Στιγμιότυπο από την έκθεση «Storyteller» στο Πολεμικό Μουσείο του Λονδίνου, με θέμα τη ζωή και το έργο του Τιμ Χεδέρινγκτον | IWM Storyteller: Photography by Tim Hetherington at IWM London
Θέματα

Τιμ Χεδέρινγκτον: Ψάχνοντας την ανθρωπιά μέσα στα ερείπια και στον θάνατο

Τον Απρίλιο του 2011, σε ηλικία μόλις 40 ετών, σκοτώθηκε σε μια επίθεση με όλμους στη Λιβύη, όπου κάλυπτε τον εμφύλιο πόλεμο. Με αφορμή μια έκθεση στο Λονδίνο για τη ζωή και το έργο του βρετανού φωτορεπόρτερ, οι άνθρωποι που τον γνώρισαν λένε ότι αναζητούσε την ανθρωπιά μέσα στα ερείπια και τον θάνατο
Protagon Team

Από τη Λιβερία ως το Αφγανιστάν και τη Λιβύη, ο Τιμ Χεδέρινγκτον πέρασε τη ζωή του καταγράφοντας τη φρίκη του πολέμου. Με αφορμή μια έκθεση για τη ζωή και το έργο του στο Πολεμικό Μουσείο του Λονδίνου, οι άνθρωποι που τον γνώρισαν λένε ότι στην πραγματικότητα έκανε κάτι πολύ διαφορετικό: αναζητούσε την ανθρωπιά μέσα στα ερείπια και τον θάνατο.

«Την πρώτη φορά που πήγα στο Αφγανιστάν, το 2007, ο κόσμος ήταν πολύ επικεντρωμένος στο Ιράκ. Οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει ότι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν έβγαινε εκτός ελέγχου. Οταν έφτασα στην κοιλάδα Korangal, όπου γίνονταν πολλές μάχες, αυτό με εξέπληξε εντελώς. Ημουν σαστισμένος. Στα τέλη Οκτωβρίου 2007 το 70% των αμερικανικών βομβών που έπεσαν ήταν σε αυτή την κοιλάδα και το ποσοστό των θυμάτων ήταν τεράστιο. Οι εικόνες που τράβηξα ήταν πολύ προσανατολισμένες στη δράση. Φωτορεπορτάζ. Ανάμνηση κλασικής πολεμικής φωτογραφίας. Το έκανα γιατί ήθελα να δει ο κόσμος ότι γίνονταν πολλές μάχες. Τέλος πάντων, είχα αρχίσει να βαριέμαι με τις μάχες. Γιατί όταν βρίσκεσαι σε πολλές μάχες, μετά από λίγο βαριέσαι. Αν βρίσκεσαι μέσα σε μια βάση που δέχεται επίθεση, είσαι σε αρκετά καλή θέση. Η πιθανότητα να σκοτωθείς είναι αρκετά μικρή».

Αυτά έλεγε στους New York Times το 2010 ο φωτορεπόρτερ Τιμ Χεδέρινγκτον ερωτώμενος για τον κίνδυνο που διατρέχουν άνθρωποι σαν αυτόν, κυνηγώντας το στιγμιότυπο στα πεδία των μαχών. Εναν χρόνο αργότερα, τον Απρίλιο του 2011, και σε ηλικία μόλις 40 ετών, σκοτώθηκε σε μια επίθεση με όλμους στη Λιβύη, όπου κάλυπτε τον εμφύλιο πόλεμο. Στην ίδια επίθεση σκοτώθηκαν άλλοι δύο ξένοι δημοσιογράφοι και ακόμη δύο τραυματίστηκαν σοβαρά.

Ο Χεδέρινγκτον είχε ταξιδέψει σε όλες τις ζώνες υψηλού κινδύνου στον κόσμο. Είχε ενταχθεί σε κομβόι ανταρτών στην Αφρική και πέρασε αρκετό χρόνο με αμερικανούς στρατιώτες στο Αφγανιστάν, μετατρέποντας τις εμπειρίες του σε μια ταινία που βρέθηκε υποψήφια για Οσκαρ. Ομως το θέμα του δεν ήταν ο πόλεμος, όπως γράφει ο φίλος και συνάδελφός του Σαν Μπρουκς στον Guardian, αλλά οι άνθρωποι.

