Το όνειρο να ζει κανείς στην απομόνωση του δικού του νησιού είναι μεν μυθιστορηματικό πλην όμως κοινό. Μόνο που συνήθως, όταν αρχίζουν οι ευθύνες της ενηλικίωσης και της επιβίωσης, μένει κλεισμένο σε ένα συρτάρι μαζί με άλλα όνειρα και επιθυμίες νεανικές.
Ο Τζόρτζιο Ρόζα όμως, ονειρεύτηκε το δικό του νησί και κατάφερε να το πραγματοποιήσει. Την άνοιξη του 1967, ο ιταλός μηχανικός σχεδίασε, χρηματοδότησε και έχτισε μια τεχνητή πλατφόρμα 400 τ.μ. μέσα στη θάλασσα, περίπου 7 ναυτικά μίλια (11 χλμ) από τις ακτές του Ρίμινι. Στηριγμένο σε χαλύβδινες σωληνώσεις, 26 μέτρα πάνω από τον βυθό της θάλασσας, το project του Ρόζα ήταν μια άκομψη κατασκευή: ένα τσιμεντένιο κτίσμα πάνω σε μια εξέδρα πετρελαίου.
Ωστόσο, η θέση του ήταν αναμφίβολα εντυπωσιακή. Βρισκόταν έξω από τα ιταλικά χωρικά ύδατα, και δεν δεσμευόταν από τους νόμους της χώρας. Στην πραγματικότητα, ήταν ένα αυτόνομο έθνος, η «Libera Teritorio de la Insulo de la Rozoj», όπως ήταν της όνομα της «Δημοκρατίας της Νήσου των Ρόδων» στα Εσπεράντο, την επίσημη γλώσσα του κρατιδίου…
Στις 24 Ιουνίου 1967, ο Τζιόρτζιο Ρόζα κήρυξε την ανεξαρτησία και αναδείχθηκε πρόεδρος του μικροσκοπικού έθνους του. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα. Και σύντομα το πείραμά του άρχισε να προσελκύει επισκέπτες από κοντινά παραλιακά θέρετρα. Η Δημοκρατία της Νήσου των Ρόδων διοργάνωνε τρελά πάρτι με χορό και θαλάσσιο σκι. Επάνω στην πλατφόρμα υπήρχε εστιατόριο, μπαρ, κατάστημα με σουβενίρ, ακόμη και ταχυδρομείο με δικά του γραμματόσημα.
Ωστόσο, το νησί, εκτός από ήλιο και σαγκρία πρόσφερε και άλλα πράγματα. Η τολμηρή αυτονομία του Ρόζα ήταν μεθυστική. Ο τολμηρός ιταλός μηχανικός είχε φτιάξει μια νησίδα που ενσάρκωνε την αντιαυταρχική ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1960 ενάντια σε μια ζωή ήρεμης απελπισίας. Και τότε χιλιάδες υπέβαλαν αίτηση για υπηκοότητα.
Οι ποιητικές δυνατότητες του νησιού, όμως, δεν συγκίνησαν την ιταλική κυβέρνηση. Για τους ιθύνοντες δεν ήταν παρά ο ευφυής τρόπος ενός beach club για να αποφύγει τους φόρους. Στον Τύπο της εποχής, εξάλλου, δημοσιεύονταν φανταστικές ιστορίες. Το νησί ήταν εστία παράνομων τυχερών παιχνιδιών και αλκοόλ, αλλά και απειλή για την εθνική ασφάλεια, αφού πρόσφερε την τέλεια κάλυψη σε σοβιετικά υποβρύχια.
Η ανεξαρτησία της «Δημοκρατίας της Νήσου των Ρόδων» κράτησε μόλις 55 ημέρες. Μια δύναμη καραμπινιέρων προσγειώθηκε στην εξέδρα και την κατέλαβε. Και το τέλος της ήταν θεαματικό. Στις 13 Φεβρουαρίου 1969, το ιταλικό ναυτικό ανατίναξε την εξέδρα, και έστειλε στον Ρόζα τον λογαριασμό. Λίγο αργότερα ξέσπασε καταιγίδα και τα ερείπιά της βυθίστηκαν στη θάλασσα. Ηταν μια εισβολή σε ξένο κράτος, η μοναδική που πραγματοποιήθηκε από την Ιταλική Δημοκρατία μετά το 1946.
Και τώρα, στο πλαίσιο παραγωγής περισσότερων ξενόγλωσσων ταινιών, το Netflix προβάλλει το φιλμ «Το Πλωτό Έθνος: Η Τρελή Ιστορία του Νησιού των Ρόδων», σε σκηνοθεσία του Σίντνεϊ Σιμπίλια, με πρωταγωνιστές τον Ελιο Τζερμάνο στον ρόλο του Ρόζα και τη σταρ του «Undoing» Ματίλντα ντε Αντζελις, που υποδύεται τη φίλη του, Γκαμπριέλα. (Δείτε το trailer στο τέλος του κειμένου)
«Είναι μια σημαντική ιστορία με σημαντικό μήνυμα», δήλωσε στην Telegraph ο παραγωγός της ταινίας Ματέο Ρόβερε, «Είναι μια πολιτική ταινία αλλά, ταυτόχρονα, διασκεδαστική και εύκολη να την απολαύσουν οι άνθρωποι», λέει και επισημαίνει ότι ο σκηνοθέτης είναι πιο γνωστός στην πατρίδα του την Ιταλία για κωμωδίες: «Είναι ένα βήμα στην φιλμογραφία του. Υπάρχει ένας τόνος δραματικής κομεντί ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα», λέει.
