Με το που έκλεισαν οι κάλπες και άρχισε η καταμέτρηση των ψήφων, για λίγες ώρες γινόταν λόγος για ένα εκλογικό θρίλερ α λα 2020, ωστόσο σύντομα κατέστη σαφές ότι ο Ντόναλντ Τραμπ όδευε προς έναν εκλογικό θρίαμβο. Το μεσημέρι της Τετάρτης (ώρα Ελλάδος) οι New York Times εκτιμούσαν ότι θα κατάφερνε να εξασφαλίσει έως και 312 εκλεκτορικές ψήφους έναντι 226 της Κάμαλα Χάρις, ενώ για τη νίκη απαραίτητες είναι 270 εκλεκτορικές ψήφοι.
Σύμφωνα με το βαρόμετρο της νεοϋορκέζικης εφημερίδας, οι πιθανότητες να περάσει για δεύτερη φορά μέσα σε μία οκταετία το κατώφλι του Λευκού Οίκου ανέρχονταν στο 95%. Τα τελικά αποτελέσματα δεν είχαν ανακοινωθεί, ωστόσο αποτελεί σχεδόν γεγονός ότι ο επόμενος, 47ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, θα είναι εκ νέου ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος, μάλιστα, έσπευσε να διακηρύξει την επικράτησή του.
«Πετύχαμε το πιο απίστευτο πολιτικό πράγμα», είπε, απευθυνόμενος σε οπαδούς του στη Φλόριντα, και είναι αλήθεια πως στην προκειμένη περίπτωση δεν υπερβάλλει. Σε όσες πολιτείες έχουν καταμετρηθεί οι περισσότερες ψήφοι τα ποσοστά του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου είναι βελτιωμένα σε σχέση με το 2020. Επιπλέον αυτή τη φορά ο Τραμπ κέρδισε και τη λαϊκή ψήφο (όπως δεν είχε καταφέρει να κάνει το 2016 παρά την εκλογή του) ενώ το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα εξασφάλισε και τον έλεγχο της Γερουσίας. Ο Τραμπ επικράτησε σε τέσσερις από τις επτά συνολικά αμφίρροπες πολιτείες, στην Πενσιλβάνια, στην Τζόρτζια, στη Βόρεια Καρολίνα και στο Γουινσκόνσιν, έχοντας το προβάδισμα (το μεσημέρι της Τετάρτης) και στις υπόλοιπες τρεις (Μίσιγκαν, Αριζόνα, Νεβάδα).
Εν ολίγοις, οι ΗΠΑ (και μαζί τους ολόκληρος ο κόσμος) οδεύουν προς μια δεύτερη θητεία, προς μια νέα τετραετία Τραμπ, με τον αμερικανό μεγιστάνα να έχει στο πλευρό του ως αντιπρόεδρό του τον Τζέι Ντι Βανς (ο οποίος ήδη προορίζεται για διάδοχός του).
Στις βασικές προθέσεις της νέας αμερικανικής διοίκησης είναι: «προστατευτισμός, δασμολογικός πόλεμος εναντίον φίλων (των Ευρωπαίων) και εχθρών (των Κινέζων), πολιτιστικός πόλεμος κατά της woke κουλτούρας, προώθηση της απαγόρευσης των αμβλώσεων, απεμπλοκή των ΗΠΑ από τη διεθνή σκηνή, “γρήγορη λύση” στις συνεχιζόμενες συρράξεις (…) στην Ουκρανία (…) και στη Μέση Ανατολή», όπως συνοψίζει ο Τζανλούκα Μερκούρι της Corriere della Sera σε ανάλυσή του.
Ο ιταλός δημοσιογράφος διερωτάται εάν υφίσταται ο κίνδυνος μιας αυταρχικής μετεξέλιξης των ΗΠΑ, δηλαδή της πιο σημαντικής δημοκρατίας στον κόσμο. Αναφέρει σχετικά ότι η δεξιά πτέρυγα του κινήματος MAGA συσπειρώνεται γύρω από το αποκαλούμενο Project 2025, ένα σαφώς εξτρεμιστικό πολιτικό πρόγραμμα στο πλαίσιο του οποίου προβλέπονται, μεταξύ άλλων, η αντικατάσταση 50.000 στελεχών της ομοσπονδιακής διοίκησης με πιστούς οπαδούς του Τραμπ, η απέλαση εκατομμυρίων παράνομων μεταναστών, ο τερματισμός των πολιτικών για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, ο έλεγχος των σχολείων και ιδιαίτερα των πανεπιστημίων, που θεωρούνται προπύργια του φιλελευθερισμού.
