Κόντευε να ξημερώσει και η Τζέιν Αμίλια Λάρσον είχε φτάσει στα όριά της. Οδηγούσε επί ώρες πάνω κάτω στη λεωφόρο Σάντα Μόνικα του Λος Αντζελες, έχοντας ένα πλουσιόπαιδο στο πίσω κάθισμα της πολυτελούς λιμουζίνας, που έπινε ασταμάτητα και προσπαθούσε να βρει μία… εκδιδόμενη τραβεστί.
Κάποια στιγμή, ο 20χρονος λιποθύμησε από το πολύ αλκοόλ και όταν ξύπνησε, κατούρησε μέσα στο αμάξι. Η σοφέρ του απηύδησε, και έπειτα από επικοινωνία με τα κεντρικά της εταιρείας ενοικίασης πολυτελών αυτοκινήτων με σοφέρ, τον μετέφερε σπίτι του, μία έπαυλη στην πιο πλούσια γειτονιά της πόλης. Οταν έφτασαν στην πύλη, ο νεαρός πανικοβλήθηκε κι έβαλε τα κλάματα, λέγοντας ότι δεν τον αγαπά κανείς και την παρακαλούσε να μην ξυπνήσει τους γονείς του γιατί τον μισούν.
Ενας ηλικιωμένος κύριος -μάλλον από το προσωπικό- τους περίμενε στο σκοτάδι, άνοιξε την πόρτα, έβγαλε έξω τον μεθυσμένο νέο και προσπάθησε να τον καθησυχάσει: «Εφτασες σπίτι τώρα, όλα θα πάνε καλά».
Η Λάρσον θυμάται πόσο περίεργο και τρομακτικό ήταν αυτό το σκηνικό, λίγους μήνες μόνο αφού είχε πιάσει δουλειά ως σοφέρ πλούσιων και διάσημων. Και αισθάνθηκε τυχερή που δεν είδε χειρότερα, όταν έμαθε ότι ο συγκεκριμένος πελάτης, ο οποίος μπαινόβγαινε στα κέντρα αποτοξίνωσης, συχνά επιδείκνυε αισχρή συμπεριφορά μέσα στα αυτοκίνητα, κάνοντας πράγματα «που δεν θα πίστευες», ακόμα και το να… αφοδεύει στο πίσω κάθισμα.
Οσο περισσότερο καιρό περνούσε πίσω από το τιμόνι βέβαια, η Λάρσον έβλεπε κι άλλες περίεργες και απίστευτες συμπεριφορές από τους πελάτες της. Αφού εργάστηκε στην υπηρεσία μίας ζάπλουτης πριγκίπισσας και της κουστωδίας της από την Σαουδική Αραβία, έγραψε ένα θεατρικό έργο και βιβλίο για την εμπειρία της, με τίτλο «Driving the Saudis».
Μιλώντας στην Guardian, η συγγραφέας θυμάται πως ξεκίνησε να εργάζεται ως σοφέρ για να έχει ελεύθερο χρόνο να δουλεύει και σε ταινίες, γρήγορα όμως, κατάλαβε ότι οι ιδιότροποι πελάτες της απαιτούσαν να είναι στην υπηρεσία τους ακόμα και 18 ώρες, με ωρομίσθιο 11 δολάρια. Βέβαια, μερικές φορές, όχι συχνά, οι πελάτες αποδεικνύονταν… χουβαρντάδες και της έδιναν γερό πουρμπουάρ, ακόμα και 500 δολάρια.
Στο Χόλιγουντ, οδήγησε πολλούς διάσημους, σταρ και ατζέντηδες -κάποιοι έκαναν σεξ στο πίσω κάθισμα κι άλλοι έψαχναν να αγοράσουν ναρκωτικά. Ομως, όπως λέει η ίδια, η χειρότερη εμπειρία της ήταν η οικογένεια της πριγκίπισσας Ζααχίρ (για ευνόητους λόγους, δεν είναι το πραγματικό της όνομα), που είχε ναυλώσει 40 οδηγούς για επτά εβδομάδες χωρίς κανένα ρεπό, οι οποίοι έπρεπε να ήταν επί ποδός 24 ώρες το 24ωρο. Οι οδηγοί μετέφεραν τα παιδιά της, το υπηρετικό προσωπικό, τις νταντάδες, τους σωματοφύλακες, τους κομμωτές κλπ.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτή η δουλειά τους. Ενα βράδυ, κι αφού είχε δουλέψει για 12 ώρες, της ζήτησαν να φέρει 27 σωληνάρια από μία συγκεκριμένη κρέμα αποτρίχωσης. «Πήγα σε 20 τουλάχιστον σουπερμάρκετ σε όλο το Λος Αντζελες και πήρα όλες τις κρέμες. Οταν όμως, τις πήγα στην έπαυλη, η γραμματέας της πριγκίπισσας μου είπε “κρίμα, είναι πολύ αργά τώρα”.
