Από πολλές απόψεις είναι ένα από τα πολυαναμενόμενα απομνημονεύματα της χρονιάς. Επειδή ένας μύθος εν ζωή αφηγείται τα πρώτα χρόνια πριν φτάσει στη Λεωφόρο της Δόξας. Αλλά και επειδή μέσα από τη δική του αφήγηση μπορούμε να μάθουμε κάτι –όσο μας επιτρέπεται– για τον τρόπο που ο Πατσίνο διαχειρίστηκε αυτή τη δόξα.
Το «Sonny boy» (εκδ. Penguin Random House) αναμένεται στις 8 Οκτωβρίου και το περιοδικό New Yorker (ποιο άλλο, εδώ που τα λέμε, με δεδομένη την εντοπιότητα;) δημοσίευσε ένα αποκλειστικό πρώτο απόσπασμα. Από αυτό μαθαίνουμε διάφορες λεπτομέρειες για τη δύναμη της υποκριτικής που ακούει στο όνομα Αλ Πατσίνο και θα γινόταν κατά σειρά «Νονός», «Σημαδεμένος», ακόμα και τυφλός συνοδός στον χορό μιας γυναίκας – στον ρόλο που του χάρισε το Οσκαρ.
Στα τρία του χρόνια η πρώτη επαφή με το σινεμά
Η μητέρα του, Ρόζι, εργαζόταν σε εργοστάσια και σε άλλες περιστασιακές δουλειές στο νότιο Μπρονξ. Οταν επέστρεφε στο διαμέρισμά τους, ο Αλ ήταν η μόνη συντροφιά της, καθώς είχε χωρίσει νωρίς από τον σύζυγό της Σαλβατόρε. Οταν ο Αλ ήταν τριών ή τεσσάρων ετών η Ρόζι τον πήγε πρώτη φορά στον κινηματογράφο. Οπως λέει ο ίδιος, καθώς επέστρεφε στο σπίτι έφερνε ξανά στο μυαλό του τους χαρακτήρες που έβλεπε στις ταινίες και τους «έδινε ξανά ζωή» με τη φαντασία του. Για τη μητέρα του, από την άλλη, ήταν μια ευκαιρία να περάσει λίγο προσωπικό χρόνο με τον Sonny boy – αυτό ήταν το παρατσούκλι που έδωσε στον γιο της, και εκείνος με τη σειρά του το χρησιμοποίησε ως τίτλο στα απομνημονεύματά του.
Εζησε την απόπειρα αυτοκτονίας της μητέρας του
Τη μητέρα του την περιγράφει ως μια όμορφη γυναίκα, συναισθηματικά εύθραυστη, που επισκεπτόταν ψυχαναλυτή όποτε ο παππούς του έβρισκε τα χρήματα. Ο ίδιος ο Πατσίνο δεν είχε ιδέα για την κατάσταση της χωρισμένης μητέρας του, αλλά κατάλαβε πολλά σε ηλικία έξι ετών. Ηταν η στιγμή που τον ετοίμαζε για να βγει έξω να παίξει και έσκυψε να δέσει τα κορδόνια του. «Την είδα που έκλαιγε» γράφει ο Πατσίνο, χωρίς να μπορεί να καταλάβει τον λόγο. Υστερα από μία ώρα στον δρόμο, ο Αλ και οι φίλοι του παρατήρησαν πλήθος κόσμου να σπεύδει έξω από το διαμέρισμα του παππού και της γιαγιάς, όπου έμεναν. Υστερα είδε το φορείο με τη μητέρα του λίγο πριν μπει στο ασθενοφόρο. Είχε μόλις διαπράξει απόπειρα αυτοκτονίας. Την επόμενη φορά που έτρεξε στο διαμέρισμα βλέποντας τον παππού και τη γιαγιά του να κλαίνε, εκείνος ήταν 22 ετών – και ήταν ήδη αργά. Η μητέρα του είχε πνιγεί καταπίνοντας μια υπερβολική δόση βαρβιτουρικών.
