Στις 10 το βράδυ της 28ης Σεπτεμβρίου του 1942, μια ολιγομελής σοβιετική ομάδα καταδρομέων, με επικεφαλής τον λοχία Γιάκοβ Παβλόφ, εισέβαλε και τελικά κατέλαβε από τους Γερμανούς ένα επίμηκες τετραώροφο κτίριο στην Πλατεία 9ης Ιανουαρίου, στο κέντρο του Στάλινγκραντ, κοντά στον ποταμό Βόλγα, που δέσποζε στην ευρύτερη περιοχή.
Αυτό το κτίριο – που αρχικά ήταν γνωστό ως ο «Φάρος» και αργότερα ως το «Σπίτι του Παβλόφ» – παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Σοβιετικών καθ’ όλη τη διάρκεια της βάναυσης Μάχης του Στάλινγκραντ. Η υπεράσπιση της πόλης αποτέλεσε ένα από τα βασικά σημεία καμπής του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου ενώ το «Σπίτι του Παβλόφ» κατέστη σύμβολο της αποφασιστικότητας των Σοβιετικών να αντισταθούν στους εισβολείς μέχρις εσχάτων.
Για τη Μάχη του Στάλινγκραντ έχουν γραφτεί πάμπολλα βιβλία, μεταξύ των οποίων σίγουρα ξεχωρίζει το «Stalingrand» του κορυφαίου βρετανού ιστορικού Αντονι Μπίβορ που κυκλοφόρησε το 1998 και τιμήθηκε με τρία βραβεία, δύο ιστορικά αλλά και ένα λογοτεχνικό. Σήμερα ο επίσης βρετανός εκδότης, συγγραφέας και ιστορικός Ιαν ΜακΓκρέγκορ αφηγείται εκ νέου την ιστορία της θρυλικής μάχης με σημείο αναφοράς το «Σπίτι του Παβλόφ».
«Αυτό έχει αποτέλεσμα γιατί μας υπενθυμίζει ότι δεν έχασαν οι Γερμανοί τη μάχη, αλλά μάλλον την κέρδισαν οι Ρώσοι χάρη σε έναν συνδυασμό λαμπρής ηγεσίας και καινοτόμου τακτικής και στο αίμα και στη θυσία των στρατιωτών τους», γράφει ο Σολ Ντέιβιντ, ένας άλλος διακεκριμένος βρετανός ιστορικός, στην Τelegraph, παρουσιάζοντας το βιβλίο.
Ο απολογισμός της Μάχης του Στάλινγκραντ, που διήρκεσε περισσότερο από πέντε μήνες, από τις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1942 έως τις 2 Φεβρουαρίου του 1943, ημέρα κατά την οποία ο στρατάρχης Φρίντριχ Πάουλους και ό,τι είχε απομείνει από την Εκτη Στρατιά παραδόθηκαν στους Σοβιετικούς, εξακολουθεί να προκαλεί σοκ και δέος: 2,9 εκατομμύρια βόμβες /οβίδες έπληξαν την υπό πολιορκία πόλη, 850.000 τετραγωνικά μέτρα του Στάλινγκραντ καταστράφηκαν ολοσχερώς, περιλαμβανομένων και 126 εργοστασίων, 110 σχολείων και 15 νοσοκομείων ενώ όσον αφορά τις ανθρώπινες απώλειες, συνολικά οι νεκροί, οι τραυματίες, αγνοούμενοι και οι αιχμάλωτοι ήταν περισσότεροι από δύο εκατομμύρια, περιλαμβανομένων και 64.000 ρώσων αμάχων και 110.000 γερμανών στρατιωτών.
Ωστόσο, αποτρέποντας οριακά την κατάληψη του Στάλινγκραντ από τους Γερμανούς και καταστρέφοντας, τελικά, την Εκτη Στρατιά των 320.000 ανδρών του Φρίντριχ Πάουλους, «αναμφισβήτητα τον πιο έμπειρο σχηματισμό της Βέρμαχτ», οι ρώσοι υπερασπιστές της πόλης άλλαξαν την πορεία του πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο. Στη συνέχεια οι γερμανικές δυνάμεις απωθήθηκαν μέχρι το Βερολίνο, όπου και ηττήθηκαν οριστικά τον Μάιο του 1945. Πώς, όμως, μπόρεσαν οι Σοβιετικοί να γείρουν την πλάστιγγα προς την πλευρά τους;
«Ενας σημαντικός παράγοντας ήταν η επιλογή του Βασίλι Τσούικοφ ως αντικαταστάτη του ανεπαρκούς διοικητή της 62ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ, όταν οι Γερμανοί είχαν φτάσει στο Βόλγα και φαινόταν βέβαιο ότι η πόλη επρόκειτο να πέσει την 11η Σεπτεμβρίου του 1942», γράφει ο Σολ Ντέιβιντ στο δημοσίευμά του.