Ωστόσο, ακόμη και ο ίδιος ο Τραμπ έχει εκφράσει επιφυλάξεις επ’ αυτού ενώ οι πιο μετριοπαθείς από τους οπαδούς του διαβεβαιώνουν ότι ο πολιτικός ρεαλισμός θα αποτρέψει τις όποιες ιδεολογικές υπερβολές. Οι επικριτές του, ωστόσο, φοβούνται έναν Τραμπ διψασμένο για εκδίκηση –μετά τις δύο παραπομπές και τη δικαστική οδύσσεια που ακολούθησε– ο οποίος θα κάνει τα πάντα, ώστε να αποκτήσει τον έλεγχο κάθε εξουσίας.
Πάντως ο Φεντερίκο Ραμπίνι, ανταποκριτής της Corriere στις ΗΠΑ (και πολιτογραφημένος Αμερικανός εδώ και δεκαετίες) είναι καθησυχαστικός: «Η Αμερική δεν εξέλεξε έναν δικτάτορα για τέσσερα χρόνια. Οι εξουσίες του προέδρου περιορίζονται από το σύστημα των ελέγχων και των ισορροπιών. Και σε δύο χρόνια θα στηθούν κάλπες ξανά για τις ενδιάμεσες εκλογές, στις οποίες Ρεπουμπλικανοί συνήθως δεν τα πηγαίνουν καλά».
Οσο για την Κάμαλα Χάρις και τους Δημοκρατικούς, «πληρώνουν το τίμημα για τον υψηλό πληθωρισμό, τους πολέμους που δεν κατάφεραν να τερματίσουν, την αντίληψη περί χαλαρής αντιμετώπισης της μετανάστευσης, η οποία επισκιάζει τις λαμπρές επιδόσεις της οικονομίας, τις προσπάθειες για την υποστήριξη της Ουκρανίας και την αποφυγή της κλιμάκωσης στη Μέση Ανατολή και το κλείσιμο των συνόρων με το Μεξικό, περίπου όπως ζητούσε ο Τραμπ, το οποίο, ωστόσο, έγινε με καθυστέρηση στα μάτια των ψηφοφόρων», γράφει ο Τζανλούκα Μερκούρι. «Πληρώνουν επίσης για τα αντικειμενικά τους λάθη, όπως το ότι απέκρυψαν από τον εαυτό τους και από τους Αμερικανούς το δράμα της πνευματικής διαύγειας του Τζο Μπάιντεν», προσθέτει.
Κρίνει επίσης ότι η επιμονή του Δημοκρατικού κατεστημένου να υποστηρίζει την υποψηφιότητα Μπάιντεν, ώσπου η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, υπονόμευσε εκ των προτέρων την υποψηφιότητα της Κάμαλα Χάρις, δεδομένου ότι πολλοί ψηφοφόροι ενδεχομένως να σκέφτηκαν πως εάν ήταν πραγματικά ικανή, θα την είχαν προωθήσει πολύ νωρίτερα. Ο ιταλός δημοσιογράφος δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η Δημοκρατική υποψήφια να ηττήθηκε (ξεκάθαρα) απλώς και μόνο επειδή η Αμερική δεν είναι ακόμα έτοιμη για μια γυναίκα πρόεδρο. Ωστόσο αναγνωρίζει πως πρόκειται για μια υποψία η οποία θα συζητηθεί μεν τις επόμενες ημέρες αλλά στο περιθώριο των εξελίξεων.
Οσο για το τελικό αποτέλεσμα, «κυριαρχεί η αίσθηση ότι ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικανοί κατάφεραν να οικοδομήσουν μια νέα κοινωνική συμμαχία που εκτείνεται από μια μεσαία τάξη που χειμάζεται από την πραγματική ή την αντιληπτή οικονομία (υψηλές τιμές) και δεν συγκινείται από την αύξηση του ΑΕΠ, έως μειονότητες όπως οι ισπανόφωνοι, ακόμη και οι μαύροι άνδρες, οι οποίοι ενδιαφέρονται περισσότερο για θέματα δημόσιας τάξης παρά για τα πολιτικά δικαιώματα – μια συμμαχία στην οποία ανήκουν πολύ πλούσιοι που ενδιαφέρονται για φοροελαφρύνσεις και πολύ φτωχοί άνθρωποι που αισθάνονται παραμελημένοι και αναζητούν τη λύτρωση», συνοψίζει ο ιταλός αναλυτής.