Οσοι δεν έχουν «χορτάσει» βλέποντας τον «Ελβις» (2022) του Μπαζ Λούρμαν μπορούν τώρα να συνεχίσουν με τη διαμετρικά αντίθετη «Πρισίλα» της Σοφίας Κόπολα, μια ταινία που μπορεί μεν να έχει στον τίτλο της το όνομα της γυναίκας του βασιλιά του ροκ-εν-ρολ, στην ουσία όμως πρόκειται για την ιστορία της σχέσης του ζευγαριού – και όχι της Πρισίλα Μπολιέ Πρίσλεϊ.
Η διαφορά ηλικίας ήταν πάντα το επίμαχο ζήτημα στη σχέση τους. Η Πρισίλα ήταν μόλις 14 ετών το 1959, όταν συνάντησε το 24χρονο τραγουδιστή-φαινόμενο και μελλοντικό σύζυγό της στη Γερμανία, όπου ο Ελβις και ο πατριός της υπηρετούσαν αμφότεροι σε μια βάση του αμερικανικού στρατού.
Για τον Ελβις η Πρισίλα ήταν από την αρχή το «Κοριτσάκι» («Little Girl»), αναφέρει η δημιουργός της ταινίας στο σενάριό της (στο «Archive», ένα πρόσφατο βιβλίο τέχνης με στοιχεία από τα παρασκήνια του έργου της Κόπολα): τη βλέπει ως μια αφελή έφηβη, ένα άτομο που πρέπει να ελέγχεται. Βασισμένη στα απομνημονεύματα της Πρισίλα Μπολιέ Πρίσλεϊ «Elvis and Me» (1985), η Σοφία Κόπολα αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας που μπαίνει σε μια ονειρεμένη σχέση για να δει ζωή της να εξελίσσεται σιγά-σιγά σε εφιάλτη.
Η ίδια η Πρισίλα, όπως την ερμηνεύει η Κέιλι Σπέινι, συμμετέχει μάλλον παθητικά στη σχέση της με τον Ελβις, τον οποίο υποδύεται ο Τζέικομπ Ελόρντι, έχοντας σίγουρα έναν πιο αβανταδόρικο ρόλο. Ο Ελβις κανονίζει τη μετακόμισή της στο Μέμφις πριν τελικά παντρευτούν. Και εκείνη απομονώνεται στην Γκρέισλαντ φροντίζοντας τη μικρή τους κόρη, καθώς ο Ελβις την απατά.
Η συναισθηματική αποστασιοποίηση είναι χαρακτηριστική των πρωταγωνιστριών της Σοφίας Κόπολα, που μαραζώνουν στην απομόνωση, παρατηρεί η Σόνια Ράο στην Washington Post. Ηδη στο ντεμπούτο της, «Αυτόχειρες Παρθένοι» (1999), μεταφορά στην οθόνη του μυθιστορήματος του Τζέφρι Ευγενίδη, γράφει η Ράο, η Κόπολα προσέγγισε τους χαρακτήρες των πέντε αδελφών Λισμπόν με την περιέργεια ντοκιμαντερίστα, διατηρώντας μια συναισθηματική απόσταση καθώς απεικονίζει τις συνθήκες της μελαγχολίας τους.
Αργά αλλά αξιόπιστα, η 52χρονη Σοφία Κόπολα έχει δημιουργήσει ένα σύνολο έργων που ενισχύουν τόσο το κινηματογραφικό ύφος της όσο και τις ευαισθησίες της. Αρχισε να δουλεύει την «Πρισίλα» γνωρίζοντας πολύ καλά ότι ο Μπαζ Λούρμαν ετοίμαζε τη δική του ταινία για τον Πρίσλεϊ, αναγνωρίζοντας, όμως, επίσης, ότι ο κίνδυνος αλληλεπικάλυψης ήταν μικρός.
