«Ολοι οι Κένεντι ήταν δολοφόνοι γυναικών και πάντα τη γλίτωναν» είχε πει στον βιογράφο του ο σταρ του μπέιζμπολ Τζο Ντι Μάτζιο, ο οποίος κατηγορούσε την πολιτική δυναστεία για τον θάνατο της πρώην συζύγου του Μέριλιν Μονρόε. «Θα τη γλιτώνουν ακόμη και σε εκατό χρόνια από τώρα».
Θάνατος σε αεροπορικό δυστύχημα. Θάνατος από πνιγμό. Θάνατος από αυτοκτονία. Είναι μερικές μόνο από τις αιτίες θανάτου γυναικών που έχουν συσχετιστεί με τους Κένεντι. Αυτές και πολλές άλλες υποθέσεις εξιστορεί η ερευνήτρια δημοσιογράφος Μορίν Κάλαχαν στο βιβλίο της «Ask Not: The Kennedys and the Women They Destroyed» (Μη ρωτάς: Οι Κένεντι και οι γυναίκες που κατέστρεψαν), το οποίο κυκλοφόρησε την Τρίτη 2 Ιουλίου. Το βιβλίο μιλάει για «την πραγματική κατάρα των Κένεντι» και διαβάζεται σαν «φρικιαστική σαπουνόπερα», όπως γράφει ο Guardian.
Η Κάλαχαν υποστηρίζει ότι η οικογένεια, που συχνά αντιμετωπίζεται ως πολιτικά «γαλαζοαίματη», πρέπει να κάνει τον απολογισμό της ως προς τα έμφυλα ζητήματα. Στο βιβλίο της ο μισογυνισμός διατρέχει τους Κένεντι, με ιστορικό σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης που εκτείνεται σε γενιές. Και το Κάμελοτ, όπως ήταν γνωστό το μυθικό κέντρο εξουσίας του βασιλιά Αρθούρου, χρησιμοποιούσε τη δύναμη και τον πλούτο του για να ελέγξει ανελέητα το αφήγημα.
Η Κάλαχαν γράφει: «Οταν ένα χάλκινο άγαλμα του JFK σε φυσικό μέγεθος αποκαλύφθηκε στην Ουάσινγκτον το 2021, ούτε ένα μικρό τμήμα των ειδήσεων δεν αφορούσε τη συμπεριφορά του προς τις γυναίκες. Κανένας δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, πολιτικός συγγραφέας ή πολιτιστικός κριτικός δεν ρώτησε αν αυτός ήταν ένας άνθρωπος που άξιζε, στην εποχή μας, ένα τέτοιο μνημείο. Κανείς δεν ρώτησε τι είδους μήνυμα στέλνει η συνεχής αποθέωσή του στις γυναίκες και στα κορίτσια, τώρα και στο μέλλον. Μη ρωτάτε».
Ο πιο σύγχρονος Κένεντι με τον οποίο καταπιάνεται το βιβλίο είναι ο ανιψιός του Τζον Φ. Κένεντι, Ρόμπερτ Φ. Κένεντι τζούνιορ, ο οποίος επί του παρόντος αγωνίζεται ως ανεξάρτητος υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ, με υποψήφια αντιπρόεδρο τη Νικόλ Σάναχαν. Η Κάλαχαν αναρωτιέται γιατί εκείνος έχει επικριθεί για τις θεωρίες συνωμοσίας κατά των εμβολίων και τις αντισημιτικές του δηλώσεις, «αλλά όχι για την κακομεταχείριση γυναικών σε όλη τη διάρκεια της ζωής του».
Στο «Ask Not» αναφέρεται ότι η Μαίρη Ρίτσαρντσον, μια ταλαντούχα αρχιτέκτονας που θυμίζει στην εμφάνιση την Τζάκι Κένεντι, παντρεύτηκε τον Ρόμπερτ το 1994 και απέκτησε μαζί του τέσσερα παιδιά. Της άρεσε η ιδέα να είναι μια Κένεντι, αλλά σπανίως έβρισκε τον σύζυγό της στο πλευρό της: η δουλειά του δεν απαιτούσε ταξίδια, ωστόσο εκείνος ταξίδευε όλη την ώρα.
