Στις εξαιρετικά κρίσιμες προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου διακυβεύεται η φύση και, στην πραγματικότητα, η συνέχιση της αμερικανικής δημοκρατίας, τουλάχιστον με τη μορφή που είναι γνωστή εδώ και έναν αιώνα. Τον κίνδυνο έχουν επισημάνει πλήθος κορυφαίων αρθρογράφων των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων και η Αν Απλμπάουμ.
«Σε όλον τον κόσμο οι Ηνωμένες Πολιτείες υπό μια δεύτερη προεδρία Τραμπ θα έπαυαν να θεωρούνται ηγέτιδα δημοκρατία ή ηγέτιδα σε οτιδήποτε άλλο. Τι είδους χώρα εκλέγει για πρόεδρό της έναν εγκληματία και στασιαστή;» διερωτάται η διάσημη αμερικανοπολωνέζα ιστορικός (βραβευμένη με Πούλιτζερ) και δημοσιογράφος σε άρθρο της στο Atlantic.
Οσον αφορά τις προθέσεις του Τραμπ, αν τελικά καταφέρει να επανεκλεγεί, «έχει πει ότι θέλει μαζικές απελάσεις (ενδεχομένως με τη συνδρομή του στρατού) και θα μπορούσε να το κάνει. Θέλει να στρέψει το υπουργείο Δικαιοσύνης εναντίον των εχθρών του, και μπορεί να το κάνει και αυτό [….] Το Ανώτατο Δικαστήριο μόλις αφαίρεσε μερικά ακόμη προστατευτικά κιγκλιδώματα γύρω από την αυτοκρατορική προεδρία μας και φυσικά αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να συνεχιστεί, ειδικά αν ο Τραμπ είναι σε θέση να διορίσει περισσότερους δικαστές» γράφει η Απλμπάουμ.
«Εάν πιστεύετε ότι το επίπεδο πόλωσης και πολιτικού χάους στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι ανησυχητικό τώρα, περιμένετε να δείτε τι θα φέρουν αυτές οι αλλαγές. Και αν νομίζετε ότι τίποτε από όλα αυτά δεν μπορεί να συμβεί στην Αμερική, διαβάστε την ιστορία της Ουγγαρίας ή της Βενεζουέλας, σταθερών δημοκρατιών που καταστράφηκαν από εξτρεμιστές απολυταρχικούς ηγέτες» προειδοποιεί.
Σε αυτό το πλαίσιο, με τις ΗΠΑ επικεντρωμένες στη δική της εσωτερική κρίση, οι αμερικανικές συμμαχίες στην Ευρώπη, στην Ασία και οπουδήποτε αλλού θα μπορούσαν να διασπαστούν. Συγχρόνως, το δίκτυο των απολυταρχιών υπό την ηγεσία της Ρωσίας και της Κίνας θα γινόταν ισχυρότερο, επειδή το κύριο αφήγημά τους –ότι δηλαδή η δημοκρατία έχει εκφυλιστεί– θα ενισχυόταν περαιτέρω από τον «ασυνάρτητο και αυταρχικό» αμερικανό πρόεδρο.
Η Ουκρανία, η Ταϊβάν και η Νότια Κορέα θα βρίσκονταν άμεσα σε κίνδυνο, «καθώς ο αυταρχικός κόσμος ξέρει πώς να εντοπίζει αδυναμίες και θα μπορούσε να αρχίσει να δοκιμάζει τα όρια». Επιπλέον, επιβάλλοντας δασμούς σε όλες τις εισαγωγές, όπως έχει δηλώσει ότι σκοπεύει να κάνει, ο Τραμπ θα μπορούσε να καταστρέψει και την αμερικανική οικονομία.
