Ένα βασικό ερώτημα, που εξακολουθεί να μένει αναπάντητο στην έρευνα για την παχυσαρκία, είναι το είδος των τροφών που συμβάλλουν περισσότερο στην πάθηση. Οι ειδικοί κατηγορούν, για παράδειγμα, λιπαρές ή ζαχαρούχες τροφές και τρόφιμα που στερούνται πρωτεΐνης, κάτι που μπορεί να μας οδηγήσει ασυναίσθητα, να τρώμε παραπάνω. Υπάρχουν πολλά ανεπίσημα στοιχεία εναντίον όλων αυτών των ενόχων αλλά είναι ελάχιστες οι μακροχρόνιες, μεγάλης κλίμακας πειραματικές έρευνες σχετικά με τις συγκριτικές διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων. Γιατί απλώς δεν είναι ούτε ηθικό ούτε πρακτικό, υγιή άτομα να αναγκάζονται να καταβροχθίζουν για χρόνια συγκεκριμένες τροφές μέχρι να γίνουν παχύσαρκοι, στο όνομα της επιστημονικής έρευνας.
Πειράματα αυτού του είδους, όμως, μπορούν να γίνουν σε ποντίκια. Κατά τη διάρκεια μιας μελέτης διατροφής που δημοσιεύθηκε το καλοκαίρι στο επιστημονικό περιοδικό Cell Metabolism, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν 29 διαφορετικές δίαιτες σε εκατοντάδες ενήλικα αρσενικά ποντίκια, με τυχαίο τρόπο. (Σε μελλοντικά πειράματα, οι επιστήμονες ελπίζουν να συμπεριλάβουν και θηλυκά ποντίκια).
Ορισμένες δίαιτες παρείχαν λίγους υδατάνθρακες και μέχρι το 80% των θερμίδων τους με τη μορφή κορεσμένων και ακόρεστων λιπαρών. Αλλες περιλάμβαναν λίγο λίπος και αποτελούνταν κυρίως από επεξεργασμένους (εξευγενισμένους) υδατάνθρακες, βασικά από σπόρους και σιρόπι καλαμποκιού, αν και σε μερικές διατροφικές παραλλαγές οι υδατάνθρακες προήλθαν από ζάχαρη.
Ακόμη, άλλες δίαιτες χαρακτηρίζονταν από εξαιρετικά υψηλά ή χαμηλά ποσοστά πρωτεϊνών. Τα ποντίκια ακολούθησαν την ίδια διατροφή για τρεις μήνες, χρονικό διάστημα που εκτιμάται ότι ισοδυναμεί με περίπου εννέα έτη ανθρώπων, ενώ τους επιτρεπόταν να τρώνε και να κινούνται γύρω-γύρω στα κλουβιά τους κατά βούληση. Στη συνέχεια οι ποντικοί μετρήθηκαν με βάση το βάρος και τη σύνθεση του σώματός τους, ενώ επίσης εξετάστηκε ο ιστός του εγκεφάλου τους για ενδείξεις τροποποιημένης γονιδιακής δραστηριότητας.
Παχύσαρκα έγιναν μόνο μερικά ποντίκια, σχεδόν όλα όσα ήταν σε δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Σε αυτά τα ποντίκια παρατηρήθηκαν επίσης σημάδια αλλαγών στη δραστηριότητα ορισμένων γονιδίων, σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την επεξεργασία των ανταμοιβών (και της ευχαρίστησης). Προφανώς οι λιπαρές κροκέτες που καταβρόχθιζαν έκαναν τα ποντίκια ευτυχή.
Καμία από τις άλλες δίαιτες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι πλούσιες σε ζάχαρη, δεν οδήγησε σε σημαντική αύξηση του σωματικού βάρους των ποντικών ή σε αλλαγή γονιδιακής έκφρασης με τον ίδιο τρόπο. Ακόμα και οι δίαιτες εξαιρετικά υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, με περισσότερο από 60% λίπος, δεν οδήγησαν σε σημαντική αύξηση του βάρους και τα ποντίκια που τρέφονταν με αυτές τις δίαιτες κατανάλωναν λιγότερη τροφή σε σχέση με όλα τα άλλα ποντίκια, πιθανόν επειδή απλώς δεν μπορούσαν να χωνέψουν τόσο πολύ λίπος. Αυτά τα ευρήματα επαναλήφθηκαν αργότερα και σε πειράματα με τέσσερα άλλα είδη ποντικών. Τα αρσενικά ποντίκια στα οποία επιβλήθηκαν δίαιτες με πολλά λιπαρά έγιναν παχύσαρκα, πράγμα που δεν συνέβη με τα υπόλοιπα.
Συμπέρασμα; «Φαίνεται ότι η δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά οδηγεί σε αύξηση του βάρους των ποντικών», λέει ο Τζον Σπίκμαν, καθηγητής στην Κινεζική Ακαδημία Επιστημών του Πεκίνου και στο Πανεπιστήμιο του Αμπερντίν στη Σκωτία, ο οποίος είναι επικεφαλής της έρευνας. Ο Σπίκμαν και οι συνεργάτες του πιστεύουν ότι τα λιπαρά γεύματα ερέθισαν και άλλαξαν μέρη του εγκεφάλου των ποντικών, προκαλώντας τους τόσο μεγάλη επιθυμία για λιπαρές τροφές ώστε αγνοούσαν άλλα σήματα του οργανισμού τους που τους έδειχναν ότι είχαν ήδη καταναλώσει αρκετή ενέργεια.
Η έρευνα επικεντρώθηκε όχι στην απώλεια αλλά στην αύξηση του βάρους των ποντικών, φυσικά, όχι των ανθρώπων. Παρόλα αυτά τα αποτελέσματα κάτι δηλώνουν, γράφουν οι New York Times που δημοσιεύουν την είδηση. Η ζάχαρη δεν έκανε τα ποντίκια να παχύνουν, ούτε και η έλλειψη πρωτεΐνης. Μόνο το λίπος τα έκανε παχύσαρκα. Να ξανασκεφτούμε, λοιπόν, τι τρώμε;