«Η Μαίρη ένιωθε ότι της έκανε gaslighting (την κορόιδευε μπροστά στα μάτια της)» γράφει η Κάλαχαν. «Οσο περισσότερο πονούσε, τόσο χειρότερα την αντιμετώπιζε ο Μπόμπι. Αλλοτε της ζητούσε διαζύγιο, άλλοτε της έλεγε να φέρει μια άλλη γυναίκα στο κρεβάτι τους – και αυτό ήταν κάτι που την ταπείνωνε.
Μια μέρα στο σπίτι τους βρισκόταν μια φίλη της Μέρι. Ο Μπόμπι βγήκε από το ντους και έριξε την πετσέτα που είχε γύρω από τη μέση του, εκθέτοντας μπροστά της τη γύμνια του. Η Μαίρη υποπτευόταν από καιρό ότι την απατούσε, αλλά εκείνος πάντα το αρνιόταν. «Της έλεγε ότι ήταν τρελή, ότι ήταν αυτή που κατέστρεψε τον γάμο τους και πως τον έδιωχνε μακριά της».
Μέχρι που, η Μαίρη βρήκε τα ημερολόγια του Ρόμπερτ. Στις πίσω σελίδες υπήρχαν λίστες με γυναίκες με τις οποίες ο ίδιος είχε βρεθεί σεξουαλικά. «Τις αξιολογούσε με βαθμούς από το ένα ως το δέκα, σαν να ήταν έφηβος. Το δέκα, όπως ήξερε η Μαίρη, ήταν για πλήρη σεξουαλική επαφή».
Χρησιμοποιούσε πολύ τη λέξη «κλοπή» για γυναίκες που, όπως έγραφε, τον πλησίαζαν στον δρόμο και του έλεγαν να συνευρεθούν. Αν έκανε σεξ μαζί τους, θεωρούσε τον εαυτό του κλοπιμαίο, παθητικό θύμα επιθετικών γυναικών.
«Ηταν τόσοι πολλές· αστρονομικός αριθμός, είπε η Μαίρη, η οποία γνώριζε προσωπικά πολλές από αυτές: Μια διάσημη ηθοποιός που ήρθε στο σπίτι τους και έκανε διακοπές με την οικογένειά της. Ενα πρώην μοντέλο που βρισκόταν πάντα τριγύρω τους. Η σύζυγος ενός από τους καλούς φίλους του Μπόμπι. Η σύζυγος ενός πολύ διάσημου άνδρα. Μια δικηγόρος. Μια γιατρός. Μια ακτιβίστια για το περιβάλλον. Ολες αυτές οι όμορφες, καταξιωμένες γυναίκες. Πώς θα μπορούσε η Μαίρη να τις ανταγωνιστεί;»
Η Μαίρη στενοχωρήθηκε. Εκλαιγε, έπινε και πάλευε για να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ο Ρόμπερτ προσπάθησε να τη βάλει σε ίδρυμα με τη βία, λέγοντάς της ότι «θα ήταν καλύτερα νεκρή». Η Μορίν Κάλαχαν πήρε συνέντευξη από τη θεραπεύτρια της Μαίρης, τη Σινά Χάνκιν. Οταν ο Ρόμπερτ ζήτησε να διαγνωστεί η Μαίρη ως ψυχικά άρρωστη, η Χάνκιν αρνήθηκε, λέγοντάς του: «Η γυναίκα σου δεν είναι ψυχικά άρρωστη. Είναι θυμωμένη και καταθλιπτική αλλά όχι άρρωστη».
Ο Ρόμπερτ άρχισε να βγαίνει με την ηθοποιό Σέριλ Χάινς, η οποία υποδύθηκε τη γυναίκα του Λάρι Ντέιβιντ στο «Curb Your Enthusiasm». Ακύρωσε την πιστωτική κάρτα της Μαίρης και την πρόσβασή της σε μετρητά. Εκείνη ξέμεινε εντελώς από χρήματα και έπρεπε να ζητάει από άλλες μητέρες 20 δολάρια για να μπορεί να αγοράζει βενζίνη και είδη παντοπωλείου. Τελικά κρεμάστηκε μέσα στο σπίτι της.
