Είκοσι χιλιάδες άνθρωποι την ημέρα, τόσοι μπορούν από τη Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη, ούτως ώστε να θαυμάσουν από κοντά τον Παρθενώνα, καθώς το επιβλητικό μνημείο δεν αντέχει περισσότερους επισκέπτες, σύμφωνα με σχετική μελέτη που εκπονήθηκε για το υπουργείο Πολιτισμού. Την ίδια ώρα στην μακρινή Ιαπωνία κάποιοι επιθυμούν να αρχίσει να ελέγχεται δραστικά η πρόσβαση στο όρος Φούτζι το οποίο επίσης μαστίζεται, όπως η Ακρόπολη, από τον υπερτουρισμό.
Τα δύο γεγονότα συνδέει σε δημοσίευμά της η Corriere della Sera, με τους δημοσιογράφους της ιταλικής εφημερίδας να διερωτώνται τι θα σκεφτόταν ο Περικλής στο άκουσμα της είδησης αλλά και τα πνεύματα (κάμι) του ιερού βουνού της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Οσον αφορά τον Παρθενώνα, η Ντονατέλα Πουλίγκα, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σιένα με ειδίκευση στην κλασική παιδεία επικαλείται σε κείμενό της τον Περικλή ο οποίος είπε (σύμφωνα με τον Θουκυδίδη) πως «παρουσιάσαμε τη δύναμή μας με απτές αποδείξεις και όχι βέβαια δίχως μάρτυρες, και οι σύγχρονοι και οι μεταγενέστεροι θα μας θαυμάζουν».
Η ιταλίδα ειδικός εξηγεί πως από αυτά τα λόγια του μεγάλου αθηναίου πολιτικού που εδραίωσε την πολιτιστική και καλλιτεχνική ηγεμονία της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ. διαπιστώνεται πως είχε «πλήρη επίγνωση όχι μόνο του δικού του χαρίσματος, αλλά και του γεγονότος ότι ολόκληρος ο λαός της Αθήνας θα καθίστατο πρότυπο στον ρου της ιστορίας».
Οταν όμως, μετά τον σημαντικότερο πόλεμο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, εναντίον των Περσών, αποφασίστηκε να χτιστεί στην Ακρόπολη ως προσφορά στη θεά Αθηνά ένας επιβλητικός και υπέροχος ναός, «σίγουρα ούτε ο αρχιτέκτονας του Παρθενώνα, ο Ικτίνος, ούτε ο κορυφαίος Φειδίας, επιστάτης όλων των δημοσίων κτιρίων στον οποίο οφείλουμε τη συνολική σχεδίαση των γλυπτών του ναού, θα μπορούσαν να φανταστούν ότι, αιώνες αργότερα, η συρροή στον πιο διάσημο λόφο της Ελλάδας θα χρειαζόταν να ρυθμιστεί αριθμητικά», αναφέρει η Πουλίγκα, γράφοντας πως πλέον στην Ακρόπολη δεν μπορούν να ανεβαίνουν περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι την ημέρα, ούτως ώστε να αποφεύγεται ο συνωστισμός (ο οποίος δημιουργείται και εξαιτίας του γεγονότος πως το μοναδικό σημείο πρόσβασης στην Ακρόπολη εξακολουθούν να είναι τα Προπύλαια).
Η ιταλίδα πανεπιστημιακός δεν παραλείπει να αναφέρει πως η κατάσταση στην Ακρόπολη έφτασε σε οριακό σημείο και εξαιτίας των κρουαζιερόπλοιων που φτάνουν στο λιμάνι του Πειραιά, «ξεφορτώνοντας χιλιάδες τουρίστες που δεν έχουν πάντα επίγνωση του τι σπεύδουν να δουν».
Οσον αφορά το τι θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι πρόκειται να δουν οι ορδές που επισκέπτονται καθημερινά την Ακρόπολη, η Ντονατέλα Πουλίγκα, αναφερόμενη στον Παρθενώνα, κάνει λόγο για μια «τέλεια σύνθεση παράδοσης και καινοτομίας», για μια «εξύμνηση των αξιών της πολιτείας αλλά και για έναν προβληματισμό όσον αφορά τις σχέσεις με τον άλλο, τον ξένο, τον διαφορετικό, που αναπαριστάνεται ποικιλοτρόπως στη ζωφόρο του μεγάλου ναού», για την «ιστορία της κατασκευής μιας πολύπλοκης και δυσερμήνευτης γυναικείας ταυτότητας, που περιγράφεται μυθολογικά από τη θεά Αθηνά». «Εάν ακόμη και “μόνο” είκοσι χιλιάδες άνθρωποι την ημέρα μπορούσαν να τα γνωρίζουν όλα αυτά, ο Περικλής θα ήταν χαρούμενος. Και εμείς μαζί του», καταλήγει η κλασική φιλόλογος από την Ιταλία.
