«Αγαπητή Μαριάν, είμαι ακριβώς πίσω σου, τόσο κοντά, που μπορώ να σου πιάσω το χέρι. Και το δικό μου γερασμένο σώμα παραδόθηκε, όπως και το δικό σου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αγάπη και την ομορφιά σου. Αλλά το ξέρεις αυτό, δεν χρειάζεται να πω κάτι άλλο. Καλό ταξίδι, παλιά μου φίλη, θα βρεθούμε στην πορεία, με απέραντη αγάπη και ευγνωμοσύνη, Λέοναρντ».
Το καλοκαίρι του 2016, ένας κοινός φίλος ενημέρωσε τον Λέοναρντ Κοέν ότι η πάλαι ποτέ λατρεμένη του Μαριάν Ιλέν πέθαινε από λευχαιμία σε ένα νοσοκομείο του Οσλο. Επειτα από τρεις μήνες, στις 7 Νοεμβρίου 2016, άφησε την τελευταία του πνοή και εκείνος. «Και τώρα, εις το επανιδείν, Μαριάν, η ώρα ήρθε να αρχίσουμε να γελάμε και να κλαίμε και να κλαίμε και να γελάμε για όλα αυτά ξανά» είχε γράψει ο Κοέν πριν από 50 χρόνια σε ένα από τα πιο διάσημα τραγούδια του που συνέθεσε για εκείνη, το «So Long, Marianne».
Ο Καναδός Λέοναρντ Κοέν και η Νορβηγίδα Μαριάν Ιλέν γνωρίστηκαν τη δεκαετία του 1960 και «είχαν ένα όνειρο, το ίδιο που είχαν σχεδόν όλοι τότε: να κάνουν τον έρωτα να συμπίπτει με την ελευθερία» γράφει στο πρώτο άρθρο μιας σειράς για τους καλοκαιρινούς έρωτες διασήμων η Ελενα Στανκανέλι της ιταλικής Repubblica. «Ω, σαν πουλί στο σύρμα/ Σαν μεθυσμένος σε μεταμεσονύχτια χορωδία/ Προσπάθησα με τον τρόπο μου να είμαι ελεύθερος…» έγραψε σε ένα άλλο τραγούδι («Bird on the Wire») ο Κοέν, το οποίο επίσης αφιέρωσε στη Μαριάν.
Εκείνη ήταν η μούσα του και εκείνος ο πιο όμορφος, ταλαντούχος και ευγενικός άνδρας που είχε γνωρίσει ποτέ η 22χρονη, τότε, κοπέλα. Σε αντίθεση με τον σύζυγό της Αξελ Γένσεν, πατέρα του γιου της Λιτλ Αξελ, ο οποίος, πέρα από συγγραφέας, ήταν επίσης οξύθυμος και βίαιος.
Το ζευγάρι, μαζί με το παιδί τους, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Οσλο και να μετακομίσουν στην Υδρα, «ένα μικρό ήσυχο ελληνικό νησί με θέα στην Πελοπόννησο, όπου χρησιμοποιούνται μουλάρια αντί για αυτοκίνητα και τα σπίτια δεν είναι κάτασπρα και ασβεστωμένα, όπως στις Κυκλάδες, αλλά σε βενετσιάνικο στυλ» γράφει η ιταλίδα δημοσιογράφος.
«Η Yδρα ήταν ο παράδεισος πολλών καλλιτεχνών που έρχονταν από όλον τον κόσμο, αγόραζαν σπίτια με λίγα δολάρια και περνούσαν τις μέρες τους γράφοντας, ζωγραφίζοντας, παίζοντας μουσική, πίνοντας ούζο και σταγόνες LSD. Επρόκειτο για ένα ψυχεδελικό όνειρο στο κέντρο του οποίου βρισκόταν αυτός ο ευγενικός Καναδός που μόλις είχε κερδίσει ένα λογοτεχνικό βραβείο και δεν άντεχε άλλο το κρύο και το χιόνι του Καναδά» προσθέτει.
Ο Λέοναρντ Κοέν (το εβραϊκό του όνομα ήταν Ελιέζερ) γεννήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1934 στο Μόντρεαλ. Οι γονείς του ήταν ορθόδοξοι Εβραίοι, ο πατέρας του πέθανε όταν εκείνος ήταν μόλις εννέα ετών. Μεγάλωσε με μια όμορφη αλλά και διαταραγμένη μητέρα λιθουανικής καταγωγής που τον μύησε στη μουσική. «Η κατάθλιψη, η ψυχική ασθένεια, το σκοτάδι ήταν οι συνοδοιπόροι του στην τέχνη και στη ζωή. Δαίμονες που δεν τον άφησαν ποτέ σε ησυχία» γράφει η Στανκανέλι. «Eφευγα σε όλη μου τη ζωή, ήμουν εγωιστής, έκανα τους ανθρώπους που αγαπούσα να υποφέρουν, αλλά για μένα ήταν ζήτημα επιβίωσης» είχε αναφέρει ο ίδιος ο Κοέν.
