Ο Κίσινγκερ με τον βορειοβιετναμέζο διαπραγματευτή Λε Ντουκ Το, το 1973 και (δεξιά) με τον Πούτιν το 2012 | CreativeProtagon
Θέματα

Τι μπορεί να μας πει ο αιωνόβιος Κίσινγκερ για τον σημερινό κόσμο

Ο γκουρού της διεθνούς διπλωματίας γεννήθηκε σχεδόν ακριβώς πριν από έναν αιώνα, την 27η Μαΐου του 1923, στην πόλη Φουρτ της Βαυαρίας, στο απόγειο του υπερπληθωρισμού που μάστιζε τότε τη Γερμανία και έξι μήνες πριν από το πραξικόπημα της μπυραρίας του Χίτλερ. Μια αποτίμηση της πολυτάραχης καριέρας του έναν αιώνα μετά, από τον βρετανό ιστορικό Νάιαλ Φέργκιουσον
Protagon Team

Τον διάσημο αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Φράνσις Φουκουγιάμα επικαλείται σε άρθρο του στους λονδρέζικους Times ο βρετανός ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον. Θυμίζει ότι το 1992 έγραψε πως «με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου πρέπει να επανεξετάσουμε την βαθιά ριζωμένη απαισιοδοξία μας σχετικά με τις πιθανότητες για δημοκρατία στον πρώην κομμουνιστικό κόσμο. Απαισιόδοξοι όπως ο Χένρι Κίσινγκερ. . . υποστηρίζουν ότι η κατάρρευση του κομμουνισμού δεν καθιστά τον κόσμο πιο ασφαλή γιατί στη θέση του θα αναπτυχθεί ο μισαλλόδοξος εθνικισμός». Αυτή η απαισιοδοξία, υποστήριζε ο Φουκουγιάμα, θα οδηγούσε σε «ένα είδος μοιρολατρίας για την εκκολαπτόμενη δημοκρατία» και σε «μια πολιτική που εστιάζει μόνο στην πολιτική της ισορροπίας δυνάμεων για να εξασφαλίσει την ασφάλειά μας».

«Τριάντα ένα χρόνια μετά, ποιος φαίνεται να είχε δίκιο;», διερωτάται ο Φέργκιουσον. «Ο Κίσινγκερ θα έλεγα», απαντάει, γράφοντας πως, καθώς ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και γκουρού της εξωτερικής πολιτικής ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 100α γενέθλιά του (το ερχόμενο Σάββατο 27η Μαΐου) «είναι δεδομένο ότι η δημοκρατία στον πρώην κομμουνιστικό κόσμο —και γενικότερα— γνώρισε καλύτερες ημέρες».

Θυμίζει πως οι Κινέζοι δεν είναι καν πρώην κομμουνιστές και πολύ λιγότερο δημοκράτες ενώ ο «μισαλλόδοξος εθνικισμός» που προέβλεπε ο Κίσινγκερ το 1992, αποτελεί αναμφίβολα γεγονός, λαμβάνοντας υπόψη τον αιματηρό επιθετικό πόλεμο του Βλαντιμίρ Πούτιν που εξακολουθεί να μαίνεται στην Ουκρανία.

Και κατά τη συνάντησή τους το περασμένο Σαββατοκύριακο στη Χιροσίμα, οι ηγέτες των χωρών της Ομάδας των Επτά (G7) κατέστησαν σαφές ότι η πολιτική της ισορροπίας δυνάμεων στις διεθνείς σχέσεις, «επανέρχεται εκδικητικά, με την Κίνα να παίζει, τώρα, τον ρόλο της ΕΣΣΔ σε αυτό που γίνεται αισθητό όλο και περισσότερο σαν “Β΄ Ψυχρός Πόλεμος”», γράφει ο βρετανός ιστορικός, ανώτερος συνεργάτης του Hoover Institution στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και καθηγητής στο Belfer Center for Science and International Affairs στο Χάρβαρντ.

Προσθέτει πως σίγουρα δεν είναι υπερβολικό να ειπωθεί ότι όλα τα βασικά ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής σήμερα είναι τα ίδια που ήταν πριν από πενήντα χρόνια, όταν ο Χένρι Κίσινγκερ ήταν κυρίαρχος του παιχνιδιού. Οσον αφορά το ποια είναι αυτά τα ζητήματα, ο Φέργκιουσον αναφέρεται στη ρωσική επιθετικότητα και στην άνοδο της Κίνας, στην αστάθεια που επικρατεί στη Μέση Ανατολή, στην ευρωπαϊκή ενότητα και στην απουσία επιμερισμού των βαρών για την άμυνά της, στη (μη) σχέση μεταξύ της Βρετανίας και της Ευρώπης, στο ατίθασο Ιράν. Ακόμη και για ζητήματα όπως η παγκοσμιοποίηση και ο αντίκτυπος της τεχνολογίας των πληροφοριών έκανε λόγο ο Κίσινγκερ στις ομιλίες του, τη δεκαετία του 1970, και μόνο σε σχέση με την κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πρωτάρης, απλώς επειδή η υπερβολική εξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες αποκαλούνταν τότε «ενεργειακή κρίση», όπως εξηγεί ο Φέργκιουσον.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον (αριστερά) συνομιλεί με τον τότε Σύμβουλο Εθνικής Ασφάλειας, Χένρι Κίσινγκερ τον Νοέμβριο του 1972 (Richard Corkery/NY Daily News Archive via Getty Images)