Ο Τσούικοφ ήταν γνωστός ως ένας «σκληρός, γεροδεμένος, φιλοπόλεμος άνδρας» με «εκρηκτική ιδιοσυγκρασία». Οταν κλήθηκε από τους ανωτέρους του να παρουσιάσει τα σχέδιά του για την προάσπιση της πόλης, αρκέστηκε να δηλώσει: «θα λάβω κάθε μέτρο για να κρατήσω την πόλη και, το ορκίζομαι, δεν θα την αφήσω. Θα κρατήσουμε την πόλη ή θα πεθάνουμε εκεί».
Τελικά ο Τσούικοφ τήρησε τον λόγο του. Εγκατέστησε το αρχηγείο του στο κέντρο της βιομηχανικής περιοχής της πόλης, και κατάφερε να αντιμετωπίσει επιτυχώς αλλεπάλληλες γερμανικές επιθέσεις που θα μπορούσαν να έχουν χωρίσει τις δυνάμεις του και να τις απωθήσουν στον Βόλγα, φέρνοντας ενισχύσεις από την 13η Μεραρχία Τυφεκιοφόρων Φρουράς.
«Ηταν η έγκαιρη άφιξη αυτού του σχηματισμού βετεράνων – με διοικητή τον Αλεξάντρ Ροντίμτσεφ, έναν “επιδέξιο, έμπειρο διοικητή του Κόκκινου Στρατού, εντελώς ατρόμητο, εξαιρετικό στη λήψη αποφάσεων υπό πυρά, που τον έτρεμαν και τον αγαπούσαν εξίσου οι άνδρες υπό τις διαταγές του” –που απώθησε τον εχθρό πίσω και έσωσε την πόλη. Ο Τσούικοφ εφάρμοσε επίσης μια νέα μέθοδο μάχης σώμα με σώμα, γνωστή ως “αγκάλιασμα του εχθρού”, που εξουδετέρωνε το γερμανικό πλεονέκτημα σε αεροπλάνα και πυροβολικό», συνοψίζει ο Σολ Ντέιβιντ.
Στον «Φάρο του Στάλινγκραντ» ο Ιαν ΜακΓκρέγκορ αφηγείται μεγάλο μέρος της μάχης μέσα από τα μάτια των ανδρών δύο σχηματισμών: της 13ης Μεραρχίας Τυφεκιοφόρων Φρουράς του Ροντίμτσεφ και της αντίπαλης 71ης, επονομαζόμενης «Τυχερής» Μεραρχίας Πεζικού την οποία διοικούσε ο υποστρατηγός Αλεξάντερ φον Χάρτμαν.
Η Μάχη του Στάλινγκραντ ήταν αδιανόητα σκληρή και ο Ιαν ΜακΓκρέγκορ καταφέρνει να αναδείξει τη βαναυσότητά της, παραθέτοντας μαρτυρίες δεκάδων ανδρών από αμφότερες τις πλευρές που πολέμησαν στο Στάλινγκραντ, συνεντεύξεις που πήρε από τον γιο του Γιάκοβ Παβλόφ και τον εγγονό του στρατάρχη Τσούικοφ, καθώς και αποσπάσματα από τα απομνημονεύματα ενός γερμανού αξιωματικού ονόματι Φρίντριχ Ρόσκε.
Διοικώντας μια από τις επίλεκτες μονάδες του φον Χάρτμαν, ο Ρόσκε ηγούνταν των ανδρών του καθώς κατευθύνονταν γρήγορα από το μέτωπο προς το κέντρο της πόλης. Αλλά κάποια στιγμή άρχισε να ανησυχεί πως είχε αποκοπεί από τις ομάδες υποστηρίξεως. «Η παρορμητική απόφασή μου να περάσω στον Βόλγα, άρχιζε τώρα να με προβληματίζει, γιατί ανά πάσα στιγμή οι Ρώσοι θα μπορούσαν να διασπάσουν τα μετόπισθεν μας. Ως αμυντική στρατηγική, διέταξα να τοποθετηθεί ένα βαρύ οβιδοβόλο σε κάθε έναν από τους 14 δρόμους πίσω μας, περιβάλλοντάς τα με πολυβόλα και τυφεκιοφόρους», έγραψε στα απομνημονεύματά του.
Για κάποιο διάστημα η τακτική του είχε αποτέλεσμα. Αλλά η άφιξη των ανδρών του Ροντίμτσεφ και η ανακατάληψη του κέντρου της πόλης (περιλαμβανομένου και του Σπιτιού του Παβλόφ) από την 71η Μεραρχία ήταν μια κομβική στιγμή στη μάχη.
