Στον πρώτο κύκλο της σειράς «The Good Place», ο Τσίντι Αναγκόνιε, καθηγητής ηθικής και φιλοσοφίας, αντιμετωπίζει ένα δίλημμα όταν μια συνάδελφός του ζητά τη γνώμη του για ένα καινούργιο ζευγάρι μπότες. Ο Τσίντι τις απεχθάνεται, αλλά για να μην την πληγώσει, της λέει ότι του αρέσουν. Αμέσως, όμως, μετανιώνει για το ψέμα του και δεν ησυχάζει ούτε όταν η φίλη του τού λέει: «Μερικές φορές λέμε ψέμα για λόγους ευγενείας». Τελικά, ο Τσίντι δεν αντέχει την ενοχή και ομολογεί την αλήθεια: «Αυτές οι μπότες είναι απαίσιες και τις μισώ!», λέει στην συνάδελφό του και φυσικά την πληγώνει.
Για τον Τσίντι και άλλους φιλοσόφους, η υποχρέωση να μην ψεύδεται βρίσκεται πάνω από όλες τις άλλες ηθικές επιταγές, ακόμη και από το να μην πληγώσει συναισθηματικά κάποιον. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, λίγοι άνθρωποι τηρούν μια τόσο αυστηρή επιταγή. Το να λέμε ψέματα είναι κάτι αποδεκτό στην καθημερινή μας ζωή, από την αυτόματη απάντηση «καλά», στην ερώτηση «τι κάνεις;», μέχρι τον έπαινο στη φίλη που μας ρωτά αν μας αρέσει το φοβερό νέο της κούρεμα (ή ένα καινούργιο ζευγάρι μπότες…)
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το ψέμα είναι πανταχού παρόν στη ζωή μας, οι περισσότεροι από εμάς δεν είμαστε πολύ καλοί στην ανίχνευσή του, γράφει στο BBC, η Ρέιτσελ Νέουγερ. Τι θα συνέβαινε, όμως, αν μπορούσαμε να καταλάβουμε πότε μας λένε ψέματα; Το σίγουρο είναι ότι ο τεχνολογικός ή ψυχολογικός μηχανισμός, που θα ενεργοποιούσε αυτή την ικανότητα, θα μπορούσε να αποκαλύψει τον (συχνά) παραγνωρισμένο και υποτιμημένο ρόλο που παίζει το ψέμα στη ζωή μας.
Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι οι άνθρωποι άρχισαν να λένε ψέματα σχεδόν αμέσως μόλις εφευρέθηκε η γλώσσα, κατ’ αρχάς για να ηγηθούν: «Το ψέμα είναι τόσο εύκολο σε σύγκριση με άλλους τρόπους απόκτησης εξουσίας», δήλωσε στο National Geographic η Σισέλα Μπόκ, φιλόσοφος του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, «Είναι πολύ πιο εύκολο να αποσπάσετε από κάποιον χρήματα λέγοντάς του ψέματα από το να τον χτυπήσετε στο κεφάλι ή να ληστέψετε μια τράπεζα».
Σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, το ψέμα υπήρξε επίσης χρήσιμη «εξελικτική ανάγκη που προστατεύει από βλάβες», λέει ο Μάικλ Λιούις, καθηγητής παιδιατρικής και ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Rutgers. Στη χρησιμότητά του περιλαμβάνεται βεβαίως και η προστασία από διώξεις – κάτι για το οποίο το ψέμα εξακολουθεί να διευκολύνει πολλούς ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Αν για παράδειγμα, ήταν δυνατό ξαφνικά να ανιχνευτούν όλα τα ψέματα, τότε θα κινδύνευε η ζωή πολλών ανθρώπων σε χώρες όπου η απιστία, η ομοφυλοφιλία ή ορισμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι απαγορευμένες.
