Ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε τρία. Δεκάδες δημοσιεύματα, σε έγκριτα ΜΜΕ ανά τον κόσμο, υμνούν τις επιδόσεις της Ελλάδας εν μέσω πανδημίας. Σε περίοπτη θέση φιγουράρει ένα κείμενο των New York Times (NYT). Δεν είναι και λίγο να σε επαινεί το φύλλο που μόλις κέρδισε τρία Πούλιτζερ, το πλέον βραβευμένο μέσο στην απονομή των βραβείων για το 2020.
Η «Ελλαδίτσα», φτωχή συγγενής του ευρωπαϊκού Νότου καθ’ όλη τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, αποσυνάγωγη κι επαίτης, πέτυχε να αποτινάξει τις στάχτες και να αναγεννηθεί, βγαίνοντας –συγκριτικά με άλλες χώρες– αλώβητη από την πάλη με τον αόρατο εχθρό του ιού. Αναλογιστείτε τη φωτιά που έβαλε ο κορονοϊός σε τρεις από τις τέσσερις μεγαλύτερες χώρες – οικονομίες της Ευρώπης, τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, σημειώνουν οι NYT.
Η αμερικανική εφημερίδα και η συντάκτριά της, Ματίνα Στεβή – Γκρίντνεφ, στο άρθρο υπό τον τίτλο «Τα σκληραγωγημένα ευρωπαϊκά κράτη επιδεικνύουν ανθεκτικότητα στη μάχη κατά του ιού», δίνουν τη δική τους εκδοχή ως προς το γιατί τα πήγε τόσο καλά η Ελλάδα, μαζί της και η Κροατία: διότι έλαβαν εγκαίρως μέτρα αναχαίτισης της μετάδοσης του ιού, έχοντας την πολύτιμη βοήθεια των ήδη ατσαλωμένων, χαλυβδωμένων πολιτών τους. Η Ελλάδα γνώρισε μνημόνια και ναυάγια στην οικονομική ρότα δεκαετιών, η Κροατία γνώρισε Πόλεμο.
Οι NYT φιλοξενούν μάλιστα δηλώσεις της Φρόσως Μόττη-Στεφανίδη, καθηγήτριας του Τμήματος Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, διεθνώς γνωστής από τις μελέτες της σε ζητήματα ψυχικής ανθεκτικότητας (resilience). Το ενδιαφέρον είναι ότι το Πανεπιστήμιο Αθηνών εξέδωσε δελτίο Τύπου, αμέσως μετά το δημοσίευμα, αποχρώσεις του οποίου απουσιάζουν από το δημοσιογραφικό κείμενο.
Επαιξε άραγε τόσο καθοριστικό ρόλο το χαστούκι της οικονομικής κρίσης; Πετύχαμε, γιατί βγήκαμε πιο δυνατοί από τις ατέρμονες μάχες στα Eurogroup και στις ουρές στα ΑΤΜ των τραπεζών; Και τι μπορεί να σηματοδοτεί αυτή η επιτυχία για το άμεσο μέλλον;
Το Protagon επικοινώνησε με την κυρία Μόττη – Στεφανίδη, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους.
«Ενα σύστημα, μία ολόκληρη κοινωνία, επέδειξε προσαρμοστικότητα στη νέα πραγματικότητα, υπό συνθήκες αντίξοες, στρεσογόνες, απειλητικές», τονίζει η καθηγήτρια, εξηγώντας ουσιαστικά στο Protagon τον ορισμό του περίφημου «resilience». Ο ιός λειτούργησε ως συλλογική απειλή, αφού μικροί – μεγάλοι, νέοι και ηλικιωμένοι απεδείχθη ότι διατρέχουμε κίνδυνο, με έμφαση ασφαλώς στους πιο ευάλωτους. Ο όρος «συλλογικός» επιδέχεται αστερίσκους, αφού για ταξικούς λόγους κάποιες ομάδες εργαζομένων δεν μπόρεσαν να προστατεύσουν τον εαυτό τους, όπως οι ταμίες στα σούπερ μάρκετ και οι ντελιβεράδες. Οι αστερίσκοι όμως δεν αναιρούν τον όρο. (Οι γιατροί και οι νοσηλευτές, εκ της ιδιότητάς τους, βρίσκονται ούτως ή άλλως στην πρώτη γραμμή του πυρός.)
Η Ελλάδα δεν μάσησε κουτόχορτο περί ιδιαιτερότητας, επέλεξε να λησμονήσει παλαιά ιδεολογήματα και αγκυλώσεις, και έβαλε τα δυνατά της, ίσως ακριβώς επειδή δεν διέθετε εύσημα στη διαχείριση υγειονομικών κρίσεων ούτε υποδειγματικές κρατικές δομές.
«Το φαινόμενο του resilience είναι και δυναμικό, και πολυσυστημικό», επισημαίνει η κυρία Μόττη. «Ας μην ξεχνούμε ότι η Βρετανία εμφανίστηκε αγέρωχη, με τη θεωρία περί ανοσίας της αγέλης. Οτι η Ιταλία και η Ισπανία έχουν πολυκομματικές κυβερνήσεις και η λήψη αποφάσεων τέτοιου βεληνεκούς δεν ήταν απλή ιστορία, κι ενώ κατά τα άλλα χόρευε ο ιός».
