Πριν από περίπου δύο εβδομάδες συμπλήρωσε μόλις 15 χρόνια ζωής, αλλά αποτελεί γεγονός πως έχει φέρει εδώ και χρόνια επανάσταση στον παγκόσμιο τουρισμό, και όχι μόνο. Για το περίφημο (ή το διαβόητο, εξαρτάται από τη σκοπιά που το κρίνει κανείς) Airbnb ο λόγος.
Παρότι η εταιρεία ιδρύθηκε το 2008, η «σύλληψή» της ανάγεται στην 22α Σεπτεμβρίου του 2007, όταν ο Τζο Γκέμπια έστειλε ένα email στον συγκάτοικό του Μπράιαν Τσέσκι, προτείνοντάς του μια ιδέα για να βγάλουν λίγα δολάρια: να μετατρέψουν το σπίτι τους σε ένα «bed and breakfast για designers», προσφέροντας τις «υπηρεσίες» τους σε νεαρούς (και άφραγκους) επισκέπτες της έκθεσης σχεδίου που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς στο Σαν Φρανσίσκο.
Οι δυο τους είχαν γνωριστεί στο πανεπιστήμιο, στο Rhode Island School of Design, και μοιράζονταν ένα πατάρι, το ενοίκιο του οποίου δυσκολεύονταν ιδιαιτέρως να το καταβάλλουν εγκαίρως (το Σαν Φρανσίσκο είναι μια από τις πόλεις με τα πιο ακριβά ενοίκια στις ΗΠΑ). Κάπως, έτσι, αποφάσισαν να αγοράσουν τρία φουσκωτά στρώματα ενώ στη συνέχεια δημιούργησαν τον ιστότοπο airbedandbreakfast.com, με το «air» να υποδεικνύει πως τα στρώματα/κρεβάτια που διέθεταν για τους επισκέπτες τους ήταν φουσκωτά. Οι τρεις πρώτοι πελάτες τους, μια γυναίκα και δύο άνδρες, πλήρωσαν 80 ευρώ έκαστος για να καταλύσουν στο σπίτι τους.
Επειτα από μία διετία και την αλλαγή της επωνυμίας της εταιρείας σε Airbnb, άρχισαν να εμφανίζονται και οι πρώτοι επενδυτές οι οποίοι παρείχαν τη δυνατότητα στην πλατφόρμα των δύο φίλων να καταστεί σταδιακά παγκόσμια. Σήμερα η εταιρεία δραστηριοποιείται σε 100.000 πόλεις και χωριά σχεδόν σε όλες τις χώρες του κόσμου, οι περισσότεροι από τέσσερα εκατομμύρια Οικοδεσπότες της έχουν υποδεχτεί περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο επισκέπτες ενώ πέρυσι τα έσοδά της άγγιξαν τα έξι δισεκατομμύρια δολάρια.
Στην τεράστια επιτυχία του Airbnb συνέβαλε σημαντικά και το ότι παρείχε τη δυνατότητα στους πελάτες να βρίσκουν καταλύματα οπουδήποτε και πανεύκολα, με μόλις τρία κλικ. Η πλατφόρμα που επιτρέπει σε ιδιώτες να νοικιάζουν τα σπίτια τους (ή ακόμα και ένα δωμάτιο ή ένα κρεβάτι) έχει καταστήσει πιο εύκολα και, κυρίως, πιο οικονομικά τα ταξίδια, συμβάλλοντας, μαζί με τις αεροπορικές εταιρείες χαμηλού κόστους στην άνθηση του παγκόσμιου τουρισμού και στην εκ νέου ανακάλυψη (και ακμή) πολλών ξεχασμένων ή ημι-εγκαταλειμμένων τόπων.
Το Airbnb αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα «διαταρακτικής καινοτομίας» (disruptive innovation). Ο όρος αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία ένα προϊόν ή μια υπηρεσία, με χαμηλότερο κόστος και καλύτερη απόδοση από τα υφιστάμενα, εισάγεται σε μια εδραιωμένη βιομηχανία, εκτοπίζοντας έτσι τους ηγέτες της αγοράς και μεταμορφώνοντας, τελικά, και την αγορά και τη βιομηχανία. Η Airbnb ασπάζεται, επίσης, και προωθεί το φαινομενικά ανθρωπιστικό ήθος της παγκόσμιας ψηφιακής κοινότητας, οι κύριοι εκπρόσωποι της οποίας φιλοδοξούν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο με τις ιδέες τους, να συμβάλουν στην πρόοδό του μέσω των εφαρμογών (applications) τους.