«Ενα πολιτικό κόμμα που νοιάζεται για το μέλλον των ΗΠΑ και, στην πραγματικότητα, για το μέλλον του πλανήτη, θα έκανε τα πάντα ώστε να αποφευχθεί αυτή τη μοίρα» γράφει η Αν Απλμπάουμ. «Οι Ρεπουμπλικανοί μάς έχουν ήδη δείξει ότι δεν νοιάζονται και δεν θα σταματήσουν τον Τραμπ». Οσον αφορά τους Δημοκρατικούς, έως τώρα υποστήριζαν τον Τζο Μπάιντεν, «έναν επιτυχημένο, μετασχηματιστικό, ακόμη και ηρωικό πρόεδρο», ενώ μια ομάδα ανθρώπων γύρω του απέκρυπτε την πραγματική του κατάσταση.
Οι αμφιβολίες για την ικανότητα του 81χρονου προέδρου να συνεχίσει να κυβερνά ήταν ήδη ευρέως διαδεδομένες και ευθύνονται εν μέρει για το χαμηλό ποσοστό αποδοχής του. Ομως από την περασμένη Πέμπτη –και το καταστροφικό για εκείνον debate– κυριαρχούν στην επικαιρότητα και τίποτα δεν προμηνύει πως θα διαλυθούν. Αντιθέτως, κατά πάσα πιθανότητα θα ενταθούν, με κάθε παραπάτημα του γηραιού προέδρου, κάθε γλωσσικό ολίσθημα, κάθε κενό μνήμης να ενισχύει την εντύπωση που προϋπήρχε και ενισχύθηκε στην τηλεμαχία.
Στην παρούσα φάση ο Μπάιντεν υπολείπεται του Τραμπ στις δημοσκοπήσεις, ενώ εάν παραμείνει στην κούρσα «ενδέχεται να ηττηθεί», επισημαίνει και η Απλμπάουμ. Αλλά είναι ήδη Ιούλιος και οι εκλογές θα διεξαχθούν στις 5 Νοεμβρίου, δηλαδή σε μόλις τέσσερις μήνες. «Υπάρχει κάτι που μπορεί να γίνει;» διερωτάται η αρθρογράφος του Atlantic.
«Ναι», απαντά, σημειώνοντας πως στη Βρετανία η προεκλογική εκστρατεία διήρκεσε έξι εβδομάδες, ενώ στη Γαλλία μόλις τρεις. «Οι αντιπρόσωποι στο Δημοκρατικό Εθνικό Συνέδριο δεν χρειάζεται να οδηγηθούν υπνοβατώντας στην καταστροφή. Μπορούν να απαιτήσουν από τον Μπάιντεν να τους απαλλάξει από τη δέσμευσή τους να τον υποστηρίξουν. Μπορούν να αλλάξουν τους κανονισμούς, όπως κάνουν τα πολιτικά κόμματα σε άλλες χώρες, και να αναλύσουν ψυχρά τα γεγονότα» υποστηρίζει η Απλμπάουμ.
Πιο συγκεκριμένα, εξηγεί ότι τρεις Πολιτείες είναι κρίσιμες για μια προεδρική νίκη των Δημοκρατικών: το Ουισκόνσιν, το Μίσιγκαν και η Πενσιλβάνια. Και οι τρεις έχουν δημοφιλείς, επιτυχημένους, εύγλωττους Δημοκρατικούς κυβερνήτες. Ενα στρατηγικό πολιτικό κόμμα θα επέλεγε έναν εκ των τριών ως υποψήφιο για την προεδρία, όποιον αποδίδει καλύτερα σε μια τηλεμαχία, εκείνον που προηγείται στις δημοσκοπήσεις ή αυτόν που μπορεί να συγκεντρώσει τα περισσότερα χρήματα – το κριτήριο δεν έχει σημασία. Η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις και οποιοιδήποτε άλλοι υποψήφιοι έχουν πιθανότητες να κερδίσουν αυτές τις τρεις Πολιτείες θα ήταν ευπρόσδεκτοι να συμμετάσχουν επίσης στη διαδικασία. Ολοι όσοι λάβουν μέρος στην ψηφοφορία θα πρέπει να υποσχεθούν ότι θα υποστηρίξουν όποιον επικρατήσει.