Μέλη της ομάδας ανταρτών Liberians United for Reconciliation and Democracy (LURD) στην πρωτεύουσα της Λιβερίας, Μονρόβια, προς το τέλος του Δεύτερου Λιβεριανού Εμφυλίου (1999-2003), 2003 (Tim Hetherington/IWM London)

Ο ίδιος δεν ήξερε πόσο χρόνο είχε, αλλά δεν επέτρεπε στον χρόνο να τον πιέσει ποτέ, γράφει ο Μπρουκς. Ποτέ δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ένας συντάκτης είχε μια ολόκληρη ώρα για ένα θέμα, ενώ ο φωτογράφος έπρεπε να τραβήξει ό,τι προλάβαινε μέσα σε 10 λεπτά. «Στάσου, υπομονή», τον πίεζαν οι συνάδελφοί του. Είχε σημαντική δουλειά να κάνει και αρνιόταν κατηγορηματικά να βιαστεί.

Ο Μπρουκς θυμάται ότι με τον Χεδέρινγκτον ήταν συνάδελφοι στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στο περιοδικό Big Issue. Για πολλούς από τους συντάκτες τα γραφεία του περιοδικού ήταν το δεύτερο σπίτι τους, αλλά ο Χεδέρινγκτον ήταν πάντα περαστικός, ανάμεσα στα ταξίδια του στα πιο άγρια μέρη του πλανήτη.

Ακολούθησε τους αντάρτες στη δυτική Αφρική, τους αμερικανούς στρατιώτες στο Αφγανιστάν και τους πρώτους πυροβολισμούς της Αραβικής Ανοιξης. Κέρδισε τέσσερα βραβεία της Διεθνούς Ενωσης Φωτογράφων και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ για το «Restrepo», το πολεμικό ντοκιμαντέρ που έφτιαξε μαζί με τον αμερικανό συγγραφέα Σεμπάστιαν Γιούνγκερ, βασιζόμενοι στους 15 μήνες που έζησαν στην κοιλάδα Κορενγκάλ του Αφγανιστάν.

Σε αντίθεση με την αντίληψη που είχε για τη δουλειά του, στη ζωή του έτρεχε διαρκώς, σαν να είχε υποσυνείδητα επίγνωση ότι έπρεπε να αξιοποιήσει στο έπακρο κάθε στιγμή.

Παίκτες της Millennium Stars, μιας ποδοσφαιρικής ομάδας αποτελούμενης από πρώην μαχητές κατά τον Πρώτο Λιβεριανό Εμφύλιο, Λιβερία 1999 (Tim Hetherington/IWM London)

Το Αυτοκρατορικό Πολεμικό Μουσείο του Λονδίνου άνοιξε στο κοινό την έκθεση με τίτλο «Storyteller» (Αφηγητής). Παρουσιάζει τις φωτογραφίες και τις ταινίες του Χεδέρινγκτον, τα περιοδικά και τις φωτογραφικές μηχανές του. Οι φωτογραφίες του διηγούνται ιστορίες ανδρών και γυναικών στην πρώτη γραμμή, αλλά εμμέσως διηγούνται και τη δική του ιστορία. Η έκθεση οδηγεί τον επισκέπτη βήμα-βήμα, από την πρώιμη δουλειά του στη Λιβερία μέχρι τη Σιέρα Λεόνε, το Αφγανιστάν και τις τελευταίες μέρες του στη Μισράτα της Λιβύης.

Το στερεότυπο του πολεμικού ανταποκριτή, γράφει ο Μπρουκς στον Guardian, είναι ότι πρόκειται για έναν κυνηγό της συγκίνησης «που φλυαρεί στο περιθώριο σαν ένας παρανοημένος Ντένις Χόπερ στο “Αποκάλυψη Τώρα”». Ο Χεδέρινγκτον, συνεχίζει, δεν ήταν καθόλου κάτι τέτοιο. Ηταν σοβαρός και ιδεαλιστής, επιμελής και με αρχές.

Γι’ αυτό και οι φωτογραφίες του επικεντρώνονται περισσότερο στους ανθρώπους και όχι στη δράση: ο τρομαγμένος νεαρός επαναστάτης με τη χειροβομβίδα του στον πάγκο, ο λοχαγός που κουβαλάει ένα μικρό σκυλάκι που έχει υιοθετήσει. οι βαριεστημένοι στρατιώτες που παλεύουν στο πάτωμα του στρατώνα. Οι εικόνες που βλέπει κανείς στην έκθεση «Storyteller» διατρέχουν σε αντισυμβατικές διαδρομές, μέσα από το μακελειό.

«Γι’ αυτό τόσο πολλοί φωτογράφοι έχουν επηρεαστεί από αυτόν» λέει ο επιμελητής της έκθεσης, Γκρεγκ Μπρόκετ, στον Guardian. «Αν μιλήσει κανείς με ανθρώπους του κλάδου, όλοι γνωρίζουν τη δουλειά του και πιστεύουν ότι είναι υπέροχη. Το ευρύ κοινό, όμως, δεν τον έχει ακούσει ποτέ. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι η έκθεση θα τον εισαγάγει σε ένα ευρύτερο κοινό, ως επικοινωνιακό διερμηνέα, κάποιον που εξετάζει τη σύγκρουση με οπτικά εντυπωσιακούς τρόπους, αλλά που μιλάει γι’ αυτήν με τρόπους που δεν θα περίμεναν ποτέ».