Φυσικά υπάρχει και ο αντίλογος. Σύμφωνα με τους επικριτές του, το Airbnb συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός αρπακτικού τουρισμού, στο πλαίσιο του οποίου οι τουρίστες αδυνατούν να συλλάβουν την ιδιαιτερότητα του κάθε τόπου με αποτέλεσμα να παρατηρείται μια ομογενοποίηση των προορισμών και του συνολικού τουριστικού προϊόντος. Επιπρόσθετα το Airbnb ενθάρρυνε την κερδοσκοπία: γιατί οι Οικοδεσπότες (Hosts) που νοικιάζουν καταλύματα είναι όλο και λιγότερο ιδιώτες που μοιράζονται τους χώρους τους για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους και όλο και περισσότερο επαγγελματίες ιδιοκτήτες που χρησιμοποιούν την πλατφόρμα για να προσελκύουν νέους πελάτες, να πληρώνουν λιγότερους φόρους και να έχουν λιγότερες υποχρεώσεις σε σχέση με τους ξενοδόχους.
Πάντα, σύμφωνα, με τους επικριτές του Airbnb, οι επαγγελματίες ιδιοκτήτες ακινήτων, αγοράζοντας συνεχώς νέα ακίνητα αποκλειστικά για τουριστική χρήση, διαταράσσουν την αγορά ακινήτων και καθιστούν τις κατοικίες πανάκριβες για τους «απλούς» ενοίκους. Για αυτό πολλές ευρωπαϊκές πόλεις αποπειράθηκαν να ελέγξουν, προς όφελος των κατοίκων τους, τις βραχυχρόνιες μισθώσεις.
Η Süddeutsche Zeitung υποστηρίζει ότι η διατάραξη που επιφέρει το Airbnb έχει αρνητικό αντίκτυπο όχι μόνο στις πόλεις και στους όποιους προορισμούς γενικότερα αλλά και στις σχέσεις των ανθρώπων με τα ίδια τους τα σπίτια, με την γερμανική εφημερίδα να κάνει λόγο για μια «μορφή καπιταλιστικού αποικισμού του κατοικείν».
Σύμφωνα με τη ρητορική της εταιρείας – εξηγεί η Süddeutsche – η πλατφόρμα μετατρέπει την κατοικία των Οικοδεσποτών σε «κερδοφόρο αγαθό», επιτρέποντας, συγχρόνως, στους τουρίστες «να μην είναι απλοί επισκέπτες, αλλά να ενσωματώνονται στην αυθεντική καθημερινή ζωή του τόπου». Η πραγματικότητα, όμως, ενδέχεται να είναι εντελώς διαφορετική.
«Στον πυρήνα της διαφήμισης για ατομικά σχεδιασμένες οάσεις ευεξίας και βιώσιμα πάθη, υπάρχει ένα όραμα για τον κόσμο στο πλαίσιο του οποίου ακόμη και αυτό που είναι ίσως το πιο μη μετατρέψιμο πράγμα, ο ιδιωτικός χώρος διαβίωσης, έχει καταστεί χρεώσιμο περιουσιακό στοιχείο. Οι οικοδεσπότες της Airbnb που εμφανίζονται στον ιστότοπο, προσεκτικά εναρμονισμένοι με την εθνοτική και έμφυλη ποικιλομορφία, αντιπροσωπεύουν ταυτόχρονα μια διαδικασία κεφαλαιοποίησης που ενσωματώνει ακόμη το καταφύγιο της ζωής στη μεγιστοποίηση του κέρδους. Φυσικά η πρακτική της ιδιωτικής φιλοξενίας ενοικιαστών ή ταξιδιωτών υπήρχε ανέκαθεν. Αλλά έως τώρα αυτή η επαχθής οικονομική αναγκαιότητα δεν είχε παρουσιαστεί ποτέ με το πρόσχημα της βελτίωσης του κόσμου και αυτοπραγμάτωσης. Αυτό συμβαίνει μέσω της ακόμα σαγηνευτικής ρητορικής της ψηφιακής κουλτούρας, η οποία πλασάρει τη διείσδυση της εμπορικής λογικής σε όλες τις κοινωνικές αποδράσεις ως έναν υπεύθυνο και αυτάρκη τρόπο διαβίωσης», εξηγεί η γερμανική εφημερίδα.
Σημειώνεται ότι από τότε που άρχισε να λειτουργεί η πλατφόρμα έως την 31η Μαρτίου του τρέχοντος έτους, όλοι μαζί οι Οικοδεσπότες του Airbnb είχαν καταστεί πλουσιότεροι κατά τουλάχιστον 150 δισεκατομμύρια δολάρια συνολικά.