Την τελευταία του πνοή άφησε την Κυριακή σε ηλικία 81 ετών στο Αμερικανικό Νοσοκομείο του Παρισιού ο περίφημος ιάπωνας μετρ της υψηλής ραπτικής Κένζο Τακάντα, έχοντας πληγεί από τον κορονοïό. Η είδηση του θανάτου του βύθισε στο πένθος τον κόσμο της μόδας, οι επιφανείς εκπρόσωποι του οποίου βρίσκονται αυτές τις ημέρες στην πρωτεύουσα της Γαλλίας με αφορμή τη διεξαγωγή (28 Σεπτεμβρίου – 6 Οκτωβρίου) της Εβδομάδας Μόδας στην Πόλη του Φωτός.
Παρότι είχε εγκαταλείψει τις πασαρέλες από το 1999 (σήμερα ο οίκος που ίδρυσε ο εκλιπών ανήκει στον όμιλο LVMH του Μπερνάρ Αρνό) ο Κένζο εξακολουθούσε να αποτελεί σημείο αναφοράς στον κόσμο της μόδας, έχοντας καταφέρει να δημιουργήσει – χάρη στην τεράστια κουλτούρα του και την ασίγαστη περιέργειά του – το δικό του προσωπικό, πολύχρωμο και πρωτότυπο, στιλ.
«Με ευχαριστεί το ότι υποστηρίζουν πως έχω επηρεάσει τους ανθρώπους αλλά στην πραγματικότητα είμαι εγώ αυτός που επηρεάζεται από τους ανθρώπους. Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζω είναι η επίδραση μου», συνήθιζε να απαντά ο ίδιος σε όλους όσοι – και ήταν πολλοί αυτοί – τον επαινούσαν για τις ευφάνταστες δημιουργίες του.
Ο Κένζο Τακάντα ήρθε στον κόσμο την 23η Φεβρουαρίου του 1939 στην πόλη Χιμέτζι της Ιαπωνίας και ήταν το πέμπτο από τα επτά παιδιά που απέκτησαν συνολικά οι γονείς του. Οι οποίοι αντιλήφθηκαν πολύ νωρίς ότι ο γιος τους είχε μανία με τα ρούχα και τις αμφιέσεις αλλά δεν του επέτρεψαν αρχικά να αφεθεί στη δημιουργικότητά του και να εκφράσει το ταλέντο του.
Ξεκίνησε να σπουδάζει αγγλική λογοτεχνία αλλά τα παράτησε σύντομα, μετά τον θάνατο του πατέρα του, και παρά τις ενστάσεις της οικογένειάς του, έσπευσε να εγγραφεί σε μια σχολή μόδας στο Τόκιο η οποία μόλις είχε αρχίσει να δέχεται και άνδρες φοιτητές. Το 1964 και έχοντας εργαστεί ως σχεδιαστής ρούχων για λογαριασμό ενός πολυκαταστήματος στο Τόκιο και διακριθεί σε τοπικούς διαγωνισμούς μόδας, ο Κένζο έβαλε πλώρη για την κοιτίδα της υψηλής ραπτικής, το Παρίσι, όπου έφτασε τελικά τον Ιανουάριο του 1965, έπειτα από ένα ταξίδι με πλοίο διάρκειας τριάντα ημερών.
Στην πόλη του Κριστιάν Ντιόρ και της Κοκό Σανέλ, του Ιβ Σεν Λοράν, του Πιερ Καρντέν και του Πάκο Ραμπάν, ο Κένζο δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να σταθεί στα πόδια του. Αλλά δεν πτοήθηκε από τις αρχικές δυσκολίες και το 1970 άνοιξε τελικά την πρώτη του μπουτίκ με το όνομα «Jungle Jap» στην ιστορική και μποέμικη Galérie Vivienne, στην καρδιά της γαλλικής πρωτεύουσας.
Λίγους μήνες μετά πραγματοποίησε και την πρώτη του επίδειξη μόδας και εξήγησε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τι σήμαινε εκείνο το «Jungle Jap», παρουσιάζοντας μια σειρά από εξαιρετικές δημιουργίες που συνδύαζαν την αισθητική ζούγκλας με την αισθητική της Απω Ανατολής, «πλεκτά φορέματα και τυπωμένα υφάσματα με σχέδια δυναμικά και ειρωνικά», μας πληροφορεί η Πάολα Πόλο, fashion editor της Corriere della Sera, σημειώνοντας πως τα ρούχα του Κένζο είχαν περισσότερα κοινά στοιχεία με το αποκαλούμενο street style παρά με τον κόσμο της υψηλής ραπτικής.