Η Κάλαχαν αφηγείται: «Η Μαίρη φόρεσε τα ρούχα και τα σανδάλια της γιόγκα, βγήκε στον αχυρώνα της, στοίβαξε τρία μεταλλικά κιβώτια το ένα πάνω στο άλλο και μετά χρησιμοποίησε μια μεταλλική σκάλα για να δέσει τον κόμπο γύρω από το δοκάρι. Οταν τη βρήκαν εκείνο το απόγευμα, τα δάχτυλά της ήταν μέσα στο σχοινί, γύρω από τον λαιμό της. Είχε αλλάξει γνώμη. Προσπάθησε να σωθεί».
Τα αδέρφια της Μαίρης επέμειναν ότι η κατάθλιψή της ήταν άμεσο αποτέλεσμα της εξαπάτησης και της παραμέλησης από τον σύζυγό της, των απειλών του ότι θα πάρει τα παιδιά και θα την αφήσει χωρίς τίποτα, «οι προσπάθειές της να αντέξει όλο το βάρος της οικογένειας Κένεντι εναντίον της».
Ο Ρόμπερτ, ωστόσο, αναφέρθηκε στη Μαίρη ως μια απαρηγόρητη αλκοολική. Δν ανέλαβε καμία ευθύνη για την αγωνία που της είχε προκαλέσει η διαρκής μοιχεία του. «Ξέρω ότι έκανα ό,τι μπορούσα για να τη βοηθήσω» είπε.
Παρά την επιθυμία της οικογένειάς της, η Μαίρη θάφτηκε στο κτήμα της οικογένειας Κένεντι στη Μασαχουσέτη, κοντά στη Γιούνις Κένεντι Σράιβερ, αδελφή του Τζον Φ. Κένεντι. Αλλά, γράφει ο Κάλαχαν, «μία εβδομάδα αργότερα, στη μέση της νύχτας, χωρίς να το πει στα αδέρφια της Μαίρης ή να λάβει την απαιτούμενη νόμιμη άδεια, ο Μπόμπι Κένεντι τζούνιορ κανόνισε να ξεθάψουν το φέρετρο και να το μετακινήσουν 200 μέτρα πιο πέρα. Η Μαίρη αφέθηκε χωρίς ταφόπλακα που να σηματοδοτεί τον τάφο της, θαμμένη μόνη».
Ο τίτλος του «Ask Not» είναι δανεισμένος από μια διάσημη φράση του Τζον Φ. Κένεντι, σε ομιλία του το 1961: «Μη ρωτάτε τι μπορεί να κάνει η χώρα σας για εσάς, ρωτήστε τι μπορείτε να κάνετε εσείς για τη χώρα σας». Ο 35ος πρόεδρος των ΗΠΑ παρουσιάζεται στο βιβλίο υπό ένα διόλου κολακευτικό πρίσμα, ως ένας άνδρας που εκμεταλλεύθηκε τη θέση του για να φέρνει στο κρεβάτι του νεαρές γυναίκες.
Η Μίμι Μπέρντσλεϊ ήταν 19 ετών και εργαζόταν στο γραφείο Τύπου του Λευκού Οίκου όταν ο Τζον την πήγε σε ένα υπνοδωμάτιο στα ιδιωτικά του διαμερίσματα, την έσπρωξε στο κρεβάτι της Τζάκι Κένεντι και της πήρε την παρθενιά. Ηταν η πρώτη συνάντησή τους και ακολούθησαν πολλές, γράφει η Κάλαχαν: «Τη Μίμι την υποδεχόταν στον επάνω όροφο όταν έλειπε η Πρώτη Κυρία. Δουλειά της ήταν να του προσφέρει απλές απολαύσεις: κουβεντούλα, κοινά αφρόλουτρα και σεξ».
Η Κάλαχαν σημειώνει πως όταν η Μπέρντσλεϊ δημοσίευσε τα απομνημονεύματα της, «Once Upon a Secret: My Affair with President John F Kennedy and its Aftermath» (Κάποτε Eνα Μυστικό: Η Παράνομη Σχέση μου με τον Πρόεδρο Κένεντι και οι Συνέπειές της), δέχθηκε επιθέσεις από τα ΜΜΕ, αλλά έγινε Νο 1 μπεστ-σέλερ στη λίστα των New York Times. Ο Ρόμπερτ Ντάλεκ, βιογράφος του Κένεντι, περιέγραψε την Μπέρντσλεϊ ως «απόλυτα αξιόπιστη» και είπε στην Washington Post: «Δεν πρόκειται να ξαναβάλετε το τζίνι στο μπουκάλι. Το αφήγημά της έχει γίνει πλέον μέρος του δημόσιου λόγου».