Ο Λούρμαν και η Κόπολα, επισημαίνει η Ράο στην Washington Post, βρίσκονται στα αντίθετα άκρα ενός φάσματος: το ύφος του Λούρμαν απορροφά όλη τη λάμψη και τη γοητεία, ενώ εκείνη κρατιέται σθεναρά έξω από το χρυσό κλουβί. Ο άβολος τρόπος με τον οποίο η «Πρισίλα» κοιτάζει αυτό το κλουβί είναι όσο πιο «Κόπολα» γίνεται, παρατηρεί.
Οι πρωταγωνίστριες των ταινιών της Κόπολα είναι προνομιούχοι και ταυτόχρονα έρμαια. Επιπλέουν σε ονειρικά τοπία με vintage παστέλ χρώματα ή σε σύγχρονα σκηνικά, με θολά φώτα της πόλης. Η σκηνοθέτις είπε κάποτε ότι «οι ταινίες της δεν έχουν να κάνουν με το να είσαι, αλλά με το να γίνεσαι». Στο «Χαμένοι στη Μετάφραση» (2003), η Σάρλοτ, μια νιόπαντρη Αμερικανίδα (Σκάρλετ Γιόχανσον), νιώθει αφόρητη πλήξη ενώ βρίσκεται στο Τόκιο, όπου έχει ακολουθήσει τον φωτογράφο σύζυγό της για μια πολυήμερη φωτογράφιση, και περνά τον περισσότερο χρόνο μόνη της.
Ξεφεύγει μόνο όταν συναντά έναν πολύ μεγαλύτερο σε ηλικία σταρ του Χόλιγουντ (Μπιλ Μάρεϊ), του οποίου η νωθρότητα αντικατοπτρίζει τη δική της. Στο «On the Rocks» (2020), η νεοϋορκέζα συγγραφέας Λόρα (Ρασίντα Τζόουνς) παλεύει να γράψει το τελευταίο της βιβλίο στη σκιά των υποχρεώσεών της ως συζύγου και μητέρας, και βυθίζεται σε αμφιβολίες για τον εαυτό της όταν αρχίζει να υποπτεύεται ότι ο επιτυχημένος επιχειρηματίας σύζυγός της (Μάρλον Γουέιανς) την απατά με την εκθαμβωτική συνεργάτιδά του.
Η Σάρλοτ και η Λόρα προσπαθούν να βρουν έναν σκοπό στη ζωή τους. Η Κόπολα συλλογίζεται τι χρειάζεται για να μάθει κανείς να το κάνει. Εχει πει ότι αναρωτήθηκε μήπως η «Πρισίλα» έμοιαζε πολύ με τη «Μαρία Αντουανέτα» (2006), της οποίας η αυτονομία περιορίζεται από έναν πρώιμο γάμο με πλούτο και εξέχουσα θέση. Κάθε ταινία εξερευνά την ενηλικίωση σε ένα ακραίο περιβάλλον, αλλά η «Πρισίλα» καταναλώνεται περισσότερο από τη μονοτονία αυτού του τρόπου ζωής.
Ενώ η Μαρία Αντουανέτα (Κίρστεν Ντανστ) αντιμετωπίζει την απομόνωση της βασιλικής διαβίωσης γέρνοντας στην πολυτέλεια των Βερσαλλιών, η Πρισίλα αισθάνεται παγιδευμένη από το στενή παρακολούθηση στην οποία την υποβάλλουν στην Γκρέισλαντ, όπου αμέσως της απαγορεύεται να διασκεδάζει με δικούς της καλεσμένους. Η Μαρία Αντουανέτα ζητά την πανύψηλη περούκα της και φορώντας την αθλείται με το κεφάλι ψηλά. Η Πρισίλα βάφει τα μαλλιά της μαύρα ύστερα από πρόταση του δεσποτικού συζύγου της, ενώ είναι υποχρεωμένη να φοράει τις ψεύτικες βλεφαρίδες της ακόμα και όταν γεννάει.
