Γενικά μιλώντας, στην Ευρωπαϊκή Ενωση προτιμάμε να μη δολοφονούμε πρωθυπουργούς, λύνουμε με άλλους τρόπους τα θέματά μας. Το προτιμάμε σε βαθμό που, όταν συμβαίνει, το ερμηνεύουμε ως σημάδι πολύ σοβαρής πολιτικής αστάθειας και κινδύνου. Ο πρωθυπουργός της Σλοβακίας, Ρόμπερτ Φίτσο, φαίνεται ότι διέφυγε τον κίνδυνο, αλλά το ερώτημα παραμένει: τι πήγε τόσο στραβά στη Σλοβακία και γιατί; Ας πάμε λίγο πίσω, για να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε το σήμερα.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κόσμος έζησε πολλές ψευδαισθήσεις. Μία από αυτές ήταν ότι τα σύνορα της Ευρώπης είχαν χαραχθεί για πάντα και αυτό δεν θα το άλλαζε ποτέ και τίποτε. Κάμποσα χρόνια αργότερα η συγκεκριμένη ψευδαίσθηση διαλύθηκε, καθώς η πτώση της ΕΣΣΔ δημιούργησε ένα ντόμινο αλλαγών σε όλη την ανατολική πλευρά της ηπείρου.
Στη γειτονική μας Γιουγκοσλαβία, για παράδειγμα, ο Γιόζιπ Μπροζ Τίτο είχε ένα όραμα, πιο φαντασιωσικό κι από εκείνο του ίδιου του κομμουνισμού: ότι θα μπορούσε να βάλει τους Κροάτες, τους Σέρβους και τους Βόσνιους –οι οποίοι μισούσαν αλλήλους για κάθε πιθανό και απίθανο λόγο– να ζήσουν μαζί κι αγαπημένοι, καθώς ο υπαρκτός σοσιαλισμός θα έσβηνε κάθε ίχνος εθνικιστικής και θρησκευτικής αντιπαλότητας. Με τον θάνατο του Τίτο, όλοι αυτοί οι λαοί αποφάσισαν όχι μόνο να χωριστούν ως κράτη, αλλά και να εξοντώσουν ο ένας τον άλλον χωρίς να τους εμποδίζει κανείς.
Λίγο πιο βόρεια –σε αυτό που οι ίδιοι οι κάτοικοι προτιμούν σήμερα να αποκαλούν Κεντρική και όχι Ανατολική Ευρώπη– παίχτηκε ένα άλλο δράμα, αυτό της Τσεχοσλοβακίας.
Μια πανευρωπαϊκή έρευνα του 2021 επιχείρησε να καταγράψει το ποσοστό των Ευρωπαίων που πιστεύουν ότι η χώρα τους έχει νόμιμες εδαφικές διεκδικήσεις σε κάποια άλλη. Για πολλούς ήταν έκπληξη το γεγονός ότι Τσεχία και Σλοβακία βρέθηκαν στην κορυφή του πίνακα, με ποσοστό άνω του 70% των δύο πληθυσμών να απαντούν «ναι» στο ερώτημα αν πιστεύουν ότι δικαιούνται γη άλλου κράτους. Ο ένας γη του άλλου, για την ακρίβεια.
Το διαζύγιο χαρακτηρίστηκε «βελούδινο» μεν, αλλά Τσέχοι και Σλοβάκοι είχαν πολλά θέματα με τα περιουσιακά. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες.
Οταν η Τσεχοσλοβακία έγινε (ξανά) δύο χώρες, το βασικό κοινό που είχαν οι δύο λαοί και τα δύο κράτη μεταξύ τους ήταν η γλώσσα. Τσέχοι και Σλοβάκοι μιλάνε σχεδόν την ίδια γλώσσα, ένα παρακλάδι της δυτικής σλαβικής, και οι δύο γλώσσες διαφοροποιούνται στον τονισμό κάποιων λέξεων και σε ορισμένες εκφράσεις.
Οι ομοιότητες σταματούσαν εκεί, όμως. Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες ήταν πάντα μεγάλες και ήταν κυρίως οικονομικές. Η ταπεινή Μπρατισλάβα και η αρχοντική Πράγα είναι μια πολύ ακριβής απεικόνιση της κατάστασης. Η οποία στοιχειώνει αμφότερους και κυρίως τους Σλοβάκους.