Το ψέμα, όμως, μας ωφελεί ακόμα και σε λιγότερο σοβαρά θέματα. Για παράδειγμα, αν λέγαμε στον προϊστάμενό μας τι πιστεύαμε πραγματικά γι’ αυτόν ή γιατί δεν τελειώσαμε τη δουλειά μας την ώρα που έπρεπε, θα μπορούσαμε ακόμη και να απολυθούμε.
Λέμε ψέματα για να παρουσιάσουμε μια καλύτερη εικόνα του εαυτού μας αλλά και έναν αέρα επαγγελματισμού: «Πρόσφατα, καθυστέρησα σε μια συνάντηση και είπα ότι άργησε το μετρό», λέει ο Κανγκ Λι, καθηγητής εφαρμοσμένης ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, «Στην πραγματικότητα, άργησα λόγω δικής μου υπαιτιότητας, αλλά επαγγελματικά δεν νομίζω ότι θα ήταν καλό για μένα αν οι συνάδελφοί μου μπορούσαν να το ανιχνεύσουν αυτό».
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν περιπτώσεις που θα ήταν καλό να γνωρίζουμε πότε μας λένε ψέματα, υποστηρίζει ο Κλαρκ Φρέσμαν, καθηγητής του δικαίου στο Πανεπιστήμιο Hastings της Καλιφόρνιας, και ειδικός στην ανίχνευση ψεύδους. Κάνοντας τις σωστές ερωτήσεις κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων και παίρνοντας ακριβείς απαντήσεις, υπάλληλοι προερχόμενοι από μειονότητες, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν πιο εύκολα μισθούς και θέσεις εργασίας ισότιμες με αυτές των υπολοίπων.
«Για μένα, ένας κόσμος στον οποίο οι άνθρωποι θα μπορούσαν να γνωρίζουν την αλήθεια θα ήταν ένας σπουδαίος κόσμος», λέει ο Φρέσμαν, «Θα είχαμε λιγότερες διακρίσεις και περισσότερη ισότητα». Αλλά θα είχαμε και άλλα συναισθήματα. Για τους περισσότερους από εμάς, ένας κόσμος χωρίς ψέματα θα έπληττε άμεσα την εικόνα μας, λέει ο Νταν Αράιλι, καθηγητής συμπεριφορικών οικονομικών και ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο του Duke στη Βόρεια Καρολίνα: «Η ζωή με την αλήθεια σημαίνει ότι θα είχατε πιο ειλικρινή, αυστηρή ανατροφοδότηση για την δουλειά σας, για τον τρόπο που ντύνεστε, που φιλάτε και άλλα ζητήματα όπως αυτά», λέει, «Θα συνειδητοποιούσατε ότι οι άλλοι δεν σας δίνουν μεγάλη σημασία, και ότι δεν είστε τόσο σημαντικοί ούτε έχετε τόσο υψηλά προσόντα όσο νομίζετε ότι έχετε»
Από την άλλη πλευρά, μια εντελώς ειλικρινής ανατροφοδότηση θα μας έδινε την ευκαιρία για αυτοβελτίωση και μάθηση, αλλά ο Αράιλι δεν είναι σίγουρος αν το ψέμα αποτελεί αξιόλογο εμπόδιο. Τα πλήγματα στην εικόνα του εαυτού θα ξεκινούσαν ουσιαστικά από τη στιγμή που θα μαθαίναμε να μιλάμε, κάτι που θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες στην ανάπτυξη των παιδιών.
«Φανταστείτε ένα παιδί που λέει “μπαμπά, μαμά, κοιτάξτε τη ζωγραφιά μου” » κι εσείς απαντάτε: “Είναι φρικτό!”», λέει ο Λι, «Οι αρνητικές επιπτώσεις θα ήταν άμεσες». Θα χανόταν επίσης κάτι από την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, μεταξύ άλλων και μαγικές φιγούρες, όπως ο Αγιος Βασίλης, και το λαγουδάκι του Πάσχα. Αντ΄ αυτού, η περιέργεια των παιδιών θα τα έκανε να εκτεθούν πολύ νωρίς στις σκληρές πραγματικότητες της ζωής, κάτι που δεν θα ήταν απαραίτητα καλό.
