O περίφημος δρόμος με τις τζακαράντες, στο Ζάππειο | Shutterstock
Θέματα

Τι δέντρα ταιριάζουν τελικά στους δρόμους της Αθήνας;

Οι υψηλές θερμοκρασίες στην Αθήνα ευνοούν τον πολλαπλασιασμό εισαγόμενων εχθρών όπως το ξυλοφάγο έντομο που έχει προσβάλει εσχάτως τις μουριές. Επομένως, ποια δέντρα είναι καταλληλότερα για να αντικαταστήσουν τη μουριά και με ποια κριτήρια πρέπει να επιλέγονται στις σύγχρονες θερμαινόμενες πόλεις; 
Ράνια Ζώκου

«Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς φυτικό υλικό, εξαρτάται από τα δέντρα». Είναι από τις πρώτες φράσεις που λέει η δρ Αγγελική Παρασκευοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο γραφείο της στο Εργαστήριο Ανθοκομίας και Αρχιτεκτονικής Τοπίου, στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. 

Σε πρώτο άκουσμα, μπορεί να μη μας εντυπωσιάζει: διαβάσαμε μια παρόμοια φράση για πρώτη φορά στις σελίδες του σχολικού εγχειριδίου της Μελέτης Περιβάλλοντος στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού και οι περισσότεροι από εμάς, κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με ανάλογα μηνύματα, στην επικαιρότητα ή σε καμπάνιες για το περιβάλλον, τα προσπερνάμε γρήγορα ως γραφικά και εστιάζουμε σε όσα διεκδικούν πιο επιτακτικά την προσοχή μας. 

Μέχρι να λυθεί το κορδόνι μας κάποιο καυτό μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. 

Αυτό που άλλες φορές περνά απαρατήρητο, απλώς ως λιγοστό πράσινο στις άκρες του οπτικού πεδίου μας, ή ακόμα και ενοχλεί όταν μας εμποδίζει στα στενά πεζοδρόμια, και όταν οι συντεθλιμμένοι στο πλακόστρωτο καρποί του λερώνουν τις αστικές μας σόλες, γίνεται ξαφνικά μια μικρή όαση για μας, κι ας μην το σκεφτόμαστε συνειδητά.

Η θερμοκρασία στη σκιά ενός από τα 92.000 δέντρα που βρίσκονται στους δρόμους του Δήμου Αθηναίων είναι σημαντικά χαμηλότερη: «Το μικροκλίμα κάτω από το δέντρο δημιουργεί πιο ευχάριστες συνθήκες για τον άνθρωπο. Εκτός από τη σκιά, συμβάλλει με την εξατμισοδιαπνοή», την απώλεια του νερού που επιτυγχάνεται με την εξάτμιση από την επιφάνεια του εδάφους και των φυτών και μέσω της λειτουργίας της διαπνοής των φυτών δηλαδή, σύμφωνα με την κυρία Παρασκευοπούλου. 

Η αρχή της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, κοντά στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας, γεμάτη δέντρα (Shutterstock)

Δυστυχώς, όμως, τα τελευταία δύο χρόνια, 1,5% των πολύτιμων δέντρων του Δήμου Αθηναίων έχουν χαθεί. Η αιτία εντοπίζεται στο ξυλοφάγο έντομο «Xylotrechus chinensis», το οποίο ήρθε στη χώρα μας από την Κίνα, εντοπίστηκε για πρώτη φορά στην Κρήτη το 2017 και μέχρι σήμερα έχει προσβάλει το 30% των 25.000 μουριών που ζουν στον δήμο.

Το αίτημα για την άμεση αντιμετώπιση της ασθένειας που έχει προσβάλει το ιστορικό για την Αθήνα δέντρο, εμφανίζεται ανά τακτά διαστήματα στον κύκλο των ειδήσεων τα τελευταία δύο χρόνια που βρίσκεται σε έξαρση ο πληθυσμός του εντόμου. 