Ο Ρόβερε συγκρίνει την ταινία του Σιμπίλια με το κίνημα του ιταλικού νεορεαλισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1950, που αντιπαρατέθηκε στο μελό, την αισθηματική κωμωδία και τις θεαματικές υπερπαραγωγές των προηγούμενων ετών συνδυάζοντας τη στρατευμένη κοινωνική κριτική και τα ελπιδοφόρα μηνύματα για ένα πιο ανθρώπινο μέλλον, με μπουφονικά στοιχεία.
Η ταινία είναι εύκολη και εύπεπτη καθώς μένει στην επιφάνεια των γεγονότων. Το ταραχώδες κοινωνικό σκηνικό της εποχής εμφανίζεται φευγαλέα με μερικές σκηνές αρχείου από το λεγόμενο «Καλοκαίρι της Αγάπης» του 1967, όταν ξεκίνησε το κίνημα των χίπις στο Σαν Φρανσίσκο -με τις θρυλικές ροκ συναυλίες, τον ελεύθερο έρωτα και το LSD-, τις ταραχές του Μάη του ’68 στο Παρίσι, και τον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι πολιτικές και φιλοσοφικές επιπτώσεις της εξέδρας του Ρόζα εμφανίζονται, επίσης, αλλά πραγματική εξερεύνησή τους δεν γίνεται. Και το λαβ στόρι γύρω από το οποίο πλέκεται το σενάριο περιγράφεται τηλεγραφικά.
Το «Πλωτό Εθνος» έχει κάτι από «Ληστεία αλά Ιταλικά» και «Σινεμά ο Παράδεισος». Οι κρατικοί υπάλληλοι είναι πάντοτε χλωμοί, κουμπωμένοι, και δυσοίωνοι σαν κοράκια μέσα στα θλιβερά τους κοστούμια ενώ οι κάτοικοι του νησιού κάνουν ηλιοθεραπεία φορώντας τα υπέροχα vintage μαγιό τους.
Η ταινία χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να ολοκληρωθεί και το σενάριο βασίζεται σε εκτεταμένες συνεντεύξεις με τον Ρόζα, τον γιο του και άλλους παλιούς κατοίκους του νησιού. «Ο Ρόζα ήταν πολύ μεγάλος όταν τον συναντήσαμε», θυμάται ο Ρόβερε. «Ηταν πολύ ντροπαλός, πολύ εσωστρεφής, και όταν τον ρωτήσαμε αν ήθελε να γίνει μια ταινία για την ιστορία του, είπε όχι. Αλλά όταν διάβασε το σενάριο, έκλαψε και είπε ότι του άρεσε».
Οι μεγαλύτερες δυσκολίες προέκυψαν κατά την αναδημιουργία του νησιού, λέει ο Ρόβερε. Η αρχική ιδέα κατασκευής της εξέδρας στην ανοικτή θάλασσα εγκαταλείφθηκε γρήγορα και η ομάδα εγκαταστάθηκε σε μια τεράστια πισίνα υπερχείλισης στη Μάλτα. Παρόλα αυτά, «η κατασκευή ήταν πολύ περίπλοκη και χρειάστηκαν εκατομμύρια ευρώ για την παραγωγή, σύγχρονη τεχνολογία και πολλοί εργαζόμενοι», λέει ο Ρόβερε,
«Είναι απίστευτο το γεγονός ότι ο Τζόρτζιο έχτισε το νησί το 1968 μόνος του με δύο φίλους του και χωρίς πολλά χρήματα. Εκανε πολλές πατέντες, κάθε λεπτομέρεια που βλέπετε στην ταινία είναι αληθινή. Δεν ήταν εύκολο για εμάς να χτίσουμε το νησί το 2020», λέει ο ιταλός παραγωγός.
Ο Ρόζα έδωσε μεν την ευλογία του για τα γυρίσματα της ταινίας, αλλά δεν είδε ποτέ την τελική κόπια. Πέθανε το 2017, σε ηλικία 92 ετών. «Είχαμε το όνειρο να παρακολουθήσουμε την ταινία μαζί του, στο σκηνικό που γυρίστηκε», λέει ο Ρόβερε. «Δυστυχώς δεν είχαμε την ευκαιρία. Αλλά νομίζω ότι θα του άρεσε πολύ η ταινία».
Ωστόσο, η κληρονομιά της Δημοκρατίας της Νήσου των Ρόδων είναι ασαφής. Κατά κάποιο τρόπο, ήταν προϊόν της εποχής της, μια πράξη περιφρόνησης στο πνεύμα της δεκαετίας του 1960, η οποία σήμερα φαίνεται αδιανόητη. Η Ιταλία εξάλλου μετά από αυτό επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στα 12 χιλιόμετρα από την ακτή.
Είναι ένα κομμάτι της εποχής των πειρατικών ραδιοφωνικών σταθμών, που εκπέμπουν πέρα από την εμβέλεια των κυβερνήσεων, και του αναρχικού πνεύματος του πριγκιπάτου του Σίλαντ, μια θαλάσσια πλατφόρμα – οχυρό στη Βόρεια θάλασσα ανοικτά των ακτών του Σάφολκ, η οποία, όπως και η Νήσος των Ρόδων, ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος το 1967…
Το όνειρο του Ρόζα, πάντως, ήταν 50 χρόνια μπροστά από την εποχή του. Σήμερα, το «Seasteading», το σύγχρονο κίνημα των ελευθεριακών που φοβούνται τα αυταρχικά καθεστώτα, βλέπει το αρχιπέλαγος των διάσπαρτων στους ωκεανούς πλωτών κατοικιών, ως το επόμενο φυσικό στάδιο της αστικής εξέλιξης…