Ο Χένρι Κίσινγκερ γεννήθηκε πριν έναν αιώνα, την 27η Μαΐου του 1923, στην πόλη Φουρτ της Βαυαρίας, στο απόγειο του υπερπληθωρισμού που μάστιζε τότε τη Γερμανία και έξι μήνες πριν από το πραξικόπημα της μπυραρίας του Χίτλερ. Πέντε χρόνια μετά την άνοδό του Χίτλερ στην εξουσία, όταν ο Κίσινγκερ ήταν δεκαπέντε χρόνων, με τους διωγμούς των Εβραίων να εντείνονται, οι γονείς του αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία και να μετακομίσουν στις ΗΠΑ. Ο Κίσινγκερ ανταπέδωσε την υποδοχή του στη χώρα αρχικά ως οπλίτης στον αμερικανικό στρατό και στη συνέχεια ως ένας εξαιρετικά εργατικός και επιμελής μελετητής της Ιστορίας και της Φιλοσοφίας.

Ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ – «με ένα ξεκάθαρα στοχευμένο ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή διπλωματία του 19ου αιώνα – ιδιαίτερα τους τρόπους με τους οποίους η Βρετανία διατηρούσε την ισορροπία δυνάμεων, εμποδίζοντας οποιοδήποτε ηπειρωτικό κράτος να κυριαρχήσει στην ήπειρο», μας πληροφορεί ο Φέργκιουσον – έγινε ευρέως γνωστός το 1957 με την έκδοση του «Nuclear Weapons and Foreign Policy», ένα βιβλίο – μπεστ σέλερ που εστίαζε στην πιθανότητα ενός «περιορισμένου» πυρηνικού πολέμου.

Ηταν ένας αρκετά μετριοπαθής Ρεπουμπλικάνος τη δεκαετία του 1960 ενώ εγκατέλειψε τον ακαδημαϊκό χώρο όταν ο Ρίτσαρντ Νίξον τον προσέλαβε απροσδόκητα ως σύμβουλό του για την Εθνική Ασφάλεια το 1969. Η απρόβλεπτη συνεργασία τους παρήγαγε το άνοιγμα προς την Κίνα, μια επιβράδυνση της κούρσας των εξοπλισμών με τη Σοβιετική Ενωση και ένα τέλος στην εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ καθώς και την «ειρηνευτική διαδικασία» στη Μέση Ανατολή (μια φράση που εκείνος επινόησε).

Ο Κίσινγκερ βρισκόταν στο απόγειο της φήμης του από το 1972 έως το 1976, όταν κυριαρχούσε στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Επέζησε από το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ – το οποίο χαντάκωσε όχι μόνο τον Νίξον αλλά και πολλούς άλλους στην κυβέρνησή του – κυρίως επειδή το ακαταπόνητο πηγαινέλα μεταξύ της Ιερουσαλήμ, του Καΐρου και της Δαμασκού θάμπωνε ακόμη και τους πολιτικούς του εχθρούς.

«Ο “Super K” της δεκαετίας του 1970 ήταν κάτι το πρωτόγνωρο: ένας θεωρητικός της γεωπολιτικής και εξπέρ της εξωτερικής πολιτικής που κατέστη διασημότητα πρώτης κατηγορίας. Αυτό συνέβη επειδή κανείς δεν καταλάβαινε καλύτερα τη νέα τέχνη της δικτύωσης. Φτάνοντας πολύ πέρα από τα ανώτατα κλιμάκια των Ρεπουμπλικάνων, ο Κίσινγκερ κέρδισε φίλους και επηρέασε ανθρώπους στο Δημοκρατικό Κόμμα, στα ΜΜΕ, στη Γουόλ Στριτ, στο Χόλιγουντ και στον αθλητισμό – για να μην αναφέρουμε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου», συνοψίζει ο Φέργκιουσον.