Σε αυτό το διάστημα ο δήμος, σύμφωνα με τον Δημήτρη Κυριακάκη, διευθυντή της Υπηρεσίας Πρασίνου και Αστικής Πανίδας του Δήμου Αθηναίων, κόβει και θάβει προσεκτικά τις άρρωστες μουριές για να δοθεί χρόνος για μια βιώσιμη και αποτελεσματική λύση για την αντιμετώπιση της ασθένειας την οποία προσπαθεί να βρει σε συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο και το Ινστιτούτο Μεσογειακών και Δασικών Οικοσυστημάτων. 

Ενας από τους βασικούς στόχους του δήμου, σύμφωνα με τον κ. Κυριακάκη, είναι να αντικαταστήσει τη μονοκαλλιέργεια της καλλωπιστικής μουριάς. Ενας τρόπος είναι να μη φυτεύονται οι δρόμοι με όμοιες δεντροστοιχίες «ώστε αν προσβληθεί ένα είδος, να μην καταστραφούν όλα τα δέντρα», λέει χαρακτηριστικά η κυρία Παρασκευοπούλου.

Το ζήτημα της βιοποικιλότητας είναι κρίσιμο για πολλούς λόγους, αλλά γίνεται πιο επιτακτικό όσο οι πόλεις μας συνεχίζουν να θερμαίνονται εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Οι υψηλές θερμοκρασίες στην Αθήνα ευνοούν τον πολλαπλασιασμό εισαγόμενων εχθρών όπως αυτός που έχει προσβάλει τις μουριές ή ο ρυγχοφόρος, το σκαθάρι που είχε προσβάλει τα φοινικοειδή παλιότερα, ενώ σίγουρα πρόκειται να αντιμετωπίσουμε αντίστοιχα περιστατικά στα χρόνια που έρχονται.

Ολα αυτά οδηγούν σε δύο βασικά ερωτήματα: Ποια δέντρα είναι καταλληλότερα για να αντικαταστήσουν τη μουριά και να εμπλουτίσουν το αθηναϊκό αστικό τοπίο και με ποια κριτήρια πρέπει να επιλέγονται στις σύγχρονες θερμαινόμενες πόλεις; 

«Αυτά εδώ τα δέντρα από πάνω μας είναι σοφόρες» λέει η Σταυρούλα Κατσογιάννη, γεωπόνος, αρχιτέκτονας τοπίου και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενωσης Επαγγελματιών Γεωτεχνικών και Επιχειρήσεων Πρασίνου (Π.Ε.Ε.Γ.Ε.Π.) δείχνοντας τα δέντρα πάνω από ένα γνωστό καφέ στο Κουκάκι. 

«Το δέντρο αυτό μας έρχεται από την Ιαπωνία και λειτουργεί απίστευτα βιοκλιματικά», συνέχισε, «γιατί [οι σοφόρες] σχηματίζουν ένα τούνελ πάνω από δρόμους όπως η Φορμίωνος στο Παγκράτι ή η Μιχαήλ Βόδα αλλά είναι φυλλοβόλες, οπότε το χειμώνα μας επιτρέπουν να περνάει το φως του ήλιου ενώ το καλοκαίρι προσφέρουν σκίαση».

Τα δέντρα που φυτεύουμε στα πεζοδρόμια, λοιπόν, είναι καλό να είναι φυλλοβόλα. Αν σε κάποιον δρόμο τα δέντρα είναι αειθαλή, τότε «δεν θα περνάει ακτίνα φωτός μέσα στα παράθυρα, τα μαγαζιά, τα μπαλκόνια αυτών των ανθρώπων που είναι εκεί, ειδικά τον χειμώνα».

Δέντρο σοφόρα στη Μιχαήλ Βόδα. «Τα δέντρα που φυτεύουμε στα πεζοδρόμια πρέπει να είναι φυλλοβόλα» λέει η Σταυρούλα Κατσογιάννη (Protagon/Ελένη Κατρακαλίδη)

Τέτοιες σκέψεις, για την καταλληλότητα των δέντρων, εξηγεί, είναι μεταγενέστερες των αρχικών δενδροφυτεύσεων που έγιναν στην Αθήνα, οι περισσότερες πριν από τέσσερις με πέντε δεκαετίες: «Ολα αυτά τα δέντρα φυτεύτηκαν χωρίς προδιαγραφές ιδιαίτερες, για να πρασινίσει λίγο η πόλη. Σήμερα μπαίνει αυτό το θέμα. Ναι μεν φυτεύω ένα δέντρο, αλλά φυτεύω το σωστό δέντρο, στο σωστό σημείο και με τις κατάλληλες προδιαγραφές ώστε να αναπτυχθεί όπως πρέπει».