Γάμος από συνοικέσιο
Η Τσεχία και η Σλοβακία ενώθηκαν το 1918, με τη διάλυση της Αυστρουγγαρικής Αυτοκρατορίας, μετά τη Διάσκεψη του Πίτσμπουργκ, με κουμπάρους τις μεγάλες δυνάμεις και τις ΗΠΑ. Η γέννηση του νέου κράτους ήρθε με τεράστιες προσδοκίες, οι οποίες σύντομα φάνηκε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Η υπόθεσή τους θυμίζει πολύ την ένωση των δύο Γερμανιών. Οι Σλοβάκοι πάντα πίστευαν ότι το ενωμένο κράτος στην ουσία λειτουργούσε με επίκεντρο την Πράγα και τα συμφέροντα των Τσέχων, ενώ οι Τσέχοι πίστευαν ότι συντηρούσαν τους φτωχούς αδελφούς τους. Είχαν και οι δύο δίκιο.
Παράλληλα, τους χώριζε και η θρησκεία. Οι Σλοβάκοι είναι Ρωμαιοκαθολικοί σε ποσοστό σχεδόν 70%. Οι Τσέχοι, κατά σχεδόν 50% δηλώνουν άθεοι, που είναι και η επικρατούσα «πίστη».
Η πρώτη διάσταση ήρθε το 1939, όταν ο Χίτλερ έδωσε ένα τελεσίγραφο στους Σλοβάκους, που ήδη φώναζαν για αυτονομία: ή θα έρθετε μαζί μας και θα πάρετε την «αυτονομία» σας ή θα σας αφήσουμε στην τύχη σας να σας κατασπαράξουν οι Ούγγροι και οι Πολωνοί. Ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός για τους Σλοβάκους, που δεν ήξεραν ότι σύντομα δεν θα υπήρχε καν Πολωνία, άρα η απάντηση ήταν αυτονόητη. Η Πρώτη Σλοβακική Δημοκρατία ήταν ένα κράτος-δορυφόρος του Ράιχ, διαβόητο για τις διώξεις κατά των Εβραίων και την υποστήριξή του στους Ναζί. Η υπόλοιπη Ευρώπη, και κυρίως οι Τσέχοι, δεν το ξέχασαν ποτέ.
Μετά τον πόλεμο, οι δύο χώρες ενώθηκαν ξανά, υπό το στοργικό βλέμμα της ΕΣΣΔ. Και πορεύτηκαν έτσι ως τη διάλυσή της.
Το «βελούδινο» διαζύγιο
Ενα καλό ερώτημα είναι γιατί χωρίστηκαν αυτοί οι δύο. Κάποιοι αποδίδουν τη διάσπαση στα όσα ακολούθησαν τη Βελούδινη Επανάσταση κατά της ΕΣΣΔ του 1989, που δημιούργησε πολλές προσδοκίες και στις δύο πλευρές. Κάποιοι άλλοι πηγαίνουν πολύ πίσω, στην εποχή που τα δύο έθνη ήταν μέρος της Αυστρουγγαρικής Αυτοκρατορίας, αλλά η μεν Τσεχία «ανήκε» στην πιο «πολιτισμένη» και εύπορη Αυστρία, η δε Σλοβακία στην Ουγγαρία. Οι πιο ρεαλιστές «βλέπουν» την αιτία στο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της συμβίωσής τους, οι Τσέχοι είχαν πάντα το πάνω χέρι, κάτι που εκφράστηκε και στο Σύνταγμα του 1968. Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι το θέμα ήταν καθαρά πολιτικό και «δείχνει» στις προσωπικές πολιτικές επιδιώξεις δύο ανθρώπων.
Το 1992 οι Σλοβάκοι πίεζαν για μεγαλύτερη αυτονομία, εμποδίζοντας συστηματικά πλέον την καθημερινή λειτουργία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Στις εκλογές του Ιουνίου του ίδιου χρόνου, το Δημοκρατικό Κόμμα των Πολιτών, του Βάτσλαβ Κλάους, κέρδισε στα τσέχικα εδάφη, με όχημα την υπόσχεση για οικονομική μεταρρύθμιση. Το Κίνημα για μια Δημοκρατική Σλοβακία του Βλαντίμιρ Μέτσιαρ κέρδισε στη Σλοβακία, πατώντας στο αιτήματα για αυτονομία. Και οι δύο έταζαν στους λαούς τους ότι χωρίς τον άλλον θα ήταν πολύ καλύτερα. Βασικά, και οι δύο ήθελαν να γίνουν πρωθυπουργοί, αλλά υπήρχε μόνο μια θέση.