Αμερικανοί στρατιώτες αστειεύονται… παλεύοντας στον κοιτώνα τους, στην κοιλάδα Κορενγκάλ του Αφγανιστάν, Ιούνιος 2008 (Tim Hetherington/IWM London)

Σε μια εποχή (αρχές της δεκαετίας του ’00) που οι περισσότεροι φωτορεπόρτερ περνούσαν στην ψηφιακή τεχνολογία, εκείνος επέμενε να τραβάει με έγχρωμο φιλμ σε αναλογική κάμερα: 10 καρέ σε κάθε ρολό. Αυτό τον ανάγκαζε να σκέφτεται πολύ προσεκτικά πριν από κάθε κλικ, τον έβγαλε από τον ξέφρενο κύκλο των ειδήσεων και τον ώθησε σε θεματικά έργα, όπως η σειρά «Sleeping Soldiers» (Κοιμώμενοι Στρατιώτες), με το κομψό καδράρισμα των στρατιωτικών σε στιγμές ηρεμίας.

Του άρεσε να βυθίζεται στη δυναμική της ομάδας, γράφει ο Μπρουκς. Μαζί με τον Γιούνγκερ, στα βουνά του ανατολικού Αφγανιστάν, συγκέντρωσε πλάνα εκατοντάδων ωρών για να δημιουργήσει το «Restrepo», που πήρε το όνομά του από τον γιατρό της διμοιρίας, ο οποίος σκοτώθηκε νωρίς.

Ο Χεδέρινγκτον έχει χαρακτηριστεί «φωτογράφος της πρώτης γραμμής». Ο φωτογράφος Στίβεν Μέις, εκτελεστικός διευθυντής του Tim Hetherington Trust, έχει ανάμεικτα συναισθήματα γι’ αυτό. «Ο Τιμ έχει περάσει πλέον από τη μνήμη στην Ιστορία» λέει στον Guardian. «Η Ιστορία θα μας δει επιλεκτικά όπως θέλει και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Αλλά νομίζω ότι θα ήταν πολύ λάθος να τον θυμούνται ως πολεμικό φωτογράφο. Δεν όριζε έτσι τον εαυτό του. Τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που τον ενδιέφεραν αποκαλύφθηκαν πιο έντονα σε περιόδους σύγκρουσης. Αλλά το θέμα του δεν ήταν ο πόλεμος. Ηταν πιο βαθύ: οι άνθρωποι».

Ο Τζέιμς Μπράμπαζον, πολεμικός ανταποκριτής που δούλεψε με τον Χεδέρινγκτον στη Λιβερία, θυμάται τις εμπειρίες τους το 2003, όταν κάλυπταν την προέλαση των ανταρτών στην πρωτεύουσα Μονρόβια. «Σφαίρες που πετούν γύρω σου. Θύματα δεξιά και αριστερά». Λέει στον Guardian ότι το 80% του πολεμικού ρεπορτάζ είναι η υλικοτεχνική υποστήριξη. Εχει να κάνει με το να παραμένεις ενυδατωμένος, να είσαι ασφαλής, να μετακινείσαι μεταξύ τοποθεσιών, να ξεκουράζεσαι όταν μπορείς. Ο κίνδυνος, μετά από όλα αυτά, είναι ότι μπορεί να είσαι πολύ εξαντλημένος για να δώσεις προσοχή στην ιστορία, να εστιάσεις στους ανθρώπους και να θυμάσαι γιατί είσαι ακόμα εκεί.

«Για να είμαι ειλικρινής», λέει, «το έβρισκα πολύ δύσκολο να ενδιαφέρομαι για άλλους ανθρώπους. Αισθανόμουν μόνος μου στην κόλασή μου. Αλλά ο Τιμ ήταν πάντα πολύ επίμονος. Η περιέργειά του και η ανθρωπιά του δεν σταματούσαν ποτέ, όσο έντονη κι αν ήταν η κούραση, όσο χάλια κι αν ήταν ο ίδιος. Και τον επηρέασαν βαθιά τα γεγονότα που είδε. Εφερε βαθιά ψυχολογικά τραύματα για το υπόλοιπο της ζωής του. Ομως με κάποιον τρόπο μπορούσε να δημιουργήσει ομορφιά από τη φρίκη. Μπορούσε να καθίσει με κάποιον και να συλλάβει αμέσως την ουσία της ανθρωπότητας, που με κάποιο τρόπο υπήρχε πάντα, έξω από την αρχιτεκτονική του πολέμου».