«Η πειθαρχία ήταν ένα αντίδοτο στις παρορμήσεις του, η επιθυμία του για σεξ και αγάπη ήταν ακόρεστη» σημειώνει η δημοσιογράφος της Repubblica. «Είχα την τύχη να ζήσω σε μια εποχή που οι άνδρες και οι γυναίκες συνεργάζονταν με στόχο τη χαρά και την ευχαρίστηση χωρίς όρια» έλεγε ο Κοέν.
Οσο για τη Μαριάν, «στο νησί ήμουν η μόνη που δεν ήξερα να κάνω τίποτα. Το μόνο μου ταλέντο είναι να ζω, και ζω». Μόλις γνώρισε τον Λέοναρντ, εγκατέλειψε αμέσως τον σύζυγό της, ο οποίος, άλλωστε, είχε ήδη ερωτευτεί μια αμερικανίδα ζωγράφο. Ο Λέοναρντ, η Μαριάν και ο μικρός Αξελ ήταν ελεύθεροι και ευτυχισμένοι. Κολυμπούσαν γυμνοί στη θάλασσα, έκαναν περιπάτους, λιάζονταν. Ολα φαίνονταν τέλεια, αλλά όλα επρόκειτο να αλλάξουν.
Το μυθιστόρημα που έγραψε ο Κοέν στην Υδρα («Beautiful Losers») δεν θα είχε την επιτυχία που ανέμενε. Στην Αμερική, όπου πήγε για να το προωθήσει, άρχισε να γράφει τραγούδια, μετά να τα τραγουδάει παρά τη ντροπαλοσύνη του, μετά να τα ηχογραφεί (κάπως έτσι το «So Long, Marianne» έγινε το πρώτο κομμάτι της δεύτερης πλευράς του πρώτου του δίσκου 33 στροφών) και στη συνέχεια να τα παρουσιάζει ζωντανά, περιοδεύοντας. Ετσι άρχισε να απομακρύνεται από την Υδρα. Αλλά όταν εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη έγραψε αμέσως στη Μαριάν ζητώντας της να τον ακολουθήσει. Και εκείνη το έκανε, κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο μαυρισμένη και κρατώντας από το χέρι τον μικρό Αξελ.
«Αλλά οι ποιητές δεν είναι καλοί σύζυγοι» είχε πει η σύζυγος του ποιητή Ιρβινγκ Λέιτον, φίλου και καθηγητή του Κοέν. Αυτός τον βοήθησε να εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή, ενώ ο Κοέν, για να τον ευχαριστήσει, του έμαθε πώς να ντύνεται. Οταν ο Λέοναρντ τους ενημέρωσε ότι είχε ζητήσει από τη Μαριάν να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, αμφότεροι γνώριζαν ότι θα το μετάνιωνε πολύ σύντομα και ότι η κατάληξη δεν θα ήταν καλή.
Οντως, τα προβλήματα άρχισαν αμέσως. Ο μικρός Αξελ κατέληξε να ζει σε οικοτροφείο επειδή η μητέρα του, διαρκώς στη γύρα, δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με την ανατροφή του. Υπήρχαν, φυσικά, και πολλά ναρκωτικά που οδήγησαν σε νοσηλείες σε ψυχιατρικές κλινικές, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν πως η Μαριάν –παρά το πάθος της για ζωή και ελευθερία– δεν άντεχε άλλο να ζει σε ένα σπίτι το οποίο ο Λέοναρντ Κοέν μοιραζόταν (και) με την ερωμένη του Τζάνις Τζόπλιν (για την οποία έγραψε το «Chelsea Hotel #2»).
Κάποια στιγμή η Μαριάν αποφάσισε να επιστρέψει στο αγαπημένο της νησί. Αλλά όταν της τηλεφώνησε η μητέρα της και της είπε πως είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει στο σπίτι της, να βρει μια δουλειά και να παντρευτεί, εκείνη ακολούθησε τη συμβουλή της. Ο Κοέν, από την πλευρά του, αγάπησε πολλές γυναίκες, απέκτησε δύο παιδιά και ήταν πάντα εν κινήσει. Ωστόσο δεν σταμάτησε ποτέ να προσκαλεί σε κάθε του συναυλία την αγαπημένη του Μαριάν. Συχνά, μάλιστα, απευθυνόμενος στο κοινό από τη σκηνή αναρωτιόταν αν όντως βρισκόταν κάπου εκεί.
To 2019, το ντοκιμαντέρ του Νικ Μπλούμφιλντ «Marianne & Leonard: Words of Love» εξιστόρησε την ιστορία της σχέσης του Λεόναρντ με τη Μαριάν, από τις πρώτες μέρες στην Ελλάδα μέχρι το τέλος.