Οι Δημοκρατικοί μπορούν να αρχίσουν έναν νέο γύρο πρωτοβάθμιων συζητήσεων και δημόσιων συναντήσεων από τώρα και έως τις 19 Αυγούστου, ημέρα έναρξης του Εθνικού Συμβουλίου των Δημοκρατικών, που θα διεξαχθεί στο Σικάγο, «μία φορά την εβδομάδα, δύο φορές την εβδομάδα, τρεις φορές την εβδομάδα», γράφει η Απλμπάουμ, σημειώνοντας πως η προσοχή των ΜΜΕ θα ήταν μεγάλη, εκατομμύρια άνθρωποι θα τις παρακολουθούσαν και «η πολιτική θα αποκτούσε και πάλι ενδιαφέρον».
Μετά από ένα έντονο καλοκαίρι, όποιος αναδεικνυόταν νικητής στο Εθνικό Συνέδριο θα αφιέρωνε το φθινόπωρο στην προεκλογική εκστρατεία, εστιάζοντας κυρίως στο Ουισκόνσιν, το Μίσιγκαν και την Πενσιλβάνια – ώστε να κέρδιζε την προεδρία και να έσωζε, έτσι, τις ΗΠΑ και τη δημοκρατική συμμαχία.
Υπάρχουν κίνδυνοι. Οι Δημοκρατικοί θα μπορούσαν να παίξουν και να χάσουν. Υπάρχουν όμως και σαφή οφέλη. Καταρχάς, εάν όντως άρχιζαν οι διαδικασίες για την αντικατάσταση του Τζο Μπάιντεν, το συνέδριο των Ρεπουμπλικανών (πρόκειται να διεξαχθεί σε λιγότερο από δύο εβδομάδες) θα καταστρεφόταν, καθώς ο Τραμπ και οι άλλοι Ρεπουμπλικανοί δεν θα γνώριζαν το όνομα του αντιπάλου τους. Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσαν να βάλλουν επί τέσσερις ημέρες κατά του Τζο Μπάιντεν (όπως σκοπεύουν να κάνουν) και θα αναγκάζονταν, έτσι, να εστιάσουν στις πολιτικές τους, πολλές από τις οποίες (εταιρικές επιδοτήσεις, φορολογικές περικοπές για τους πλούσιους, ο περαιτέρω μετασχηματισμός του Ανώτατου Δικαστηρίου, κ.ά.) δεν είναι δημοφιλείς.
«Ο υποψήφιός τους εκτοξεύει ασυναρτησίες. Είναι επίσης ηλικιωμένος, σχεδόν όσο ο Μπάιντεν, και αυτή είναι η τρίτη προεκλογική του εκστρατεία. Ολοι θα άλλαζαν κανάλι για να παρακολουθήσουν τα συναρπαστικά ντιμπέιτ των Δημοκρατικών» σημειώνει η Απλμπάουμ, ενώ θα μονοπωλούσαν, φυσικά, και την προσοχή όλων των εγχώριων και διεθνών ΜΜΕ.
«Οποιος κέρδιζε –ο κυβερνήτης του Ουισκόνσιν Τόνι Εβερς, η κυβερνήτης του Μίσιγκαν Γκρέτσεν Γουίτμερ, ο κυβερνήτης της Πενσιλβάνια Τζος Σαπίρο, η αντιπρόεδρος Χάρις ή οποιοσδήποτε άλλος– θα ήταν πιο συνεκτικός και πιο πειστικός από τον Τραμπ. Θα έβγαινε από το συνέδριο ενισχυμένος, προβεβλημένος με ελπίδες και χρήματα. Η αμερικανική δημοκρατία και ο δημοκρατικός κόσμος θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Δεν αξίζει αυτό το στοίχημα;» καταλήγει η Απλμπάουμ.