Πιστεύοντας πως «η μόδα είναι σαν το φαγητό, το σημαντικό είναι να μην σταματάς ποτέ στο ίδιο μενού», ο Κένζο κυριολεκτικά δεν σταματούσε να δημιουργεί κατά τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του, θέτοντας, έτσι, τις βάσεις για την εντυπωσιακή μετέπειτα ανάπτυξη του οίκου του. Το πρώτο κατάστημα Kenzo άνοιξε τις πύλες του το 1976 στην Place des Victoires ενώ το 1983 ο πρώτος ιάπωνας σχεδιαστής μόδας που μπόρεσε να επιβληθεί με το ταλέντο του και τις συνθέσεις του μεταξύ των μεγάλων μόδιστρων του Παρισιού, παρουσίασε και την πρώτη του ανδρική κολεξιόν.
Τα περιοδικά μόδας όλου του κόσμου τον λάτρεψαν ενώ τις μοναδικές δημιουργίες του εξυμνούσε ακόμα και η Νταïάνα Βρίλαντ, η περίφημη αρχισυντάκτρια της αμερικανικής Vogue η οποία αφιέρωσε τη ζωή της στο να αναγνωριστεί η μόδα ως μορφή τέχνης, εξαιρετικός εκπρόσωπος της οποίας υπήρξε αδιαμφισβήτητα και ο Κένζο Τακάντα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 άρχισε να σχεδιάζει ρούχα και για παιδιά και να πειραματίζεται με αρώματα.
Παρά την τεράστια επιτυχία του, ο Κένζο, εκ φύσεως συνεσταλμένος και διακριτικός, συνέχισε να δημιουργεί με γνώμονα πάντα την περιέργειά του, καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Επίσημα εγκατέλειψε τον κόσμο της μόδας το 1999. Επέστρεψε στο προσκήνιο, ωστόσο, έξι χρόνια μετά όχι, όμως, ως μόδιστρος αλλά ως διακοσμητής και σχεδιαστής επίπλων ενώ πέρυσι σχεδίασε τα κοστούμια για μια παραγωγή της «Μαντάμα Μπατερφλάι» στο Τόκιο.
Οσον αφορά τον οίκο Kenzo και το εμπορικό του σήμα, ανήκουν από το 1993 στον γαλλικό όμιλο ειδών πολυτελείας LVMH – Moët Hennessy Louis Vuitton. Τον ευφάνταστο ιάπωνα σχεδιαστή διαδέχτηκαν, αναλαμβάνοντας χρέη καλλιτεχνικού διευθυντή στον οίκο του, αρχικά ο ιταλός Αντόνιο Μαράς, στη συνέχεια το δίδυμο Ουμπέρτο Λιόν και Κάρολ Λιμ και μετά ο Πορτογάλος Φελίπε Ολιβέιρα Μπατίστα.
Ο ιάπωνας μόδιστρος, όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί του μετά την αποχώρησή τους από τις πασαρέλες, σπανίως έδινε το παρών στις επιδείξεις μόδας των διαδόχων του. Ολοι, ωστόσο, επιδίωξαν να τον γνωρίσουν από κοντά για να εμπνευστούν από την ανεξάντλητη ενεργητικότητα και την έμφυτη διακριτικότητά του και την καλοσύνη του, την οποία εξέπεμπε απλά και μόνο χαμογελώντας.
«Αισθάνομαι ορφανός. Εκανα τα πάντα για να τον γνωρίσω. Μας συνέδεαν πολλά. Καταρχάς το ότι γεννηθήκαμε και οι δύο σε νησιά», δήλωσε συγκινημένος στην Corriere o γεννημένος στη Σαρδηνία Αντόνιο Μαράς, ο πρώτος διάδοχος του Kenzo στον ομώνυμο οίκο. «Αλλά και η αγάπη μας για την Ανατολή που ήταν η δική του πατρίδα και η δική μου μανία. Μιλούσαμε για την ομορφιά της ανάμειξης των πολιτισμών. Το ότι παραβρέθηκε στην επίδειξή μου “Cirque d’Hiver” για τα σαράντα χρόνια του οίκου Kenzo, αποτέλεσε τιμή για μένα. Είχε ενθουσιαστεί και ήταν χαρούμενος και αυθόρμητος», θυμήθηκε ο ιταλός μόδιστρος.