«Υπάρχουν πολλά πράγματα που αν τα γνώριζαν τα παιδιά, θα τους ήταν δύσκολο να τα καταλάβουν», λέει ο Πολ Εκμαν, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Φρανσίσκο, «Η απόκρυψη, ιδιαίτερα από τους γονείς στα παιδιά, δεν είναι κακόβουλη».
Τα παιδιά, βέβαια, μαθαίνουν την κοινωνική αξία του ψεύδεσθαι από πολύ νεαρή ηλικία. «Η μαμά μπορεί να πει στο παιδί “H γιαγιά θα σου δώσει ένα δώρο και θα πρέπει να της πεις ότι σ’ αρέσει, αλλιώς θα την πληγώσεις”», λέει ο Λιούις. Οι έρευνες δείχνουν ότι μέχρι την ηλικία των 3-4 ετών πολλά παιδιά έχουν μάθει την τέχνη του ευγενικού ψέματος.
Ο Λιούις διαπίστωσε επίσης ότι όσο πιο έξυπνο και συναισθηματικά ώριμο είναι ένα παιδί, τόσο πιο πιθανό είναι να πει ψέματα όταν ρωτηθεί αν κοίταξε ένα παιχνίδι ενώ του είχαν πει να μην το κοιτάξει. Ο ΚανγκΛι και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν επίσης ότι τα παιδιά έχουν γνωστικά οφέλη όταν μαθαίνουν να λένε ψέματα.
Ως ενήλικες, οι περισσότεροι από εμάς λέμε ψέματα σε τακτική βάση. Σε μια μελέτη του 1996, η Μπέλα ντε Πάουλο, κοινωνική ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα, διαπίστωσε ότι οι φοιτητές έλεγαν ψέματα μία φορά σε κάθε τρεις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις ενώ οι ηλικιωμένοι το έκαναν περίπου μία φορά κάθε πέντε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. «Σε πολλά από τα ψέματα της καθημερινής ζωής, οι άνθρωποι προσποιούνται ότι αισθάνονται καλύτερα από ότι πραγματικά συμβαίνει», γράφει η Ντε Πάουλο στο PsychCentral, «Εάν σας συμπαθούν, μπορεί να προσπαθήσουν να το καλύψουν. Και αν βαριούνται αυτά που λέτε, μπορούσαν να προσπαθήσουν να δείξουν ότι ενδιαφέρονται».
Πράγματι, όσον αφορά στις διαπροσωπικές σχέσεις, «θα ήταν καταστροφή αν μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε τα ψέματα και την εξαπάτηση», λέει ο Λιούις, «Το ψέμα είναι απόλυτη αναγκαιότητα σε μια κουλτούρα με την ηθική αντίληψη ότι δεν θέλει κανείς να βλάψει τα συναισθήματα των άλλων».
Στο τέλος ενός δείπνου, για παράδειγμα, συνήθως λέμε στους οικοδεσπότες μας ότι περάσαμε πολύ ωραία, ακόμα κι αν μισήσαμε κάθε στιγμή. Οι οικοδεσπότες το πιστεύουν εύκολα, και δεν έχουν καμιά επιθυμία να μάθουν πόσο απαίσια βρήκαμε τόσο την παρέα όσο και το φαγητό τους. Το μειονέκτημα αυτής της μορφής ευγενούς ψέματος, λέει ο Λιούις, είναι ότι θα μπορούσαν να μας προσκαλέσουν ξανά, «αλλά αυτό είναι το τίμημα» όταν μας νοιάζουν τα συναισθήματα των άλλων. Σε έναν κόσμο χωρίς τέτοια ευγενικά ψέματα, οι φιλίες θα κατέρρεαν, οι επαγγελματικές σχέσεις θα ήταν τεταμένες και οι οικογενειακές συγκεντρώσεις θα ήταν ακόμη πιο πιεστικές από ό, τι είναι ήδη.