Σε οριακό σημείο έχει φτάσει η κατάσταση και στο Φούτζι. καθώς ολοένα περισσότεροι άνθρωποι επιθυμούν διακαώς να κατακτήσουν τη χιονισμένη κορυφή του που υψώνεται στα 3.776 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οπως εξηγεί ο Πάολο Σάλομ σε δημοσίευμά του, το διάσημο βουνό θεωρείται ιερό επειδή σύμφωνα με τον σιντοϊσμό είναι έδρα θεοτήτων αλλά και θεός αυτό καθαυτό. Και αυτό δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη, προσθέτει ο ιταλός δημοσιογράφος, σημειώνοντας ότι έως το 1708 εκρήγνυτο τακτικά και εξακολουθεί ακόμα να χαρακτηρίζεται ως ενεργό ηφαίστειο – και να θεωρείται, οπότε, ζωντανό.
Στην Ιαπωνία, ένα προσκύνημα έως την κορυφή τουλάχιστον μία φορά στη ζωή θεωρείται σχεδόν υποχρεωτικό. Αλλά αυτή η παράδοση που εξακολουθεί να εφαρμόζεται πιστά, προσελκύοντας, μάλιστα, και πολλούς ανθρώπους από το εξωτερικό δημιουργεί, πλέον, αρκετά προβλήματα με τον δημοσιογράφο της Corriere να γράφει πως περισσότεροι από πέντε εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες, καταφτάνουν στις πλαγιές του βουνού, συχνά με αθλητικά παπούτσια και ρούχα καθημερινά, με στόχο να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους: «να παρατηρήσουν την Ιαπωνία από την κορυφή του ψηλότερου βουνού της, αναπνέοντας τον καθαρό αέρα της κορυφής και αισθανόμενοι την ιερότητα των δασών του, των βράχων του, των καλυμμένων με τέφρα κοιλάδων του», όπως συνοψίζει ο Πάολο Γιάλομ.
Πλέον, όμως, πολύ συχνά το όνειρο μετατρέπεται σε εφιάλτη με τεράστιες ουρές προσκυνητών και τουριστών από όλο τον κόσμο να συνωστίζονται στα μονοπάτια, όντας απροετοίμαστοι και δίχως να επιδεικνύουν τον απαραίτητο σεβασμό στο ιερό βουνό. Οι εργαζόμενοι στους (λίγους) χώρους εστίασης και παροχής πρώτων βοηθειών αναφέρουν πως απρόσεκτοι επισκέπτες επιστρέφουν από την κορυφή με αναπνευστικά προβλήματα, ακόμη και με συμπτώματα υποθερμίας. Ζήτημα αποτελεί, φυσικά, και η ρύπανση της ατμόσφαιρας από τα καυσαέρια των λεωφορείων και των αυτοκινήτων που ξεφορτώνουν ολημερίς, από τα χαράματα μέχρι το σούρουπο, ανθρώπους στους χώρους στάθμευσης στους πρόποδες του Φούτζι.
«Το 2013 η UNESCO συμπεριέλαβε το Φούτζι μεταξύ των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Ισως, όμως, να μην ήταν αυτή η πρόθεση. Φαίνεται ότι τα πνεύματα του βουνού έχουν ζητήσει να μετακομίσουν, ούτως ώστε να συνεχίσουν να είναι γαλήνια», γράφει ο ιταλός δημοσιογράφος.
Μενδώνη: «Κόφτης» στους 20.000 επισκέπτες ημερησίως
Στην προστασία του μνημείου της Ακρόπολης και στην αναβάθμιση της εμπειρίας του επισκέπτη, με αφορμή τη έναρξη του προγράμματος ωριαίων ζωνών επισκεψιμότητας, αναφέρθηκε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha.
Η κυρία Μενδώνη, τονίζοντας ότι βασικό μέλημα του υπουργείου είναι η προστασία του μνημείου, αναφέρθηκε στη μελέτη του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (ΟΔΑΠ), από την οποία προκύπτει ότι ο ημερήσιος αριθμός επισκεπτών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 20.000, κατανεμημένοι σε συγκεκριμένο αριθμό ανά ζώνη της μίας ώρας. Παράλληλα, η υπουργός τόνισε ότι η μελέτη έχει λάβει υπόψη της τον χρόνο παραμονής και εξόδου των επισκεπτών, προκειμένου να αποφευχθεί ο υπερβολικός αριθμός παράλληλων επισκέψεων, ιδιαίτερα τις πρωινές ώρες, κατά τις οποίες έχει παρατηρηθεί μεγάλη συσσώρευση.
«Στο υπουργείο Πολιτισμού, επειδή ο κύριος σκοπός του είναι ακριβώς η προστασία του ίδιου του μνημείου, αποφασίσαμε να περιορίσουμε τον αριθμό (σ.σ. των επισκεπτών ανά ημέρα) στους 20.000. Από εκεί και πέρα, το ωράριο από 08:00 έως 20:00, που ισχύει σήμερα έχει χωριστεί σε 12 ωριαίες ζώνες επισκεψιμότητας. Η κάθε ζώνη έχει συγκεκριμένο αριθμό επισκεπτών. Για παράδειγμα, η ζώνη 08:00-09:00 πμ έχει 3.000 άτομα. Δεν μπορούν να μπουν 3.000+1 επισκέπτες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι επισκέπτες να έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα για σωστή περιήγηση και απόλαυση του μείζονος αυτού μνημείου», τόνισε η υπουργός.