Μια άλλη μέρα, έπρεπε να μεταφέρει στην έπαυλη μία από τις καλύτερες φίλες της πριγκίπισσας, από κλινική πλαστικής χειρουργικής στο Μπέβερλι Χιλς, μετά από μία επέμβαση. Εντρομη, την είδε να λιποθυμά στο πεζοδρόμιο, πριν μπει στο αμάξι. «Ζήτησα βοήθεια από μία παρέα αντρών για να την βάλουμε στο αυτοκίνητο».
«Μετά από μέρες χωρίς φαγητό και ύπνο και το απόλυτο χάος, καθώς οι εντολές μου από τους Σαουδάραβες άλλαζαν κάθε λεπτό, συνειδητοποίησα ότι στόχος σε αυτή τη δουλειά είναι πλέον να επιβιώσω. Μας κρατούσαν επίτηδες σε εγρήγορση με τις παράλογες απαιτήσεις τους και οι υπηρέτες τους μας φέρονταν το ίδιο άσχημα».
Μόνο με την ίδια την πριγκίπισσα τα πήγε καλά η Λάρσον. «Επειδή, λόγω θέσης, δεν μπορούσε να βγαίνει βράδια και να πηγαίνει στα καζίνο ή άλλα κέντρα, της έλεγα τι γινόταν εκεί μέσα και τι έκανε ο κάθε υπηρέτης της. Εκανα παντομίμα και αυτό την διασκέδαζε αφάνταστα».
Στο τέλος πάντως, της σύμβασης, η Λάρσον πήρε μόλις 1.000 δολάρια πουρμπουάρ από την πριγκίπισσα, επειδή ήταν γυναίκα, ενώ όλοι οι άλλοι άντρες οδηγοί πήραν τα πενταπλάσια.
Τα τελευταία χρόνια, η ζήτηση για σοφέρ και λιμουζίνες έχει αυξηθεί παγκοσμίως. Μόνο στο Λονδίνο, υπάρχουν 12.000 πολυτελείς Mercedes προς ενοικίαση. Εκτός από καθήκοντα οδηγού, οι σοφέρ πρέπει σε αρκετές περιπτώσεις να διαθέτουν και άλλα προσόντα. Η εταιρεία Capstar, για παράδειγμα, δημιουργήθηκε από βετεράνους των πολέμων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και προσλαμβάνει πρώην στελέχη των σωμάτων ασφαλείας, τα οποία μπορούν να προστατέψουν τους πελάτες τους σε περίπτωση κινδύνου. Ανάμεσα στα καθήκοντα των σοφέρ της εταιρείας, μπορεί να είναι κάθε λογής απαίτηση των πελατών τους, από το να ψωνίζουν διαμάντια από ακριβά κοσμηματοπωλεία μέχρι να… βγάζουν τις καρέκλες στον κήπο.
Ο μισθός των σοφέρ κυμαίνεται από 35.000 έως 60.000 λίρες τον χρόνο, συν πουρμπουάρ και διάφορα μπόνους για την αφοσίωσή τους, τα χρόνια εργασίας και φυσικά, την εχεμύθειά τους.
Πάντως, οι δισεκατομμυριούχοι από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία συνήθως δεν είναι και οι πιο ευγενικοί πελάτες, σύμφωνα με τους υπεύθυνους των εταιρειών. Αλλά και οι διασημότητες έχουν άλλα προβλήματα. Οπως λέει ο Τζέρολντ Γούνστελ, βετεράνος σοφέρ επί 24 χρόνια, «πρέπει να τους περιμένεις για ώρες γιατί το πρόγραμμά τους δεν είναι ποτέ σταθερό και δεν ξέρεις πότε θα φτάσουν και επίσης, αρκετοί είναι τσιγκούνηδες. Μετά από λίγο καιρό, κατάλαβα ότι προτιμώ να οδηγώ “συνηθισμένους, βαρετούς” ανθρώπους και όχι διασημότητες. Αρκετοί συνάδελφοί μου θαμπώνονται από τη λάμψη των σταρ και ξεχνούν ότι είναι απλά οι οδηγοί τους. Μια φορά, ο Ντέιβ Στιούαρτ των Eurythmics μού είπε να πάω στο πάρτι για τα γενέθλιά του. Αλλά αρνήθηκα γιατί δεν είχα θέση εκεί. Δεν ήμουν φίλος του, ήμουν επαγγελματίας και δεν είχα δουλειά να μιλάω με τον Ελβις Κοστέλο σε ένα πάρτι».