Ο γιος του Τζον, Τζον Κένεντι τζούνιορ, παρουσιάζεται επίσης στο βιβλίο ως ένας άνθρωπος «καθ’ έξιν ριψοκίνδυνος». Με εμφάνιση και γοητεία σταρ του κινηματογράφου, χαρακτηρίστηκε ως ο πιο περιζήτητος εργένης του πλανήτη. Ξεκίνησε μια σχέση με την Κάρολιν Μπεσέτ, διευθύντρια δημοσίων σχέσεων του οίκου Calvin Klein, αλλά ακολούθησαν τρομακτικά σκαμπανεβάσματα. «Εκείνη ήταν λιποβαρής και αγχωμένη όλη την ώρα, ενώ χρησιμοποιούσε αντικαταθλιπτικά και κοκαΐνη», σύμφωνα με το βιβλίο.
Η Κάρολιν έζησε την αλαζονεία και την απερισκεψία του Τζον τζούνιορ από κοντά. «Μια φορά τούς σταμάτησε ένας αστυνομικός στο Τέρνπαϊκ της Μασαχουσέτης, το αυτοκίνητο μύριζε κάναβη και τους άφησε να φύγουν χωρίς καν προειδοποίηση. “Υπάρχει ένας άγραφος κανόνας στη Μασαχουσέτη”, της είπε ο Τζον, “σύμφωνα με τον οποίο τα μέλη της οικογένειάς μου μπορούν να διαπράξουν ακόμη και φόνο”. Δεκαετίες νωρίτερα, ο θείος του Τεντ Κένεντι είχε αφήσει μια νεαρή γυναίκα να πεθάνει μέσα σε ένα τετραγωνικό μέτρο νερό και δεν κουνήθηκε βλέφαρο», γράφει η Κάλαχαν.
Παρ’ όλα αυτά, το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1996. Στη διάρκεια του γαμήλιου δείπνου η μητέρα της Κάρολιν σηκώθηκε και έκανε μια εκπληκτική πρόποση. «Δεν ξέρω αν αυτός ο γάμος είναι καλός για την κόρη μου» είπε. «Δεν ξέρω αν ο Τζον είναι κατάλληλος γι’ αυτήν».
Τρία δύσκολα χρόνια αργότερα, ο Τζον τζούνιορ θέλησε να τον συνοδεύσει η Κάρολιν σε έναν γάμο στο Κέιπ Κοντ. Εκείνη δεν ήθελε να πάει, αλλά τελικά συμφώνησε να πετάξει μαζί του με το μικρό αεροπλάνο που εκείνος ακόμη μάθαινε να πιλοτάρει. «Η Κάρολιν το είχε πει σε πολύ κόσμο: Δεν πίστευε ότι ο σύζυγός της είχε την υπομονή, την επιμέλεια, το εύρος της προσοχής, αλλά και την ταπεινοφροσύνη για να γίνει καλός πιλότος».
Δικαιώθηκε με τραγικό τρόπο. Ο Τζον τζούνιορ δεν κατέθεσε σχέδιο πτήσης και διέκοψε κάθε επικοινωνία με τον έλεγχο εναέριας κυκλοφορίας. Μια πτήση της American Airlines χρειάστηκε να κάνει εκτροπή για να αποφευχθεί η εναέρια σύγκρουση. Ο Τζον τζούνιορ συνέχιζε να ανεβαίνει.
«Το αεροπλάνο μπήκε σε βέρτιγκο, πέφτοντας 300 μέτρα το λεπτό. Η Κάρολιν και η 34χρονη αδελφή της Λορίν ήξεραν ότι θα πέθαιναν. Η απόλυτη δύναμη της βαρύτητας και της ταχύτητας θα πρέπει να ήταν τρομακτική καθώς περιστρέφονταν με 200 μίλια την ώρα, με τη μύτη προς τον ωκεανό».