Ο πρόεδρος της χώρας, Βάτσλαβ Χάβελ, που ήταν υπέρ της ομοσπονδίας, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την τάση για διάσπαση και τον Ιούλιο του 1992 παραιτήθηκε. Στο δεύτερο εξάμηνο του 1992, ο Κλάους και ο Μέτσιαρ πέτυχαν αυτό που ήθελαν: τη συμφωνία ότι οι δύο χώρες θα ακολουθούσαν χωριστούς δρόμους μέχρι το τέλος του έτους.
Οταν κάθισαν να συμφωνήσουν τους όρους του διαζυγίου, η μοιρασιά έγινε 2:1, αναλογικά με τον πληθυσμό των δύο χωρών. Η Τσεχία πήρε όχι μόνο τη μερίδα του λέοντος αλλά ακόμη και τα μετάλλια σε διεθνείς αγώνες που κέρδιζαν οι εθνικές ομάδες τους και τις πρεσβείες της Τσεχοσλοβακίας στις ξένες πρωτεύουσες. Δεν τους έφταναν όλα τα άλλα, οι Σλοβάκοι έπρεπε να νοικιάσουν καινούργιες. Ηδη από το 1991 το ΑΕΠ της Τσεχίας ήταν κατά 20% υψηλότερο από εκείνο της Σλοβακίας και τον Ιανουάριο του ίδιου έτους η Πράγα είχε σταματήσει τη χρηματοδότηση προς τη Σλοβακία, η οποία ήταν ο κανόνας στο παρελθόν. Οι Τσέχοι είχαν αρχίσει από το 1991 να τυπώνουν δικά τους γραμματόσημα και χαρτονομίσματα, στα κρυφά. Προφανώς κάτι ήξεραν.
Σε αντίθεση με τη Γιουγκοσλαβία, οι Τσεχοσλοβάκοι δεν ήταν πάρα πολύ βέβαιοι ότι ήθελαν να χωριστούν, κάτι που κατεγράφη στις τότε έρευνες –μόλις 30% είπε ότι μετά βεβαιότητας θέλει τη διάσπαση. Αυτή τη μικρή δυσκολία ο Κλάους και ο Μέρτσιαρ την παρέκαμψαν συνοπτικά, αρνούμενοι να κάνουν δημοψήφισμα. Επιδιώκοντας να αποφύγουν με κάθε θυσία όσα γίνονταν στη Γιουγκοσλαβία, οι ηγέτες των δύο χωρών ήθελαν να γίνει ο χωρισμός αναίμακτα. Το πέτυχαν και για κάποιο διάστημα όλα έδειχναν να κυλάνε ομαλά. Πολύ σύντομα φάνηκαν οι πρώτες σοβαρές ρωγμές. Αφορμές υπήρχαν πολλές. Ο σλοβακικός χρυσός, για παράδειγμα, τον οποίον οι Τσέχοι κρατούσαν στις τράπεζές τους. Η διαμάχη για τον εν λόγω χρυσό κράτησε δέκα χρόνια.
Ο πρώην πρωθυπουργός της Τσεχίας, Πετρ Πίτχαρντ, έχει πει: «Υπήρχε μια ψευδαίσθηση αρμονίας τα πρώτα χρόνια του χωρισμού. Μετά οι σχέσεις πάγωσαν και οι κυβερνήσεις άρχισαν να κατηγορούν η μία την άλλη για κάποια θέματα που υπήρχαν και για πολλά που δεν υπήρχαν».
Ως μετασοβιετικές χώρες, η Τσεχία και η Σλοβακία αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν πολύ δραστικές αλλαγές στις οικονομίες τους. Η Τσεχία ζορίστηκε, αλλά η Σλοβακία κυριολεκτικά γονάτισε το 1993. Παράλληλα, υιοθέτησαν και πολύ διαφορετική εξωτερική πολιτική. Η «κοσμοπολίτισσα» Πράγα ήταν εξωστρεφής, αλλά η Μπρατισλάβα του Μέτσιαρ κατέφυγε σε απομονωτική πολιτική που έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα.
Το 2004 η Σλοβακία και η Τσεχία μπήκαν στην ΕΕ. Λίγο αργότερα, ήρθε μια διαπίστωση που σόκαρε και τις δύο χώρες: η παγκόσμια επιρροή τους, σε κάθε επίπεδο, ήταν (και παραμένει) συνδυαστικά πολύ χαμηλότερη από εκείνη της ενωμένης Τσεχοσλοβακίας.