Ο Κίσινγκερ και ο βορειοβιετναμέζος διαπραγματευτής Λε Ντουκ Το, τον Ιανουάριο του 1973, στο Παρίσι, στο πλαίσιο των συνομιλιών για μια ειρηνική λύση στον πόλεμο του Βιετνάμ (ΑΠΕ/ΜΠΕ)

Μετά την πτώση του Νίξον, το 1974, ο Κίσινγκερ τον αντικατέστησε ως ντε φάκτο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων (commander-in-chief) ενώ ο Τζέραλντ Φορντ, πριν καν εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο, κατέστησε σαφές ότι τον πρώτο λόγο για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής θα συνέχιζε να τον έχει εκείνος. Ωστόσο, η πτώση της Σαϊγκόν και η υποχώρηση της πολιτικής της ύφεσης (detente) – της στρατηγικής της χαλάρωσης των εντάσεων μεταξύ των υπερδυνάμεων μέσω διαπραγματεύσεων για τα πάντα, από τον έλεγχο των όπλων μέχρι το εμπόριο – μετέτρεψαν τον Κίσινγκερ σε αλεξικέραυνο τόσο για τους Δημοκρατικούς όσο και για τους Ρεπουμπλικάνους, ειδικά για τα νεοσυντηρητικά γεράκια.

Ηταν απόλυτα αφανής κατά τα χρόνια του Κάρτερ και σχεδόν αφανής κατά την προεδρία του Ρίγκαν ενώ επανήλθε στο προσκήνιο κατά τη θητεία του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου στον Λευκό Οίκο, καθώς υπεύθυνοι για την εξωτερική πολιτική του ήταν εν μέρει προστατευόμενοι του Κίσινγκερ (τα «χειρουργικά χτυπήματα» κατά του Σαντάμ Χουσεΐν το 1991 ήταν μια άλλη επινόηση του Κίσινγκερ).

O Χένρι Κίσινγκερ συγχαίρει τον τότε υπουργό Εξωτερικών του Ισραήλ Σιμόν Πέρες για μια ομιλία του στην Ουάσινγκτον τον Ιούνιο του 1995 (ΑΠΕ/ΜΠΕ)

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ωστόσο, «η μετοχή του Κίσινγκερ κατέρρευσε», γράφει ο Φέργκιουσον. Με την σοβιετική απειλή να ανήκει στο παρελθόν, οι αριστεροί επικριτές του έσπευσαν να τον επικρίνουν για αδιαφορία ή εμπλοκή σε περιφερειακές χώρες όπως το Μπαγκλαντές, η Καμπότζη, η Χιλή και το Ανατολικό Τιμόρ, «ωσάν κάθε πραξικόπημα, εμφύλιος πόλεμος ή εισβολή στον αναπτυσσόμενο κόσμο να ήταν κατά κάποιο τρόπο προσωπική του ευθύνη». Συγχρόνως οι νεοσυντηρητικοί αντιμετώπιζαν τον Κίσινγκερ ωσάν η πολιτική της ύφεσης (detente) να ήταν μια μορφή κατευνασμού, «ενώ δεν ήταν», γράφει ο Φέργκιουσον.

Η χειρότερη περίοδος για τον Κίσινγκερ ήταν γύρω στο 2001 όταν ο μαχητικός βρετανοαμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Κρίστοφερ Χίτσενς τον επέκρινε έντονα, ζητώντας ακόμα και να δικαστεί ως εγκληματίας πολέμου. Και όταν, το 2004, ο Νάιαλ Φέργκιουσον άρχισε να γράφει μια εκτενή βιογραφία του Κίσινγκερ (έως σήμερα έχει κυκλοφορήσει μόνον ο πρώτος τόμος) διερωτάτο μήπως ο Ριχάρδος Γ΄ της Αγγλίας ήταν ένα πιο δημοφιλές πρόσωπο.

«Ωστόσο, τα γεγονότα της περασμένης δεκαετίας —ιδίως οι αποτυχίες των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, η εδραίωση ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, αυτή τη φορά με την Κίνα, και το ξέσπασμα ενός θερμού πολέμου στην Ουκρανία— μας έφεραν πίσω, μέσω μιας σειράς από απογοητευτικά ταρακουνήματα, στον κόσμο του Κίσινγκερ», γράφει ο βρετανός ιστορικός.

«Η ιστορία δεν τελείωσε, τελικά, με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. Η ιστορία παραμένει, όπως πάντα υποστήριζε ο Κίσινγκερ, το κλειδί για την κατανόηση των κινήτρων των εθνών και των ηγετών τους. Και βλέπουμε τώρα πιο καθαρά ότι, στην εξωτερική πολιτική, όπως έχει υποστηρίξει εδώ και καιρό, οι περισσότερες επιλογές είναι μεταξύ μεγαλύτερων και μικρότερων κακών», προσθέτει.

Οσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, ήδη από το 2014 ο Κίσινγκερ προφητικά προειδοποιούσε πως το να συζητιέται η  ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ χωρίς αυτό να γίνεται πράξη ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο. Αντιθέτως, εκείνος τασσόταν υπέρ της ουδετερότητας της Ουκρανίας. Πέρυσι του επιτέθηκαν επειδή επισήμανε – και πάλι εύστοχα – ότι η Δύση δεν είχε μια συνεκτική στρατηγική για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Πιο πρόσφατα υποστήριξε ότι οι Ουκρανοί έχουν πλέον κερδίσει στο πεδίο της μάχης το δικαίωμα για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο, θεωρεί πως η Ευρώπη πρέπει να μάθει να συνυπάρχει ειρηνικά με τη Ρωσία, αποδεχόμενη, για παράδειγμα, προσάρτηση της Κριμαίας. Σύμφωνα με τον κατεξοχήν βετεράνο της εξωτερικής πολιτικής και της διπλωματίας η δυτική στρατηγική δεν μπορεί να φιλοδοξεί την κατάρρευση της Ρωσίας.

Σχετικά με την ισορροπία δυνάμεων, καθίσταται ολοένα πιο κρίσιμη, ειδικά εάν υπάρχει κίνδυνος ενός καταστροφικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την Ταϊβάν. «Δύο χώρες με την ικανότητα να κυριαρχούν στον κόσμο, είναι αντιμέτωπες ως οι απόλυτοι ανταγωνιστές. Διέπονται από ασύμβατα εγχώρια συστήματα […] η τεχνολογία συνεπάγεται ότι ένας πόλεμος θα επιβράδυνε τον πολιτισμό, εάν δεν τον κατέστρεφε», ανέφερε σχετικά ο Κίσινγκερ σε συνέντευξη που παραχώρησε πέρυσι στον Φέργκιουσον για το The Sunday Times Magazine.

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν (δεξιά) καλωσορίζει τον Χένρι Κίσινγκερ στο Κρεμλίνο, τον Ιανουάριο του 2012 (EPA/ALEXEY DRUGINYN /RIA NOVOSTI)

Θα μπορούσε ο Β’ Ψυχρός Πόλεμος να είναι ακόμη πιο επικίνδυνος από τον Α’ Ψυχρό Πόλεμο; Ο Κίσινγκερ απάντησε ναι, επειδή και οι δύο υπερδυνάμεις έχουν πλέον αντίστοιχους οικονομικούς πόρους (κάτι που δεν συνέβη ποτέ στον Ψυχρό Πόλεμο) και οι τεχνολογίες καταστροφής είναι ακόμη πιο τρομακτικές, ειδικά με την έλευση της Τεχνητής Νοημοσύνης — για την οποία ο Κίσινγκερ συνέγραψε ένα βιβλίο δύο χρόνια πριν εμφανιστεί το ChatGPT και πανικοβάλει ολόκληρο τον πλανήτη.

Ολοκληρώνοντας το κείμενό του, ο Φέργκιουσον υπενθυμίζει πως ο Κίσινγκερ έχει επικριθεί όχι μόνο για την έναρξη της διαδικασίας που έβγαλε την Κίνα από την απομόνωση της εποχής του Μάο, αλλά και για την ενθάρρυνση της ανάπτυξης του εμπορίου και των επενδύσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας. Ποτέ, όμως, δεν ισχυρίστηκε ότι θα υπήρχε αέναη ειρήνη μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου.

«Το να αναμένουμε να καταστεί η Κίνα δυτική» δεν ήταν πλέον μια εύλογη στρατηγική, υποστήριξε πέρυσι. «Δεν πιστεύω ότι η παγκόσμια κυριαρχία είναι μια κινεζική έννοια, αλλά θα μπορούσε η Κίνα να καταστεί τόσο ισχυρή. Και αυτό δεν μας συμφέρει». Πρόσθεσε, όμως, οι δύο υπερδυνάμεις «έχουν μια ελάχιστη κοινή υποχρέωση να αποτρέψουν [μια καταστροφική σύγκρουση]». Οπότε ο Κίσινγκερ είναι αναμφίβολα ανακουφισμένος από την πρόσφατη επανέναρξη των διπλωματικών συνομιλιών μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων.

«Οταν ο Τζέικ Σάλιβαν, σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Τζο Μπάιντεν, μετέβη στη Βιέννη νωρίτερα αυτό το μήνα για να συναντηθεί με τον κινέζο ομόλογο του, Γουάνγκ Γι, για έναν δεκάωρο μαραθώνιο διάλογο, μπορείτε να είστε αρκετά σίγουροι ότι (ο Σάλιβαν) είχε ενημερωθεί από τον Κίσινγκερ εκ των προτέρων. Η πολιτική της ύφεσης επέστρεψε. Και εάν η εναλλακτική επιλογή είναι μια Κρίση των Ημιαγωγών της Ταϊβάν – ανάλογη με την Κρίση των Πυραύλων της Κούβας το 1962 – θα πρέπει να είμαστε όλοι ευγνώμονες», καταλήγει ο Φέργκιουσον.