«Το κύριο πρόβλημα της Εκτης Στρατιάς ήταν ο ανεφοδιασμός. Μόνο στις μάχες του Σεπτεμβρίου είχε χρησιμοποιήσει 25 εκατομμύρια σφαίρες, 500.000 αντιαρματικές οβίδες, 750.000 βλήματα πυροβολικού και 178.000 χειροβομβίδες. Κάθε μέρα ο στρατός χρειαζόταν 20 τόνους τροφή, 50 τόνους σανό και έως και 40 τόνους καύσιμα. Ωστόσο, η πλησιέστερη σιδηροδρομική γραμμή ήταν 50 μίλια μακριά. Θα ήταν σχεδόν αδύνατο να αναπληρωθούν οι προμήθειες και, εξίσου σημαντικό, το ανθρώπινο δυναμικό», εξηγεί ο Σολ Ντέιβιντ.
Η ήττα των Γερμανών κατέστη αναπόφευκτη μετά από μια τεράστια ρωσική αντεπίθεση (Επιχείρηση Ουρανός) στο πλαίσιο της οποίας οι ρωσικές δυνάμεις περικύκλωσαν την Εκτη Στρατιά στο Στάλινγκραντ στα μέσα Νοέμβριου του 1942, με τον Αδόλφο Χίτλερ να απαγορεύει στη συνέχεια την οπισθοχώρηση των δυνάμεων του και να διατάσσει τον Πάουλους και τις δυνάμεις του να συνεχίσουν να αντιστέκονται, αναμένοντας ενισχύσεις από τις δυνάμεις που προωθούνταν προς το μέτωπο από τον Καύκασο. «Το παρόν μέτωπο του Βόλγα και το βόρειο μέτωπο πρέπει κρατηθούν με κάθε κόστος», ήταν η διαταγή. Παρά τις προειδοποιήσεις των ειδικών της Λουφτβάφε, ο Χέρμαν Γκέρινγκ δεσμεύτηκε προσωπικά για την τροφοδοσία των γερμανικών δυνάμεων και απέτυχε θεαματικά.
«Δεδομένου ότι θα χάναμε τα όπλα μας ούτως ή άλλως, τα αχρηστέψαμε και πετάξαμε μέρη τους στη φωτιά, στην οποία καίγονταν ήδη προσωπικά μου έγγραφα, φωτογραφίες, πιστοποιητικά ταυτότητας και χρήματα. Ο στρατιωτικός μας γιατρός μου έδωσε τότε ένα φιαλίδιο υδροκυανίου, το οποίο μπορούσα να πάρω μαζί μου “για κάθε περίπτωση”», έγραψε ο Ρόσκε, αναφερθείς στις τελευταίες ημέρες της μάχης και της απόφασης των Γερμανών να παραδοθούν.
Τελικά επέλεξε να μην πάρει το δηλητήριο, καταλήγοντας, όμως, εξαιτίας της εν λόγω απόφασής του να παραμείνει αιχμάλωτος των Σοβιετικών επί 13 χρόνια, μαζί με πολλούς άλλους γερμανούς ανώτερους αξιωματικούς που κρατήθηκαν παράνομα, ως αντίποινα, από τους Σοβιετικούς για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά το τέλος του πολέμου. Από 91.000 Γερμανούς που κατέληξαν αιχμάλωτοι, στην πατρίδα τους επέστρεψαν κάποια στιγμή μόλις 5.000. Μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν και ο Ρόσκε, αλλά αυτοκτόνησε έναν χρόνο μετά την επιστροφή του στη Γερμανία.
Εν τω μεταξύ ο Παβλόφ είχε θεοποιηθεί από τον σοβιετικό Τύπο και αναδειχθεί σε «Ηρωα της Σοβιετικής Ενωσης», παρότι ο ρόλος που διαδραμάτισε στην ανακατάληψη του Φάρου του Στάλινγκραντ στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο καίριος. «Υπήρχαν πολλοί άλλοι σαν αυτόν στη φρουρά μας που τα ονόματά τους δεν έχουν μπει στα βιβλία της Ιστορίας. Ηταν το πνεύμα της συντροφικότητας που καθιστούσε τις δυνάμεις μας τόσο ισχυρές», έγραψε ένας συμμαχητής του.
Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση του «Φάρου του Στάλινγκραντ» ο Σολ Ντέιβιντ γράφει πως πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο που φωτίζει άγνωστες πτυχές της πιο τρομερής και αναμφισβήτητα της πιο σημαντικής μάχης του 20ου αιώνα. «Είναι μια ιστορία υπεράσπισης της πατρίδας “με την πλάτη στον τοίχο”, μια ιστορία που οι σύγχρονοι Ρώσοι, καθώς τώρα βρίσκονται στην αντίθετη θέση, καλά θα έκαναν να μελετήσουν», καταλήγει.