Την άνοιξη του 1989 ο Τσαν Λιού ήταν 20 ετών και σπούδαζε σχέδιο μόδας στο Πεκίνο, ωστόσο το πάθος του ήταν η φωτογραφία. Από τα μέσα Απριλίου έως και τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου εκείνης της χρονιάς περιφερόταν στα πέριξ της πλατείας Τιενανμέν απαθανατίζοντας το πλήθος των φοιτητών, των εργατών και των διανοουμένων που είχαν καταλάβει την πλατεία, το σύμβολο της εξουσίας στην κομμουνιστική Κίνα.
Ο νεαρός φοιτητής, έχοντας εντυπωσιαστεί από τον ζήλο των διαδηλωτών, πίστευε τότε πως η κατάσταση στην πατρίδα του μόνον να βελτιωθεί θα μπορούσε, πως η έκβαση των κινητοποιήσεων θα ήταν θετική. Στη συνέχεια, ωστόσο, τη νύχτα μεταξύ της 3ης και της 4ης Ιουνίου συνέβη αυτό που κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε ποτέ να συμβεί, ούτε καν το βράδυ της 18ης Μαΐου, όταν τα μέλη του Πολίτμπιρο του Κόμματος ενέκριναν την επιβολή στρατιωτικού νόμου. Επειτα από σχετική εντολή του Ντενγκ Σιάοπινγκ ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός κατέλαβε τους δρόμους και την πλατεία με στόχο να απαλλάξει το Πεκίνο από τους άοπλους πολίτες που ζητούσαν την πάταξη της διαφθοράς και περισσότερες δημοκρατικές ελευθερίες. Τελικός απολογισμός, εκατοντάδες έως και 2.500 νεκροί.
Την επομένη της σφαγής ο Τσαν Λιού έβγαλε μερικές ακόμα φωτογραφίες (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και μία με τις άψυχες σορούς είκοσι ανθρώπων στοιβαγμένες σε έναν διάδρομο νοσοκομείου) αλλά επέλεξε να σταματήσει. Γιατί εκείνη την ημέρα η μυρωδιά του αίματος ήταν διάχυτη στο αέρα και «εγώ δεν μπορούσα να αντέξω» αποκάλυψε ο ίδιος τριάντα χρόνια μετά μιλώντας στους New York Times, τριάντα χρόνια κατά τα οποία προσπαθούσε να ξεχάσει τα 60 φιλμ που είχε προλάβει να γεμίσει με 2.000 φωτογραφίες, τις ημέρες πριν από τη δολοφονική καταστολή του φοιτητικού κινήματος.
Ο κ. Λιού εργάστηκε ως φωτογράφος στο Πεκίνο έως το 2016, χρονιά κατά την οποία αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Καλιφόρνια. Εγκαταλείποντας την πατρίδα του επέλεξε να αφήσει πίσω του τα 60 φιλμ. Τον περασμένο Μάρτιο, ωστόσο, ζήτησε από έναν φίλο του να του φέρει τα αρνητικά από την Κίνα, και έπειτα από έναν μήνα αφότου προέβη στην ψηφιοποίηση των φωτογραφιών, μπόρεσε να τις δει πρώτη φορά ξανά.
Αποφάσισε τελικά να τις δημοσιεύσει αφότου διαπίστωσε ότι η έφηβη κόρη του, η οποία έως και πριν από μια τριετία ήταν μαθήτρια στην Κίνα, δεν γνώριζε το παραμικρό για τα γεγονότα που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία της χώρας της. Και δυστυχώς ελάχιστα γνωρίζει σημαντική μερίδα της κινεζικής νεολαίας, εξαιτίας της επιτυχημένης εκστρατείας του κινεζικού καθεστώτος με στόχο την αποσιώπηση της αιματηρής καταστολής.
«Το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας βασίζει τη διακυβέρνηση σε ένα ψέμα. Φοβάται πως περισσότεροι άνθρωποι θα μάθουν την αλήθεια. Ο συλλογισμός των γεγονότων είναι δυνατός μόνον σε έναν δημοκρατικό και ειρηνικό τόπο. Υπό ένα αυταρχικό καθεστώς οποιαδήποτε συζήτηση είναι αδύνατη» εξήγησε ο 50χρονος, πλέον, κινέζος φωτογράφος. Προέβη στη δημοσίευση των φωτογραφιών χάρη στη στήριξη της «Ανθρωπιστικής Κίνας» (Humanitarian China), μιας οργάνωσης με έδρα την Καλιφόρνια που στηρίζει κινέζους αντιφρονούντες και τις οικογένειές τους. Πλέον ο κ. Λιού συγκαταλέγεται μεταξύ μιας μικρής ομάδας Κινέζων (ιστορικών, συγγραφέων, φωτογράφων και καλλιτεχνών) που επιδίωξαν να καταγράψουν τα κεφάλαια της κινεζικής ιστορίας που το ΚΚ προσπαθεί ακόμα να διαγράψει από τη συλλογική μνήμη του λαού.
Οσον αφορά τα θύματα εκείνης της τραγικής βραδιάς, «είτε ήταν φοιτητές ή πολίτες, ακτιβιστές υπέρ της δημοκρατίας ή κακοποιά στοιχεία σύμφωνα με το Κομμουνιστικό Κόμμα, αυτοί οι νέοι άνθρωποι δεν έπρεπε να πεθάνουν. Δεν έπρεπε να σκοτωθούν από τις σφαίρες. Αυτό δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με κανέναν τρόπο» υποστήριξε.
Τις ημέρες μετά τη σφαγή ο κ. Λιού παρέμεινε κλεισμένος στο σπίτι του δεδομένου ότι η πόλη βρισκόταν υπό τον έλεγχο του στρατού και οι αρχές προέβαιναν σε συλλήψεις πολιτών, πολλοί από τους οποίους κατέληξαν στη φυλακή. «Εκείνες τις ημέρες όλα ήταν συγκεχυμένα. Ολοι περπατούσαν με το κεφάλι σκυμμένο και αυτό συνεχίζεται έως σήμερα» υπογράμμισε, καταλήγοντας, ο κ. Λιού.