Το «Elvis and Me» απέδειξε μια περίπλοκη αλήθεια: Η πραγματική Πρισίλα Πρίσλεϊ πιστεύει ότι αυτή και ο πρώην σύζυγός της είχαν μια όμορφη, αυθεντική αγάπη –έχει επίσης επαινέσει την πιο θετική εικόνα του Λούρμαν για τον Ελβις–, δεν παύει, ωστόσο, να αναγνωρίζει την ελεγκτική και χειριστική φύση του, γράφει η Ράο στην Washington Post. Δεν έχει σημασία το ότι η Κόπολα στερήθηκε τα δικαιώματα χρήσης της μουσικής του Ελβις στην «Πρισίλα»: η ταινία της ασχολείται περισσότερο με το ποιος ήταν στο παρασκήνιο.
Ο Ελόρντι είναι πιο ψηλός από τη Σπέινι, και η διαφορά ύψους απλώς τονίζει τον τρόμο της σωματικής και συναισθηματικής κακοποίησης που ασκεί στη γυναίκα του, η οποία μετατρέπεται σε κέλυφος του εαυτού της. Σύμφωνα με την παραδοχή του ίδιου του Ελβις, η Πρισίλα είναι «απλά μωρό» όταν συναντιούνται. Ο διάσημος τραγουδιστής αποφασίζει ποια θα είναι πριν προλάβει να το καταλάβει μόνη της.
Η αυξανόμενη κόπωση της Πρισίλα θυμίζει την αφύπνιση του Τζόνι Μάρκο (Στίβεν Ντορφ) στο «Somewhere» (2010), την ταινία της Κόπολα για έναν διάσημο ηθοποιό που ζει μέσα στις καταχρήσεις στο θρυλικό ξενοδοχείο «Chateau Marmont» στο Χόλιγουντ, αναρρώνοντας από έναν μικροτραυματισμό, όταν εμφανίζεται απροειδοποίητα η 11χρονη κόρη του Κλίο (Ελ Φάνινγκ) για να μείνει μαζί του και άθελά της τον προσγειώνει.
Η Κλίο προκαλεί στον Τζόνι μια αίσθηση έκπληξης που απουσιάζει από την κοινότοπη ζωή του χολιγουντιανού σταρ, ο οποίος παγιδευμένος σε έναν τεχνητό κόσμο περνά τις ημέρες του αδιάφορα, με αλκοόλ, γυναίκες, γρήγορα αυτοκίνητα και φανατικούς θαυμαστές. Γεννημένη σε καλλιτεχνική οικογένεια του Χόλιγουντ, η Σοφία Κόπολα καταλαβαίνει πολύ καλά πόσο μοναχικό και βαρετό μπορεί να είναι όλο αυτό.
Αναπόφευκτα, γράφει η Ράο στην Washington Post, οι ταινίες της διαμορφώνονται από τη ζωή της. Μερικές από αυτές αντλούν υλικό απευθείας από τις εμπειρίες της: Εμπνεύστηκε το «Χαμένοι στη Μετάφραση» όταν βρέθηκε στο Τόκιο στα 20 της∙ η ταινία διαδραματίζεται, μάλιστα, στο «Park Hyatt», όπου έμεινε και η ίδια όταν προωθούσε τις «Αυτόχειρες Παρθένους» στην Ιαπωνία.
Αλλα έργα είναι πιο διακριτικά, εξακολουθούν ωστόσο να υπαινίσσονται τους περιορισμούς της: Στο δράμα του Αμερικανικού Εμφυλίου «Η Αποπλάνηση» (2017) –remake του «Προδότη» (1971) με τον Κλιντ Ιστγουντ, βασισμένου στο μυθιστόρημα του Τόμας Π. Κάλιναν «The Beguiled»– η σκηνοθέτις παρέλειψε από τη δική της εκδοχή τον χαρακτήρα ενός μαύρου σκλάβου. Υπερασπίστηκε την απόφασή της λέγοντας: «Νεαρά κορίτσια βλέπουν τις ταινίες μου και αυτή δεν ήταν η απεικόνιση ενός χαρακτήρα Αφροαμερικανού που θα ήθελα να τους δείξω».
