Το «Τελευταίο όνειρο» είναι το πιο προσωπικό από τα βιβλία του Πέδρο Αλμοδόβαρ, μια αυτοπροσωπογραφία που αρθρώνεται σε δώδεκα ιστορίες. «Αυτό το βιβλίο είναι ό,τι πιο κοντινό σε μια κατακερματισμένη αυτοβιογραφία. (…) Ο αναγνώστης θα καταλήξει να λάβει το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για μένα ως σκηνοθέτη, ως αφηγητή και για τον τρόπο με τον οποίο η ζωή μού τα φέρνει έτσι ώστε ένα πράγμα και τα υπόλοιπα να μπερδεύονται», γράφει ο περίφημος και μοναδικός Αλμοδόβαρ στην εισαγωγή του βιβλίου του που κυκλοφόρησε φέτος την άνοιξη στην Ισπανία.
Οι δώδεκα ιστορίες που αφηγείται καλύπτουν διάφορες περιόδους, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως σήμερα, και αποκαλύπτουν ορισμένες από τις πιο μύχιες εμμονές του ισπανού κινηματογραφιστή, πέρα από το πώς εξελίχθηκε ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης. Τα σκοτεινά σχολικά χρόνια, η επιρροή της μυθοπλασίας στη ζωή, οι απροσδόκητες συνέπειες της τύχης, η πολυπλοκότητα του χιούμορ, τα μειονεκτήματα της φήμης, το πάθος για τα βιβλία και ο πειραματισμός με αφηγηματικά είδη είναι μερικά από τα θέματα στα οποία επέλεξε να εστιάσει ο συγγραφέας.
Οσον αφορά τον τίτλο του βιβλίου, στην πραγματικότητα είναι ο τίτλος μιας εκ των δώδεκα ιστοριών που εμπεριέχει και είναι αφιερωμένη στη Φρανθίσκα Καβαγιέρο, τη μητέρα του Αλμοδόβαρ. O 74χρονος, πλέον, σκηνοθέτης –συγγραφέας στην προκειμένη περίπτωση– αρχίζει την αφήγησή του μετά τον θάνατό της.
«Οταν βγαίνω στον δρόμο, Σάββατο, διαπιστώνω ότι είναι μια πολύ ηλιόλουστη μέρα. Είναι η πρώτη μέρα με ήλιο και χωρίς τη μητέρα μου. Κλαίω πίσω από τα γυαλιά μου. Θα το κάνω πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ημέρας. Μετά από μια νύχτα αγρύπνιας, περπατάω σαν ορφανό μέχρι να βρω το ταξί που θα με πάει στο γραφείο τελετών», γράφει ο Αλμοδόβαρ, όπως διαβάζουμε στη La Repubblica που δημοσίευσε την ιστορία με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στην Ιταλία την προηγούμενη εβδομάδα.
Παρότι γράφει ότι ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρος συναισθηματικά απέναντί της, ούτε καν τυπικός, υπογραμμίζει πως, «η μητέρα μου είναι ένα θεμελιώδες πρόσωπο στη ζωή μου». Ωστόσο παραδέχεται πως «δεν είχα την ευγένεια να συμπεριλάβω το επίθετό της στο ονοματεπώνυμό μου, όπως θα ήθελε. “Εσύ ονομάζεσαι Πέδρο Αλμοδόβαρ Καβαγιέρο. Τι πράγμα είναι αυτό το Αλμοδόβαρ σκέτο”, μου είχε πει μια φορά, σχεδόν θυμωμένη».
Σύμφωνα με τον Αλμοδόβαρ «οι μητέρες δεν χρειάζεται να κάνουν κάτι ιδιαίτερο για να είναι ουσιαστικές, σημαντικές, αξέχαστες, διδακτικές». Ο ίδιος από τη μητέρα του έμαθε πάρα πολλά, «χωρίς ούτε εκείνη ούτε εγώ να το αντιλαμβανόμαστε. Εμαθα κάτι θεμελιώδες για τη δουλειά μου, τη διαφορά μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, και πώς η πραγματικότητα πρέπει να συμπληρώνεται από μυθοπλασία, ούτως ώστε να καθίσταται η ζωή πιο εύκολη».
Αυτό συνέβη όταν ο Πέδρο με τα αδέλφια του και τους γονείς τους ζούσαν σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας Μπαδαχόθ στην Εξτρεμαδούρα. Η ζωή ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και σκληρή και κάποια στιγμή, θέλοντας να συνδράμει οικονομικά την οικογένειά της, η μητέρα του άρχισε να γράφει και να διαβάζει γράμματα για λογαριασμό των αναλφάβητων συγχωριανών της.
«Ημουν οκτώ χρόνων, συνήθως εγώ έγραφα τα γράμματα, ενώ εκείνη διάβαζε εκείνα που λάμβαναν οι γείτονές μας. Σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, εγώ έλεγχα το κείμενο, ενώ η μητέρα μου διάβαζε, και ανακάλυπτα με έκπληξη ότι δεν αντιστοιχούσε ακριβώς σε αυτό που ήταν γραμμένο στο χαρτί: η μητέρα μου επινοούσε μέρος αυτών που διάβαζε. Οι γείτονες δεν το ήξεραν, γιατί το επινοημένο κομμάτι ήταν πάντα προέκταση της ζωής τους και τους γοήτευε η ανάγνωση», γράφει στο βιβλίο του ο Αλμοδόβαρ.
«Αφού ανακάλυψα ότι η μητέρα μου δεν περιοριζόταν ποτέ στο αρχικό κείμενο, μια μέρα, καθώς επιστρέφαμε στο σπίτι, την επέπληξα. “Γιατί της διάβασες ότι σκέφτεται πάντα τη γιαγιά της και τη νοσταλγεί όταν χτένιζε τα μαλλιά της στο κατώφλι, με τη λεκάνη γεμάτη νερό; Η γιαγιά δεν αναφέρεται καν στο γράμμα”, της είπα. “Μα είδες πόσο χαρούμενη ήταν;”, μου είπε εκείνη», προσθέτει.
«Είχε δίκιο. Η μητέρα μου συμπλήρωνε τα κενά στα γράμματα, διάβαζε στις γειτόνισσες ό,τι ήθελαν να ακούσουν, μερικές φορές πράγματα που μάλλον είχε ξεχάσει ο συγγραφέας και που ευχαρίστως θα έγραφε. Αυτοί οι αυτοσχεδιασμοί εμπεριείχαν ένα μεγάλο μάθημα για μένα. Καθόριζαν τη διαφορά μεταξύ μυθιστορίας και πραγματικότητας και καταδείκνυαν πως η πραγματικότητα χρειάζεται τη μυθοπλασία για να είναι πιο ολοκληρωμένη, πιο ευχάριστη, πιο βιώσιμη. Για έναν αφηγητή αυτό είναι ένα θεμελιώδες μάθημα. Το κατάλαβα με τον καιρό», καταλήγει ο Αλμοδόβαρ, πλέκοντας το εγκώμιο της μητέρας του.