Αλλά ούτε οι ερωτικές σχέσεις ξεφεύγουν από τα ψέματα. Σε μια μελέτη του 1989, της Σάντρα Μετς στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις -κλασική πλέον- μόλις 33 από τους 390 συμμετέχοντες δεν κατάφεραν να θυμηθούν μια κατάσταση στην οποία «δεν ήταν εντελώς ειλικρινείς» με έναν σύντροφο. Ομοίως, το 2013 οι Τζένιφερ Γκάθρι και Εϊντριαν Κούνκελ, από το Πανεπιστήμιο του Κάνσας, διαπίστωσαν ότι μόνο δύο από τους 67 συμμετέχοντες σε μια μελέτη δεν εξαπάτησαν τους συντρόφους τους μέσα σε μια εβδομάδα.
Και στις δύο μελέτες, οι περισσότεροι άνθρωποι δήλωσαν ότι φέρθηκαν ανέντιμα, προκειμένου να μην βλάψουν τον σύντροφό τους ή τη σχέση τους. Εάν λοιπόν οι έρωτες απαιτούσαν ξαφνικά απόλυτη ειλικρίνεια για τα πάντα, από το βλέμμα του συντρόφου μας μέχρι την εμπλοκή μας σε απιστία, πολλές σχέσεις πιθανότατα δεν θα διαρκούσαν.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένα κλασικό παράδειγμα: «Η αυτο-εξαπάτησή του είναι τόσο μεγάλη που απλά δεν ξέρει ότι ψεύδεται»
Παρόλα αυτά σε κάποιες περιπτώσεις η ικανότητα ανίχνευσης ψεύδους θα ήταν χωρίς αμφιβολία ευεργετική. Πρώτον, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε αμέσως παθολογικούς ψεύτες, ή αυτούς που καταφεύγουν κατ’ εξακολούθηση σε καταστροφικά ψέματα, τα οποία στερούνται οποιασδήποτε κοινωνικής αξίας, λέει ο Λιούις. Συχνά οι παθολογικοί ψεύτες είναι νάρκισσοι και η ανάγκη τους για εξαπάτηση καθορίζεται από την υπερβολική αποστροφή τους στη ντροπή και αυτή η ανάγκη είναι τόσο βαθιά ριζωμένη που πιστεύουν τα δικά τους ψέματα, έστω και αν αντιφάσκουν σε ορατά γεγονότα ή δηλώσεις που έχουν κάνει οι ίδιοι προηγουμένως.
Σύμφωνα με τον Λιούις, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένα κλασικό παράδειγμα: «Η αυτο-εξαπάτησή του είναι τόσο μεγάλη που απλά δεν ξέρει ότι ψεύδεται», λέει. Τα ψέματα στην πολιτική, φυσικά, δεν είναι κάτι καινούργιο, λέει η Βιάν Μπακίρ, καθηγήτρια πολιτικής επικοινωνίας και δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο του Μπανγκορ στην Ουαλία, και μας θυμίζει ότι ο Πλάτωνας αναγνώριζε την αξία του «ευγενούς ψεύδους».
Ωστόσο, «η πολιτική είναι γεμάτη ψέματα τα τελευταία χρόνια», λέει η Μπακίρ, «Αυτό που είναι ιδιαίτερα κακό για την τρέχουσα συγκυρία είναι ότι ορισμένοι εξέχοντες πολιτικοί όπως ο Τραμπ, ο Πούτιν και άλλοι ισχυροί άντρες σε όλο τον κόσμο έχουν κάνει τα ψέματα ζήτημα συνήθειας και διαδικασίας και δεν νοιάζονται αν γίνονται αντιληπτά».
Σύμφωνα με το PolitiFact, ιστοσελίδα ελέγχου στοιχείων που ανήκει στο Poynter, μη κερδοσκοπικό Ινστιτούτο Μελετών για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, το 70% των δηλώσεων του Ντόναλντ Τραμπ είναι ψευδείς, σε σύγκριση με (μόλις) το 32% των ψευδών δηλώσεων της Χίλαρι Κλίντον.