Του άρεσε το παγωτό φιστίκι
Οι τρεις καλύτεροι φίλοι του, με τους οποίους μεγάλωσε στο Μπρονξ κάνοντας πατινάζ στον παγωμένο ποταμό, ψάχνοντας για χαμένα νομίσματα στους υπονόμους και μοιράζοντας φρούτα στα τέσσερα, ήταν ο Κλίφι –«που τριγυρνούσε πάντα με ένα βιβλίο του Ντοστογέφσκι στην κωλότσεπη»–, ο Μπρους και ο Πίτι. Εκείνοι τον φώναζαν «Σόνι», «Πάτσι» (το παρατσούκλι τους για το οικογενειακό «Πατσίνο») και «Πιστάτσο», επειδή ήξεραν ότι η αγαπημένη του γεύση στο παγωτό ήταν το φιστίκι. Οπως θα αποκαλύψει ο ίδιος αργότερα στα απομνημονεύματα, πέθαναν και οι τρεις από υπερβολική δόση ηρωίνης.
Ανακάλυψε τον Τσέχοφ στα 15
Σε ηλικία 15 ετών, παρέα με τον φίλο του Κλίφι, παρακολούθησε τον «Γλάρο» του Τσέχοφ από έναν ερασιτεχνικό θίασο στο παλιό «Elsmere Theatre» του Μπρονξ. Ηταν δύο από τους 1.400 θεατές εκείνο το βράδυ του 1955. «Δεν ξέρω στ’ αλήθεια πόσα κατάλαβα από το έργο… αλλά οι ερμηνείες με “έστειλαν”. Σκεφτόμουν τον εαυτό μου στη θέση εκείνων των φανταστικών χαρακτήρων». Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα κουβαλούσε μαζί του έργα του μεγάλου Ρώσου ανατρέχοντας όποτε ήθελε στους διαλόγους των έργων του.
Απήγγειλε Σαίξπηρ στα στενά του Μανχάταν
Μετά τα 18 έμεινε μόνος στο διαμέρισμα του Μπρονξ και έπιασε δουλειά σε γραφείο μετακομίσεων για γραφεία και σπίτια. Στον ελεύθερο χρόνο του ήταν δεινός αναγνώστης –της «Κινητής Γιορτής» του Χέμινγουεϊ, μεταξύ άλλων– σε ένα από τα καφέ της αλυσίδας «Automat», τα οποία λειτουργούσαν με αυτόματους πωλητές, χωρίς γκαρσόνια. Το πρωί ο Πατσίνο έφτιαχνε καφέ και για τις επόμενες πέντε ώρες έμενε εκεί διαβάζοντας βιβλία. Οπως αναφέρει ο ίδιος, αργά τη νύχτα, όταν οι δρόμοι του Μανχάταν άδειαζαν, έβγαινε για να απαγγείλει τους περίφημους μονολόγους των σαιξπηρικών έργων. Δίπλα σε εργοστάσια, στην άκρη της πόλης, εκεί όπου δεν περπατούσε κανένας άλλος. Θα του έμεναν στη μνήμη ιδιαίτερα οι μονόλογοι του Αμλετ –«εκεί που περιγράφει τον εαυτό του ως άθλιο δούλο»–, τους οποίους και θα πρότεινε σε διάφορες μελλοντικές οντισιόν.
Ναι, ο παππούς του καταγόταν από το Κορλεόνε
Ο πατέρας της μητέρας του ήταν ο Βινσέντο Τζοβάνι Τζεράρντι και καταγόταν από μια μικρή ιταλική πόλη. Μόνο αργότερα ο Αλ έμαθε ότι η πόλη ήταν το Κορλεόνε, η γενέτειρα δηλαδή του Μάικλ, τον οποίο θα υποδυόταν στους τρεις «Νονούς» του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Ο παππούς του, γράφει ο ίδιος, έφτασε στις ΗΠΑ σε ηλικία τεσσάρων ετών, μάλλον παράνομα, και πήρε το όνομα Τζέιμς Τζεράρντι. Είχε χάσει ήδη τη δική του μητέρα και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε μετακομίζοντας στο Χάρλεμ. Η νέα οικογένεια δεν ήταν ιδανικό περιβάλλον για τον Τζέιμς, ο οποίος στα εννιά του παράτησε το σχολείο και το έσκασε για να πιάσει δουλειά στα φορτηγά. Επέστρεψε στο Μανχάταν σε ηλικία 15 ετών. «Ηταν η πρώτη πραγματικά πατρική φιγούρα της ζωής μου» γράφει ο Αλ Πατσίνο για τον παππού του.