Ο Βλαντίμιρ Πούτιν ονειρεύεται να γιορτάσει την 9η Μαΐου, την επέτειο της συντριβής της χιτλερικής Γερμανίας από τον Κόκκινο Στρατό το 1945, με μια «παρέλαση της νίκης» στην ισοπεδωμένη Μαριούπολη. Στο μυαλό του ρώσου προέδρου ο τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία δίχως την επικράτηση των δυνάμεων του είναι σχεδόν αδιανόητη.
Την ίδια ώρα ο Τζο Μπάιντεν εμφανίζεται ολοένα πιο πεπεισμένος ότι οι δυνάμεις εισβολής του Κρεμλίνου και μαζί τους και ο Πούτιν, όχι μόνον πρέπει αλλά είναι δυνατό και ενδέχεται, τελικά, να ηττηθούν στα πεδία των μαχών. Οσον αφορά την Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο ουκρανός πρόεδρος, επαναλαμβάνοντας το αίτημά του για περισσότερα όπλα από τη Δύση, υποστήριξε ότι ο ουκρανικός στρατός είναι ανώτερος από τον ρωσικό και, «επί ίσοις όροις, θα είχαμε ήδη τερματίσει αυτόν τον πόλεμο».
Ωστόσο εάν συνυπολογιστούν τα παραπάνω δεδομένα, το ερώτημα που θέτουν η Λιάνα Φιξ και ο Μάικλ Κίματζ του German Marshall Fund ως τίτλο μιας ανάλυσής τους στο Foreign Affairs, καθίσταται άκρως δυσοίωνο: «Τι θα συμβεί εάν ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν τελειώσει;», διερωτώνται, τι θα γίνει εάν ο πόλεμος συνεχιστεί επί πολλούς μήνες, εάν όχι χρόνια, επειδή καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές δεν είναι διατεθειμένη να προσφέρει στον αντίπαλο οτιδήποτε θα μπορούσε να μοιάζει με νίκη ή κατάκτηση;
Χαμένοι στο πεδίο της μάχης
Πρακτικά, από τη μια πλευρά ο Πούτιν γνωρίζει πως απέχει πολύ από το να επιτύχει του στόχους που είχε θέσει αρχικά. Απέτυχε να κατακτήσει αστραπιαία το Κίεβο και την Ουκρανία, δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι και να αντικαταστήσει την κυβέρνησή του, ενίσχυσε αντί να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ (το οποίο ενδέχεται να διευρυνθεί κιόλας με την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας) και απέδειξε περισσότερο την ανικανότητα, παρά την ισχύ, των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων. Συγχρόνως, όμως, απέχει επίσης πολύ από το να αποδεχθεί αυτήν την πραγματικότητα.
Από την άλλη πλευρά η ρωσική βαρβαρότητα – οι ανηλεείς βομβαρδισμοί ουκρανικών πόλεων και οι φρικαλεότητες κατά αμάχων – αποτρέπουν και την ουκρανική κυβέρνηση και τον ουκρανικό λαό από το να αποδεχτούν μια ειρηνευτική συμφωνία που θα περιλαμβάνει εδαφικές παραχωρήσεις στη Μόσχα ή, ακόμα χειρότερα, θα μοιάζει με συνθηκολόγηση. Και, δεδομένου ότι αμφότερες οι πλευρές εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μπορούν να κερδίσουν πλεονεκτήματα στο έδαφος, συνεχίζοντας να πολεμούν, το ενδεχόμενο ενός μακροχρόνιου πολέμου είναι ανησυχητικά πιθανό.
Ο χρόνος είναι με το μέρος της Ρωσίας
Ποιος θα ωφελούνταν περισσότερο από έναν «forever war», από έναν ατέρμονο πόλεμο; Θεωρητικά, αναφέρουν οι δύο αμερικανοί αναλυτές, η Ρωσία. Εστω και μόνο επειδή ο πόλεμος για τους Ουκρανούς, είναι καταστροφικός όχι μόνο από ανθρωπιστική αλλά και από οικονομική άποψη (η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι φέτος η ουκρανική οικονομία θα μειωθεί έως και 45%).
Επίσης είναι ανώφελο να μην αναφέρεται ότι η διεθνής υποστήριξη και αλληλεγγύη προς την Ουκρανία θα μπορούσε να αποδυναμωθεί με τον καιρό: «οι μεταμοντέρνες, εμπορικά προσανατολισμένες δυτικές κοινωνίες που είναι συνηθισμένες στις ανέσεις ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου εν καιρώ ειρήνης, θα μπορούσαν να χάσουν το ενδιαφέρον τους για τον πόλεμο – σε αντίθεση με τον πληθυσμό της Ρωσίας, τον οποίο η προπαγανδιστική μηχανή του ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν έχει αναστατώσει και κινητοποιήσει στα πλαίσια μιας κοινωνίας εν καιρώ πολέμου». Αλλωστε, «άλλες συγκρούσεις, όπως ο πόλεμος στη Συρία που έχει ξεχαστεί εδώ και καιρό, καταδεικνύουν ότι ένας ατέρμονος πόλεμος μπορεί να καταστεί ενοχλητικός για τις άνετες και αφηρημένες κοινωνίες».