»Ουδείς όμως μπορεί να ισχυριστεί ότι υπάρχει σχέση αιτίου και αιτιατού, ανάμεσα στο σήμερα και το χθες. Κάποιοι που βγαίνουν από μια κρίση ενδέχεται να είναι εξουθενωμένοι, να μην έχουν υποστηρικτικά δίκτυα, και τελικά να μην τα πάνε καλά. Θα μπορούσε, με άλλα λόγια, να είναι διαφορετική η έκβαση λόγω της κόπωσης των πολιτών από τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Δεν είναι σταθερό χαρακτηριστικό η προσαρμογή υπό συνθήκη στρες.
Και συνεχίζει η ειδικός:
«Είναι αληθές, βάσει έρευνας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης: η αυστηρότητα των μέτρων ήταν εντονότερη σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ. Αλλά το γεγονός ότι η Κροατία επέδειξε resilience, ότι η επιτυχία – πειθαρχία της στα αυστηρά μέτρα στηρίζεται στο κομμουνιστικό της παρελθόν, μόνο υπόθεση εργασίας μπορεί να είναι.
»Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο οφείλουμε να επιδείξουμε τεράστια προσοχή, σε τυχόν δεύτερο κύμα πανδημίας, το φθινόπωρο. Η χώρα έχει βεβαίως προετοιμαστεί καλύτερα, κι από 565 κλίνες ΜΕΘ διαθέτει πια 1.200 (σ.σ.: με τη συνδρομή και δωρητών), τίποτε ωστόσο δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο.
»Η χώρα διανύει, εξάλλου, κι αυτά είναι στο μικροσκόπιο των κοινωνιολόγων, φάση μιας νέας διαλεκτικής των πολιτών με την πολιτική, την κυβέρνηση, τη θρησκεία. Θα διαδραματίσει αναπόφευκτα τον δικό της ρόλο, ίσως σμιλέψει μακροπρόθεσμα ανατροπές».
Το τρίο στην ενημέρωση των 6.00 μμ.
Το θεωρητικό μοντέλο με βάση το οποίο αποκωδικοποιεί η κυρία Μόττη το ακραίο σκηνικό που ζήσαμε, θέλει σε ρόλο-κλειδί τη διακυβέρνηση της χώρας, τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η κυβέρνηση, το πώς επετεύχθη να ενισχυθεί η υγιής στάση της πλειοψηφίας του κόσμου στην πρωτόγνωρη συνθήκη του κορονοϊού και να γίνουν σεβαστά τα μέτρα.
«Ηταν σαφές ότι χρειαζόταν πολιτικός λόγος καθαρός και ειλικρινής, με πειθώ. Είναι αυτό που στην επιστήμη ονομάζουμε good governance», υπογραμμίζει η κυρία Μόττη. «Σε μια τέτοια συνθήκη δεν θα μπορούσαν να ασκήσουν θετική επιρροή παλαιά πολιτικά τερτίπια. Εχει ξεκάθαρη ιδεολογική διάσταση η υπόθεση αυτή. Η ιδεολογία καθοδήγησε, υπήρξε πάντρεμα πολιτικής και επιστήμης. Είδαμε εξάλλου τι συνέβη με λαϊκιστές ηγέτες, με ηγέτες τύπου Μπολσονάρο και Τραμπ ακόμη».
«Δεν έχω πληροφόρηση για το ποιος και πώς επέλεξε το τρίο της απογευματινής ενημέρωσης των 6.00, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν πολύ επιτυχημένο. Τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων αυτών, την καθιστούν επιτυχή επιλογή, και ο συνδυασμός τους. Ο εξαιρετικός επιστήμονας, που είναι και θρησκευόμενος (Σωτήρης Τσιόδρας), ο αυστηρός εκπρόσωπος του κυβερνητικού σχήματος (Νίκος Χαρδαλιάς), ο ήρεμος τεχνοκράτης (Βασίλης Κοντοζαμάνης)».
Παραδόξως, η καθηγήτρια μιλάει θετικά για τα Μedia, συνήθως δακτυλοδεικτούμενα για υπερβολές. «Η ολημερίς και ολονυχτίς αναφορά των Μέσων στην απειλή του ιού, η διέγερση του φόβου, ο μηχανισμός των εικόνων, με κυρίαρχα τα στιγμιότυπα από την Ιταλία και την Ισπανία (ποιος μπορεί να ξεχάσει το κομβόι με τα στρατιωτικά φορτηγά γεμάτα με νεκρούς, στο Μπέργκαμο;) κινητοποίησε πολίτες, οργάνωσε συστήματα, λειτούργησε καθοριστικά ως προς το γνωστικό κομμάτι για το πως η ζωή μας έχει πλέον, και ανεπιστρεπτί, αλλάξει. Τα Μέσα έχουν το δικό τους κομμάτι σε αυτή την επιτυχία».
Resilience δεν σημαίνει όμως συμμόρφωση, λοβοτομημένους πολίτες και τυφλή υπακοή. Η κυρία Μόττη είναι κατηγορηματική: «Σε καμία περίπτωση δεν εμπεριέχει την έννοια της συμμόρφωσης για τη συμμόρφωση, ιδίως σε ό,τι αφορά τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα. Στα πρωτόγνωρα που ακούμε, σε επίπεδο διεθνές, όπως η είδηση για την εφαρμογή ψηφιακής ιχνηλάτησης του ιού στη Νότια Κορέα και οι δηλώσεις ξένων πολιτικών για τσιπάκια, το resilient, η προσαρμογή, είναι η επιστροφή στο δημοκρατικό κεκτημένο. Η ολική επαναφορά στη δημοκρατία».