Για άλλη μια φορά, γράφει η Κάλαχαν, η οικογένεια εξασφάλισε ότι, 25 χρόνια μετά τη συντριβή, η Κάρολιν εξακολουθεί να απεικονίζεται ως μια γυναίκα εθισμένη στα ναρκωτικά, που έκανε τις τελευταίες μέρες του πρίγκιπα της Αμερικής άθλιες.
«Ετσι δημιουργήθηκε το εξής αφήγημα: αν ο Τζον τζούνιορ δεν περνούσε τόσο άθλια, δεν θα ήταν τόσο αποσπασμένος. Και αν δεν ήταν τόσο αποσπασμένος, δεν θα είχε ρίξει το αεροπλάνο. Η αδερφή της Κάρολιν, Λορίν, ήταν μια παράπλευρη απώλεια».
Ενα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια της οικογένειας εκτυλίχθηκε το 1969, όταν ο γερουσιαστής Εντουαρντ Κένεντι οδήγησε το αυτοκίνητό του εκτός μιας γέφυρας στο Τσαπακουίντικ, ένα νησί στη Μασαχουσέτη. Το αυτοκίνητο αναποδογύρισε σε μια λιμνούλα και εκείνος κολύμπησε για να σωθεί. Η συνοδηγός του, μια 28χρονη βοηθός ονόματι Μαίρη Τζο Κοπέκνι, πέθανε κλεισμένη μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Κένεντι δεν ζήτησε βοήθεια στο πλησιέστερο σπίτι ούτε ανέφερε το περιστατικό στις Αρχές επί 10 ώρες.
«Κατά την ανάκριση», σημειώνει η Κάλαχαν, «ο Τζον Φάραρ, ο δύτης που βρήκε το σώμα της Μέρι Τζο το επόμενο απόγευμα, κατέθεσε ότι η Μέρι Τζο δεν είχε πνιγεί, αλλά είχε πεθάνει από ασφυξία. Είπε ότι ήταν ζωντανή για τουλάχιστον μία ώρα μέσα στο νερό, ίσως και για περισσότερο».
Η Κοπέκνι θα μπορούσε να είχε σωθεί. Ωστόσο, υποστηρίζει η συγγραφέας, αυτή η εγκληματική πράξη μετατράπηκε επιτυχώς σε «τραγωδία του Τεντ», ένα τρομερό ατύχημα που του στέρησε άδικα την προεδρία. Εγινε σεβαστός ως το «λιοντάρι της Γερουσίας». «Ο Τεντ Κένεντι υπηρέτησε το υπόλοιπο της ζωής του στο Κογκρέσο, ενώ το όνομα της Κοπέκνι αναφέρθηκε έκτοτε ελάχιστα» γράφει η Κάλαχαν.
Βασιζόμενη σε αρχεία, συνεντεύξεις με επιζώντα μέλη της οικογένειας και φίλους, αλλά και βιογραφίες, αναμνήσεις και σύγχρονες ειδήσεις, η Κάλαχαν περιγράφει τις ιστορίες πολλών ακόμη γυναικών των οποίων οι ζωές ανατράπηκαν ή και καταστράφηκαν από τους Κένεντι. Μερικές ενεπλάκησαν σε περιβόητες υποθέσεις και σκάνδαλα που έγιναν θλιβεροί τίτλοι, άλλες έγιναν τραγωδίες που περιθωριοποιήθηκαν και ξεχάστηκαν.
Η συγγραφέας παρατηρεί: «Οποια θύματα τόλμησαν να αντεπιτεθούν βρέθηκαν αντιμέτωπα με την τρομερή δύναμη της μηχανής Κένεντι, η οποία μετατρέπει κάθε γυναίκα –ανεξάρτητα από το πόσο πλούσια, διάσημη ή ισχυρή είναι– σε τρελή, μοχθηρή, εκδικητική, ναρκομανή και οχιά. Οποιοδήποτε σοβαρό κακό μπορεί να της έκανε ένας άνδρας Κένεντι, το μήνυμα παραμένει σαφές: Τα ήθελε. Ηταν δικό της λάθος. Ετσι, το Κάμελοτ, αυτό το παραμύθι του μεγαλείου των Κένεντι και των ευγενών ανδρών της οικογένειας, στέκεται ακόμη όρθιο».