Βέβαια τα ιδρύματα μπορούν επίσης να ψεύδονται. Σύμφωνα με την καμπάνια του Vote Leave υπέρ του Brexit το 2016 η ΕΕ κοστίζει στο Ηνωμένο Βασίλειο πάνω από 350 εκατ. λίρες στερλίνες κάθε εβδομάδα, ισχυρισμός που η Στατιστική Υπηρεσία του Ηνωμένου Βασιλείου χαρακτήρισε αργότερα «σαφώς κακή χρήση επίσημων στατιστικών στοιχείων».
«Δεδομένου ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ήταν απλά λάθος, αλλά ένα σημαντικό και σκόπιμο μέρος του υλικού της προεκλογικής εκστρατείας, θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι υπήρξε πρόθεση παραπλάνησης», λέει η Μπακίρ.
Παρά τις άφθονες ενδείξεις ατιμίας μεταξύ ορισμένων πολιτικών και πολιτικών ομάδων, η υποστήριξη τους από τους ψηφοφόρους παραμένει ισχυρή. Η Μπακίρ επισημαίνει ότι οι μελέτες δείχνουν πως οι άνθρωποι που πιστεύουν ακράδαντα σε παραπληροφόρηση είναι πολύ δύσκολο να πεισθούν για το αντίθετο, και προσθέτει ότι, ως είδος, έχουμε προκατάληψη επιβεβαίωσης ή την προδιάθεση να πιστεύουμε πράγματα που ταιριάζουν στην κοσμοθεωρία μας.
Σε έναν κόσμο, ωστόσο, στον οποίο οι άνθρωποι θα είχαν την ικανότητα να διακρίνουν αυτομάτως τα ψέματα, η υποστήριξη ανέντιμων πολιτικών θα μπορούσε να μειωθεί.
Ένας κόσμος χωρίς ψέματα θα προκαλούσε χάος στις διεθνείς σχέσεις και τη διπλωματία, αλλά τελικά οι πολίτες θα μπορούσαν πιθανότατα να ωφεληθούν από πιο ειλικρινείς πολιτικούς και αξιωματούχους. Το ίδιο ισχύει για την αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Η αστυνομική βία και η μεροληψία θα μπορούσε να μειωθεί -οι αστυνομικοί για παράδειγμα, θα μπορούσαν απλά να ρωτούν τους υπόπτους αν φέρουν όπλο ή εάν είναι υπεύθυνοι για ένα έγκλημα- και οι δίκες θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με ένα απλό σύνολο ερωτήσεων για τον προσδιορισμό της ενοχής.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, είναι αδύνατο να προβλέψουμε όλους τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαμε να επωφεληθούμε και αντίστοιχα να υποφέρουμε αν όλα τα ψέματα αποκαλυπτόντουσαν, αλλά το σίγουρο είναι ότι ο κόσμος θα ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν που ζούμε σήμερα. Οι άνθρωποι όμως είναι προσαρμόσιμοι και «με την πάροδο του χρόνου, θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε νέους κανόνες και αποδεκτούς κώδικες κοινωνικής συμπεριφοράς», λέει η Βιάν Μπακίρ.
Ταυτόχρονα, συνεχίζει, θα κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να αναπτύξουμε νέους τρόπους ψεύδους και εξαπάτησης, μέσω της τεχνολογίας, των ναρκωτικών, της κοινωνικής συμπεριφοράς ή της πνευματικής άσκησης.
Ο Κανγκ Λι συμφωνεί: «Είμαι 100% σίγουρος ότι θα συνεχίζαμε να εξαπατάμε ο ένας τον άλλο, θα βρίσκαμε έναν διαφορετικό τρόπο να το κάνουμε. Είναι απλά μια αναγκαιότητα της ζωής».