Την 1η Ιανουαρίου 2009, η Σλοβακία μπήκε στο ευρώ, κάτι που η Τσεχία δεν έκανε ποτέ. Είχε ήδη γίνει φανερό ότι ούτε οι τσέχικες ούτε οι σλοβάκικες προσδοκίες από τον διαχωρισμό δεν θα γίνονταν πραγματικότητα: η Τσεχία δεν είχε γίνει οικονομική υπερδύναμη σταματώντας να χρηματοδοτεί τους φτωχούς Σλοβάκους και η, απαλλαγμένη από τους Τσέχους, Σλοβακία δεν είχε εξελιχθεί σε παγκόσμιο οικονομικό «θαύμα».
Τα τελευταία χρόνια, παρ’ όλα αυτά, οι Σλοβάκοι πήραν τα πάνω τους και το ΑΕΠ τους έχει φτάσει το 95% αυτού της Τσεχίας. Οι μισθοί παραμένουν κατά 10% χαμηλότεροι από εκείνους στη γείτονα, αλλά το σλοβάκικο υπουργείο Οικονομικών έχει πει ότι «οι μισθοί αποτελούν στη χώρα χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ, από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη», λέγοντας ουσιαστικά ότι οι Σλοβάκοι είναι αρκετά εξοικειωμένοι με το μαύρο χρήμα, άρα δεν χρειάζονται υψηλούς μισθούς. Τα έχουμε ακούσει, ακριβώς τα ίδια, κι εδώ.
Τέσσερα χρόνια, έξι πρωθυπουργοί και μερικά σκάνδαλα
Από το 2005 ως το 2008, ο δεξιός πρωθυπουργός Μικούλας Τζουρίντα εφάρμοσε μια σειρά νεοφιλελεύθερων πολιτικών που προσέλκυσαν ξένες επενδύσεις, παράλληλα με την προοπτική της ένταξης στο ευρώ. Οταν τον αντικατέστησε ο –τότε αριστερός– Φίτσο, χαλάρωσε κάποιες από τις πολιτικές αυτές, αλλά δεν τις ακύρωσε εντελώς, κάτι που την ίδια εποχή έκαναν οι σοσιαλδημοκράτες στην Τσεχία.
Το 2010, ο Φίτσο έχασε τις εκλογές λόγω της αποκάλυψης από τα ΜΜΕ μιας συνομιλίας στην οποία μιλάει για «κρυφές» χρηματοδοτήσεις εκατομμυρίων προς το κόμμα του. Ο ίδιος αντέδρασε πολύ πολιτισμένα, λέγοντας στα ΜΜΕ «να σταματήσουν να αυνανίζονται στην πλάτη του πρωθυπουργού της χώρας».
Η κεντροδεξιά κυβέρνηση που τον αντικατέστησε άντεξε μόλις δύο χρόνια και ο Φίτσο επανήλθε στην εξουσία, με την πρώτη κυβέρνηση που πήρε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στη Βουλή μετά τη διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας. Το 2016 ξανακέρδισε τις εκλογές, χωρίς απόλυτη πλειοψηφία αυτήν τη φορά, και σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού τεσσάρων κομμάτων, ανάμεσα στα οποία και το ακροδεξιό υπερεθνικιστικό Εθνικό Κόμμα.
Το 2020 παραιτήθηκε μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γιαν Κούτσιακ και αντικαταστάθηκε από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Πίτερ Πελεγκρίνι. Ο Πελεγκρίνι έχασε τις εκλογές του ίδιου χρόνου από το κόμμα «Συνηθισμένοι Ανθρωποι» του Ιγκορ Μετρόβιτς, ο οποίος εξελέγη με σημαία του την καταπολέμηση της διαφθοράς. Μόλις έναν χρόνο αργότερα, παραιτήθηκε λόγω του σκανδάλου που προκλήθηκε από την εντελώς αδιαφανή αγορά εμβολίων Σπούτνικ.
Τον διαδέχτηκε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Εντουαρντ Χέγκερ, ο οποίος υποστήριξε σθεναρά την Ουκρανία, αλλά η κυβέρνησή του έπεσε ύστερα από πρόταση μομφής το 2023, το κόμμα των «Συνηθισμένων Ανθρώπων» διαλύθηκε και ο ίδιος παραιτήθηκε τον Μάιο του ίδιου έτους, υπέρ του τεχνοκράτη Λουντόβιλ Οντορ, που ανέλαβε να καλύψει το κυβερνητικό αδιέξοδο. Τέσσερις μήνες αργότερα ο Φίτσο κέρδισε τις πρόωρες εκλογές και έγινε ξανά πρωθυπουργός.