Η πρώτη δενδροφύτευση των δρόμων της Αθήνας έγινε από τη βασίλισσα Αμαλία, η οποία φύτεψε τη λεωφόρο που φέρει το όνομα της με ψευδοπιπεριές, την εποχή της δημιουργίας του Εθνικού Κήπου. «Μέχρι τότε στα πεζοδρόμια δεν υπήρχε τίποτα, οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι και οι βασικοί λόγοι για τους οποίους φύτευσαν ήταν η σκόνη και, βέβαια, η σκίαση».

Μετά τα μέσα του 20ού αιώνα, όταν δηλαδή η αστικοποίηση άρχισε να γίνεται πιο έντονη και η Αθήνα να μοιάζει με μεγάλη πόλη, άρχισαν και οι συστηματικότερες προσπάθειες δενδροφύτευσής της.

Πολλά από αυτά τα δέντρα που εισήχθησαν τότε, γιατί τα δέντρα που φυτεύουμε στους δρόμους της Αθήνας στην πλειοψηφία τους δεν είναι ενδημικά, παραμένουν χρήσιμα μέχρι σήμερα, το καθένα για τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: οι μουριές για τη δροσιά τους, οι νεραντζιές για το άρωμα και το μικρό τους μέγεθος, ιδανικό για τους στενούς δρόμους, και η γιακαράντα, ένα από τα μεγάλα δέντρα της Αθήνας, για τις παχιές σκιές της και τα πανέμορφα μοβ άνθη της. 

Το βασικό, όμως, χαρακτηριστικό όλων είναι ότι αντέχουν στις σκληρές συνθήκες του πεζοδρομίου, στις ιδιαίτερες «εδαφοκλιματικές συνθήκες της Αθήνας» και στο «περιβάλλον της αστικής θερμικής νησίδας», όπως λέει ο κ. Κυριακάκης. Αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο η θερμοκρασία στο κέντρο της πόλης μπορεί να φτάσει μέχρι και 10 βαθμούς Κελσίου πάνω από αυτή των προαστίων, εξαιτίας των επιφανειών του κέντρου της πόλης: η άσφαλτος, οι τοίχοι των κτιρίων και τα πλακόστρωτα όλη την ημέρα αποθηκεύουν θερμότητα και το βράδυ την εκλύουν.

«Εμείς στην πόλη μας θέλουμε τα δέντρα να μας παρέχουν σκιά το καλοκαίρι, να έχουν σχετικά μειωμένες υδατικές απαιτήσεις, να αντέχουν στις ξηροθερμικές συνθήκες και στη χημική ρύπανση», παραθέτει η κυρία Παρασκευοπούλου. Αλλά προειδοποιεί ότι «δεν υπάρχει μία έτοιμη συνταγή».

Νεραντζιές στο κέντρο της Αθήνας (Shutterstock)

«Είναι πάρα πολλοί οι παράγοντες για να αποφασίσεις ότι θα βάλεις αυτό το δέντρο πάνω στο πλακόστρωτο» λέει η κυρία Κατσογιάννη. Η ταχύτητα της ανάπτυξης του δέντρου, το τελικό του σχήμα και μέγεθος, το ύψος των κτιρίων, το μήκος, το φάρδος, ο προσανατολισμός και η κλίμακα του δρόμου, αλλά και το αντικείμενο της σκίασης είναι κάποιοι από τους παράγοντες που πρέπει κανείς να σκεφτεί. «Ολα αυτά πρέπει να τα συνυπολογίσεις για να καταλήξεις σε κάποια είδη και από εκεί να αρχίσεις να επιλέγεις».