Η διεθνής πολιτική σκηνή
Οσον αφορά την κατάσταση στη διεθνή σκηνή, θα μπορούσε να καταστεί πολύ πιο ευνοϊκή για το Κρεμλίνο, εάν την ερχόμενη Κυριακή η Μαρίν Λεπέν κερδίσει τη γαλλική προεδρία (ενδεχόμενο μάλλον απίθανο αλλά σε καμία περίπτωση αδύνατο) και ο Ντόναλντ Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Στα πλαίσια ενός μακροχρόνιου πολέμου υπέρ της Μόσχας θα λειτουργήσει, φυσικά, και το γεγονός πως διαθέτει μια τεράστια δεξαμενή στρατιωτών και λοιπών στελεχών για τις ένοπλες δυνάμεις της.
Η Λιάνα Φιξ και ο Μάικλ Κίματζ παραθέτουν επίσης μια εξαιρετικά σημαντική διαπίστωση/ προειδοποίηση του περίφημου γάλλου πολιτικού στοχαστή Αλεξίς ντε Τοκβίλ: «Κανένας παρατεταμένος πόλεμος δεν μπορεί να μην θέσει σε κίνδυνο την ελευθερία μιας δημοκρατικής χώρας».
Σχετικά με τις κυρώσεις, είναι αλήθεια ότι όσο περνούν οι μήνες, θα πρέπει να καθίστανται ολοένα και πιο δυσβάσταχτες για τη ρωσική οικονομία. Ομως αληθεύει επίσης πως οι κυρώσεις έχουν αρχίσει να αποτελούν βάρος και για την Ευρώπη. Ειδικά εάν ληφθεί υπόψη πως ο πόλεμος προκαλεί ήδη μια παγκόσμια επισιτιστική κρίση, οι συνέπειες της οποίας θα μπορούσαν να πλήξουν και την Ευρώπη με τη μορφή ορδών πεινασμένων ανθρώπων, ειδικά από χώρες της Αφρικής.
Εγρήγορση
Ως εκ τούτου, συμπεραίνουν οι Φιξ και Κίματζ, τα κράτη της Δύσης πρέπει να προετοιμαστούν για το ενδεχόμενο ενός πολέμου που συνεχίζεται επί μήνες ή, ενδεχομένως, και χρόνια. Πώς, όμως, μπορεί να γίνει αυτό;
Καταρχάς προετοιμάζοντας την κοινή γνώμη: «Οι δυτικοί πολιτικοί θα πρέπει να αντιμετωπίσουν προληπτικά αυτήν την πρόκληση και να εξηγήσουν γιατί η υποστήριξη προς την Ουκρανία δεν είναι απλώς αλτρουιστική, αλλά ουσιαστικά θεμελιώδης για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και για το μέλλον των ελεύθερων κοινωνιών. Αυτή η εκστρατεία για την υποστήριξη της Ουκρανίας δεν θα διεξαχθεί δίχως κόστος. Αλλά εάν ο Πούτιν νικήσει στην Ουκρανία, θα ενθαρρυνθεί να διευρύνει την περίμετρο της ρωσικής επιθετικότητας», εξηγούν. Αντιθέτως, «εάν επικρατήσει η Ουκρανία, η κυριαρχία της θα δημιουργήσει ένα σημαντικό προηγούμενο για την προώθηση μιας σταθερής διεθνούς φιλελεύθερης τάξης».
Ωστόσο σε καμία περίπτωση οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη «δεν πρέπει να ωθήσουν το Κίεβο προς μια συμφωνημένη διευθέτηση. Ούτε θα πρέπει να μπλοκάρουν μια συμφωνία εάν ο Ζελένσκι καταφέρει να καταλήξει σε κάποια που θα είναι αποδεκτή από τον ίδιο και τον ουκρανικό λαό. Αλλά αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο μετά από χρόνια μάχης. Εν τω μεταξύ οι ηγέτες των ΗΠΑ και της Ευρώπης πρέπει να εξηγήσουν στην κοινή γνώμη τι διακυβεύεται – για τους Ουκρανούς και για τον κόσμο – σε αυτόν τον πόλεμο».
Με άλλα λόγια, έχοντας κατά νου τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος συνιστούσε επιμονή και αποφασιστικότητα και ποτέ δεν υποσχέθηκε μια γρήγορη νίκη, και γνωρίζοντας πως η Ουκρανία θα δεχτεί πολλά βαριά πλήγματα σε έναν πόλεμο με εκτεταμένες στρατηγικές, πολιτικές και ανθρωπιστικές συνέπειες, «οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους θα πρέπει να προετοιμαστούν για να στηρίξουν την Ουκρανία επί μακρόν».