Σε συνέντευξή της τον Αύγουστο στο Hollywood Reporter με αφορμή την «Πρισίλα», η Σοφία Κόπολα είπε ότι περίμενε πως το «Elvis and Me» θα ήταν μια «ζουμερή, λαμπερή ιστορία», αλλά «εντυπωσιάστηκα από το πόσο πολύ συνδέθηκα μαζί της συναισθηματικά».
Συνέχισε λέγοντας: «Γνωρίζω από την οικογένειά μου πώς είναι να είσαι μέλος μιας οικογένεια της σόου μπίζνες. Ξέρω ότι μεγαλώνοντας οι άνθρωποι σε κοιτάζουν με διαφορετικό τρόπο. Επίσης, ζώντας σε ένα σπίτι με τον μπαμπά μου, αυτή τη μεγάλη προσωπικότητα, έναν μεγάλο καλλιτέχνη, πολλή από τη ζωή μας περιστρέφεται γύρω από αυτό. Και βλέποντας τη ζωή της μαμάς μου, πώς προσπαθούσε να βρει τον δρόμο της μέσα από τη δική του, μπορούσα να συνδεθώ».
Κάθε ταινία της Σοφίας Κόπολα προσφέρει ένα μάθημα οπτικής. Είναι μια από τις πιο αποτελεσματικές αφηγήτριες: εξερευνά τις εσωτερικές ζωές έφηβων κοριτσιών –των πέντε υπερπροστατευμένων αδελφών Λίσμπον στις «Αυτόχειρες Παρθένους», της Μαρίας Αντουανέτας και της Πρισίλα– υπερασπιζόμενη πάντα το γυναικείο βλέμμα. Και στην «Αποπλάνηση», όπου ένας τραυματισμένος στρατιώτης των Βορείων (Κόλιν Φάρελ) βρίσκει καταφύγιο σε ένα οικοτροφείο θηλέων στη Βιρτζίνια του 1864, αποδεικνύεται ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για τη λαγνεία των γυναικών στο οικοτροφείο παρά για τη δική του.
Τώρα, με την «Πρισίλα», τολμά να ρίξει μια σκιά στην παρακαταθήκη ενός θρύλου της ποπ κουλτούρας. Το σύγχρονο κοινό μπορεί να είναι πιο πρόθυμο να πιστέψει ότι ο Ελβις ήταν ένας σκληρός σύζυγος∙ η Κόπολα, ωστόσο, προκαλεί τους θεατές όχι μόνο να λυπηθούν τη φτωχή σύζυγό του, που ήταν φυλακισμένη μέσα στην πολυτέλεια, αλλά και να συμπάσχουν με τη σταδιακή αναγνώριση της δυστυχίας της.
Στο «Αρχείο» της Κόπολα, γράφει η Ράο στην Washington Post, υπάρχει επίσης η φωτογραφία μιας σελίδας από ένα πρώτο προσχέδιο του σεναρίου της «Πρισίλα». Σε αυτό το σημείο του στόρι η Πρισίλα υποψιάζεται ήδη ότι ο Ελβις έκανε απιστίες, αλλά δεν τον έχει αντιμετωπίσει ακόμα. Το απόσπασμα εμφανίζεται πριν από μια κοντινή λήψη της Πρισίλα, η οποία βρίσκει ένα σημείωμα που είχε λάβει ο Ελβις από μια άλλη γυναίκα.
Η Κόπολα αναλύει τη σκηνή: «Της χαμογελάει. Εκείνη χαμογελάει επίσης, νομίζοντας ότι πρέπει να είναι σε εγρήγορση». Ωστόσο, έκοψε τη δεύτερη πρόταση με μπλε μαρκαδόρο, δίνοντας ένα πιο αποφασιστικό συμπέρασμα στη σκηνή: «Φεύγει».