Ο Κύριος «Σταθερότητα»
Η ρητορική του είχε αλλάξει εντελώς έπειτα από οκτώ χρόνια απουσίας από την πολιτική και είχε προσαρμοστεί απόλυτα στα δεδομένα της εποχής. Ο Φίτσο, ως γνήσιος καιροσκόπος, έχει περάσει στην πολιτική του καριέρα από όλο το φάσμα: ξεκίνησε από το Κομμουνιστικό Κόμμα και κατέληξε στη συνωμοσιολογική (υπερ)Δεξιά. Οπως και η χώρα του δηλαδή.
Το πολυκομματικό σύστημα διακυβέρνησης της Σλοβακίας (στις τελευταίες εκλογές έλαβαν μέρος 25 κόμματα και εννέα από αυτά μπήκαν στη Βουλή) καθιστά τη χώρα ευάλωτη στην πολιτική αστάθεια, κάτι που φάνηκε τα τελευταία χρόνια. Ο Φίτσο, πολύ έμπειρος, ήξερε ότι δεν αρκεί μια γενική πολιτική ατζέντα για να σχηματίσει και να διατηρήσει έναν κυβερνητικό συνασπισμό, χρειάζεται κάτι παραπάνω, έναν πολύ δυνατό συνδετικό κρίκο. Τον βρήκε στον πόλεμο της Ουκρανίας, ενώνοντας όλους εκείνους που είναι υπέρ της Ρωσίας και κατά της βοήθειας προς το Κίεβο. Κυρίως τους ακροδεξιούς δηλαδή, που έχουν μια διόλου αμελητέα απήχηση στο εκλογικό σώμα.
Ο Φίτσο υποσχέθηκε στους Σλοβάκους «σταθερότητα και τάξη» μετά το πολιτικό χάος των τελευταίων ετών. Ταυτόχρονα, ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στην υποστήριξή του προς τη Ρωσία και τις δεσμεύσεις της χώρας προς την ΕΕ, από την οποία η Σλοβακία εξαρτάται σχεδόν απόλυτα.
Επίσης, εκμεταλλεύτηκε τη δυσαρέσκεια των Σλοβάκων προς αυτό που αποτελεί τον μεγαλύτερο πληθυσμό Ρομά στην Ευρώπη (είναι περίπου το 1,5% των κατοίκων της Σλοβακίας), με ρητορικές που προωθούν τις αντι-μειονοτικές πολιτικές και την ξενοφοβία. Το 2021 το State Department σε έκθεσή του διαπίστωσε «σοβαρά ελλείματα της Σλοβακίας στις πολιτικές απέναντι στις μειονότητες και πολύ σοβαρά ποσοστά διακρίσεων και βίας».
Ο Φίτσο επιμένει ότι είναι «σοσιαλδημοκράτης»· κανείς δεν τον πιστεύει, αλλά κυρίως κανείς δεν νοιάζεται. Οι Σλοβάκοι, με μακρά παράδοση «μειονεξίας» απέναντι στους Τσέχους, ενδιαφέρονται κυρίως, αν όχι μόνο, για ένα πράγμα: την οικονομική ανάπτυξη. Και δευτερευόντως για την εθνική τους υπερηφάνεια, απαραίτητο συστατικό της ύπαρξης ενός ξεχωριστού κράτους. Υπό αυτήν την έννοια δεν διαφέρουν πολύ από τους Αμερικανούς και ο Φίτσο από τον Τραμπ, ή τον Ορμπαν, με τους οποίους τον συγκρίνουν συχνά τα τελευταία χρόνια.
Παραμένει άγνωστο πώς θα εργαλειοποιήσει ο ίδιος την απόπειρα κατά της ζωής του όταν επανέλθει στα καθήκοντά του, αλλά δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Το 2010, ο πρώην Πρωθυπουργός της Πολωνίας, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, είχε σηκώσει τον κόσμο στο πόδι με κάθε πιθανή θεωρία συνωμοσίας μετά τον θάνατο του αδελφού του Λεχ (τότε προέδρου της Πολωνίας) σε αεροπορικό δυστύχημα στη Ρωσία. Δεν χρειάζεται καν να φανταστούμε τι θα έκανε ο Τραμπ αν κάποιος προσπαθούσε να τον δολοφονήσει.
Ο Φίτσο, ως γνήσιος εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού QAnon, θα συνεχίσει τη λαμπρή πολιτική πορεία του και η Σλοβακία τη δική της, στη σφαίρα των χωρών που στρέφονται όλο και δεξιότερα, ανεξάρτητα από την «ταμπέλα» που έχουν τα κόμματα που τις κυβερνάνε.
Η πολιτική δεν σχετίζεται απαραίτητα με τις ταμπέλες. Το έχουμε δει να συμβαίνει παντού. Το βλέπουμε να συμβαίνει κι εδώ.