποιημένες. Λίγο πριν τελειώσουν τα καύσιμα, οι πιλότοι των μαχητικών είδαν έναν άνθρωπο να προσπαθεί να πάρει τον έλεγχο του αεροπλάνου. Επρόκειτο για τον 25χρονο φροντιστή Ανδρέα Προδρόμου, ο οποίος έκανε προσπάθειες να αναλάβει τον έλεγχο του αεροσκάφους. Οι προσπάθειές του απέβησαν μάταιες. Την ώρα της συντριβής, σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, οι επιβαίνοντες είχαν καρδιακή λειτουργία, ωστόσο εκτιμάται ότι βρίσκονταν σε βαθύ και μη αναστρέψιμο κώμα λόγω της υποξίας.
Η μοιραία πορεία του Cessna
Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (FAA) των ΗΠΑ έχασε την επαφή με το αεροσκάφος μόλις 15 λεπτά μετά την απογείωσή του. Περίπου οκτώ λεπτά μετά την απώλεια επαφής η υπηρεσία επικοινώνησε με το συντονιστικό κέντρο συμβάντων, που αποτελείται από τον στρατό και τις υπηρεσίες εθνικής και εσωτερικής ασφάλειας των ΗΠΑ.
Οπως ανέφερε ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Τζον Κίρμπι, το αεροπλάνο πετούσε στα 34.000 πόδια όταν έφτασε στην περιοχή της Ουάσιγκτον, και πέρασε στην απαγορευμένη ζώνη πτήσεων της αμερικανικής πρωτεύουσας, που δημιουργήθηκε μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με τον ιστότοπο παρακολούθησης πτήσεων Flight Aware το αεροσκάφος έδειχνε να προσεγγίζει την περιοχή της Νέας Υόρκης, προτού κάνει στροφή περίπου 180 μοιρών και καταλήξει στη Βιρτζίνια.
Στο παρακάτω Tweet μπορείτε να παρακολουθήσετε την πορεία του:
Ο συνταξιούχος πιλότος και εκπαιδευτής πιλότων Ρίτσαρντ Λιβάϊ ανέφερε στο BBC News ότι η καμπίνα ενός αεροσκάφους μπορεί να υποστεί απώλεια συμπίεσης για διάφορους λόγους, μεταξύ άλλων λόγω μηχανικών δυσλειτουργιών ή σφαλμάτων του πιλότου. Σε αυτή την περίπτωση, η καμπίνα ενδέχεται να είχε αποσυμπιέσει σταδιακά και «ύπουλα», χωρίς οι επιβαίνοντες να παρατηρήσουν τα συμπτώματα υποξίας, ώσπου ήταν πια πολύ αργά.
Ο Λιβάϊ σημείωσε ότι ο πιλότος μπορεί να αντιλήφθηκε κάποια στιγμή ότι η καμπίνα αποσυμπιέστηκε και στη συνέχεια να προσπάθησε να γυρίσει το αεροσκάφος στη λειτουργία του αυτόματου πιλότου. «Μετά από αυτό, η εικασία μου είναι ότι ο πιλότος έχασε τις αισθήσεις του» είπε.
Ο Τζον Ράμπελ, επιχειρηματίας της Φλόριντα και χρηματοδότης του Ντόναλντ Τραμπ, ανέφερε ότι η κόρη του, Αντίνα Αζαριάν, 49 ετών, και η δίχρονη εγγονή του ήταν μεταξύ των τεσσάρων θυμάτων της συντριβής.
Τα συμπεράσματα των Αμερικανών
«Αν και πρόκειται για μια τραγωδία το θετικό συμπέρασμα είναι ότι τα F-16 δεν χρειάστηκε να καταρρίψουν το αεροσκάφος» σχολίασε η Washιngton Post. Κατά την εφημερίδα αυτό σημαίνει ότι οι πιλότοι ήταν καλά εκπαιδευμένοι και ότι κινήθηκαν ακολουθώντας προσεκτικά διαμορφωμένους κανόνες εμπλοκής.
Τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα αν θα έπρεπε να είχε επιτραπεί στο αεροπλάνο να πλησιάσει τόσο κοντά στην Ουάσινγκτον. Σε κάθε περίπτωση, όμως, συμβάντα όπως αυτό λειτουργούν, κατά την εφημερίδα, ως επιβεβαίωση ότι το σύστημα δουλεύει και οι πιλότοι είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν στις προκλήσεις.