Μαχητής κατά του Καντάφι στον εμφύλιο της Λιβύης, Απρίλιος 2011 (Tim Hetherington/IWM London)

Στις 20 Απριλίου 2011 ο Χεδέρινγκτον κινηματογραφούσε μέσα στην πολιορκημένη πόλη Μισράτα, όταν ο στρατός των ανταρτών βομβαρδίστηκε από τις κυβερνητικές δυνάμεις του Καντάφι. Η μηριαία αρτηρία του κόπηκε από ένα μικρό θραύσμα. Αιμορραγούσε διαρκώς ενόσω μεταφερόταν στο νοσοκομείο.

«Είναι δύσκολο» λέει ο Μπράμπαζον. «Εχω περάσει χρόνια προσπαθώντας να μην το σκέφτομαι. Μακάρι να ήμουν εκεί. Μακάρι να ήμουν μαζί του. Ζω με την ισχυρή αυταπάτη ότι ο Τιμ θα ήταν ακόμα ζωντανός αν ήμασταν μαζί του εκείνη τη μέρα».

Ο θάνατος του Χεδέρινγκτον τον «πάγωσε» στον χρόνο, όπως και το έργο του, συνεχίζει ο Μπρουκς. Προτρέπει και άλλους να μιλήσουν εκ μέρους του. Το ημιτελές έργο του «Λιβύη» είναι φωτισμένο με φλας, υπερρεαλιστικό. Ο Χεδέρινγκτον είχε αρχίσει να τραβάει φωτογραφίες τους φωτογράφους που τραβούσαν φωτογραφίες. Φαινόταν γοητευμένος από την ανατροφοδότηση του πολέμου, τον τρόπο με τον οποίο μια εικόνα σύγκρουσης επηρεάζει μια άλλη.

Οι πιο στενοί φίλοι του αστειεύονται λέγοντας ότι οι η φράση «ο Τιμ θα έκανε…» είναι πάντα παρακινδυνευμένη. «Κανείς δεν έχει ιδέα τι θα έκανε» λέει ο Μέις στον Guardian. «Ακόμη και ο ίδιος ο Τιμ δεν ήξερε. Δεν ήξερε καν πλήρως ποιος ήταν. Δεν ήξερε πού πήγαινε. Τον γνώριζα για 15 χρόνια και αυτό που τον ενδιέφερε ήταν το ταξίδι».

Μέχρι το 2011, πιστεύει ο Μέις, ο Χεδέρινγκτον είχε εκπληρώσει σε μεγάλο βαθμό την ατζέντα του. «Εξερευνούσε τον κόσμο. Είχε εξερευνήσει τα πολυμέσα. Είχε αναγνώριση, κοινό, υποψηφιότητα για Οσκαρ. Η τραγωδία είναι ότι τον έκοψαν, με τελεία, στο μέσον μιας πρότασης. Ηταν έτοιμος να ξεκινήσει το επόμενο δημιουργικό του ταξίδι και κανείς δεν ξέρει τι θα ήταν αυτό».

Πορτρέτο του Τιμ Χεδέρινγκτον τραβηγμένο από τον ίδιο στη Λιβύη τον Απρίλιο του 2011 (Tim Hetherington/IWM London)

Λίγο πριν τον θάνατό του ο Χεδέρινγκτον παρήγαγε ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας 19 λεπτών με τίτλο «Diary» (Ημερολόγιο). Είναι μια παράξενη δουλειά: η ελεύθερη αφήγηση 10 ετών πολεμικού ρεπορτάζ, μια διασταύρωση μεταξύ βροχερών αφρικανικών δρόμων και πολυσύχναστων δρόμων του Λονδίνου, που μας εισάγει στον απόηχο μιας σφαγής στο ανατολικό Τσαντ. Ο Χεδέρινγκτον πήγε για να καταγράψει τα απομεινάρια: τις σπασμένες γλάστρες, τα καμένα καλαμπόκια και την απανθρακωμένη σκιά σε σχήμα ανθρώπου που απλώνεται στο γρασίδι.

«Στάσου, απλά υπομονή» λέει στον αφρικανό ξεναγό που προσπαθεί να τον κάνει να βιαστεί. Ζητούσε συνεχώς περισσότερο χρόνο, καταλήγει ο Μπρουκς, το «δύστροπο αυτό κάθαρμα». Υπήρχαν πάντα τόσα πολλά πράγματα που ήθελε να κάνει…