Το κεντρικό πρόβλημα στην επιλογή ειδών για την αντιμετώπιση σύγχρονων αστικών αναγκών που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή, όπως υπερθέρμανση και πλημμύρες, είναι ότι «τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε βάλει καινούργια είδη δέντρων μέσα στην πόλη» και ότι θα πρέπει να μελετηθούν και να δοκιμαστούν σημειακά νέα είδη που να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες αυτές. Πάντως, είδη όπως η σοφόρα, η γιακαράντα και η νεραντζιά, το καθένα για διαφορετικούς λόγους, ανταποκρίνονται σε αυτές.

«Τα δέντρα είναι τα κύρια είδη φυτών που συμβάλλουν περισσότερο βιοκλιματικά στην πόλη», λέει χαρακτηριστικά η κυρία Παρασκευοπούλου, «αλλά δεν είναι μόνο θέμα είδους δέντρου αλλά και σχεδιασμού». Η δόμηση της πόλης και των χώρων πρασίνου, η χωροθέτηση τους μέσα στην πόλη, η σύνδεσή των χώρων πρασίνου με πράσινες διαδρομές και οι ζώνες πρασίνου που περιβάλλουν την πόλη, είναι καταλυτικά για τον θετικό αντίκτυπο που θέλουμε να έχει το αστικό πράσινο στους κατοίκους.

Οι πράσινες διαδρομές μπορεί να συνδέουν μεγάλα πάρκα μεταξύ τους σε επίπεδο πόλης αλλά και μικρά τοπόσημα όπως το σχολείο, την πλατεία και την εκκλησία σε επίπεδο γειτονιάς, κάτι που έχει εφαρμοστεί σε πολλές πόλεις, από τη Μαδρίτη μέχρι την Πόλη του Μεξικού. «Είναι ουσιαστικά δρόμοι στους οποίους παρεμβαίνεις και τους “πρασινίζεις” αλλάζοντας και τα υλικά δαπεδόστρωσης γιατί και αυτά είναι σημαντικά στις θερμοκρασίες», εξηγεί η κυρία Κατσογιάννη. 

Ανθισμένη τζακαράντα στην οδό Ρηγίλλης (Protagon/Ελένη Κατρακαλίδη)

Επειτα ξαναδείχνει τη σοφόρα δίπλα της: «Το χώμα, το έδαφος είναι πολύ σημαντικό και το παραβλέπουμε στην πόλη. Το έδαφος είναι ζωντανό, όταν πλακοστρώνουμε και ασφαλτοστρώνουμε, στην ουσία το νεκρώνουμε. Τώρα το δέντρο αυτό επιβιώνει εδώ με αυτόν τον δενδροδόχο 50 επί 50 εκατοστά και έχει καταφέρει να βρει νερό από το πάρκο δίπλα. Αν δεν υπήρχε, πού θα το έβρισκε το νερό ή το οξυγόνο που χρειάζονται οι ρίζες τους;». 

Τα δέντρα στις πόλεις μεγαλώνουν κάτω από αντίξοες συνθήκες. Οι ρίζες τους στην πόλη αναγκάζονται να «συνυπάρχουν μαζί με μπετόν, σωλήνες, θεμελιώσεις, υποβαθμισμένα εδάφη», αλλά και συχνά με ελλιπή συντήρηση και περίσσια εχθρότητα, όταν δυσχεραίνουν την ανθρώπινη δραστηριότητα, εξηγεί η κυρία Παρασκευοπούλου. «Τα δέντρα είναι από τους πιο κακοποιημένους οργανισμούς μέσα στην πόλη». 

«Τα δέντρα συνήθως δεν τα λαμβάνουμε υπ’ όψιν, τα θεωρούμε αναλώσιμα», λέει χαρακτηριστικά η κυρία Κατσογιάννη. «Λέμε, “εντάξει, μωρέ, θα φυτέψουμε καινούργια”. Ομως για να φτάσει ένα δέντρο στο τελικό του μέγεθος, χρειάζεται χρόνος που δεν μπορούμε να διαθέσουμε. Χωρίς αυτά δεν μπορούμε πια να υποφέρουμε τη ζέστη και τη μόλυνση της πόλης».