Πριν από πέντε χρόνια, τον Μάιο του 2019, οι Πράσινοι ανά την Ευρώπη είχαν σημειώσει σημαντικές επιτυχίες στις ευρωεκλογές, κερδίζοντας περισσότερες από 70 έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είχε υποσχεθεί ότι η Πράσινη Συμφωνία θα ήταν οδηγός για την πορεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπό την ηγεσία της. Τώρα αυτές οι πράσινες έδρες έχουν μειωθεί σχεδόν κατά το ένα τρίτο και η Φον ντερ Λάιεν φαίνεται περισσότερο από πρόθυμη να «νερώσει» πολλές από τις προτάσεις της Πράσινης Συμφωνίας – όπως έκανε ήδη την παραμονή της προεκλογικής εκστρατείας – ώστε να μην απολέσει τη στήριξη μέρους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και να εξασφαλίσει μια δεύτερη θητεία στην προεδρία της Κομισιόν.
Αλλά το 2019 ήταν επίσης η χρονιά κατά την οποία οι πορείες για το κλίμα και το κίνημα Fridays For Future, μπροστάρισσα του οποίου υπήρξε η Γκρέτα Τούνμπεργκ, είχαν απίστευτη ορμή: πλήθος μαθητών και μαθητριών πλημμύριζε πλατείες και λεωφόρους ενώ διαρκής ήταν και η προσοχή των ΜΜΕ όλου του κόσμου. Αντιθέτως την Παρασκευή 7η Ιουνίου, πριν από την Κυριακή των εκλογών, στην 302η απεργία για το κλίμα, μπροστά από τα κεντρικά γραφεία της Κομισιόν στη Στοκχόλμη, πέρα από την Γκρέτα, μετείχαν περίπου ακόμη είκοσι ακτιβιστές και ακτιβίστριες.
Φυσικά, τα τελευταία πέντε χρόνια δεν ήταν φυσιολογικά. Πρώτα εμφανίστηκε ο κορονοϊός, ακολούθησε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στη συνέχεια εκτινάχθηκε το κόστος ζωής ενώ μετά ξέσπασε ο πόλεμος στη Γάζα. Σε αυτό το πλαίσιο η κλιματική κρίση έπαψε να έχει απόλυτη προτεραιότητα, αν και η κατάσταση είναι τουλάχιστον όσο κρίσιμη ήταν, εάν όχι χειρότερη, και πριν. Αρκεί, όμως, αυτό για να εξηγηθεί τη φαινομενική εξαφάνιση της αποκαλούμενης «γενιάς της Γκρέτα».
Σύμφωνα με τον Καρλ Ματίζεν του Politico, που προσπάθησε να δώσει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα, υπάρχει και κάτι άλλο: «ένα κίνημα που κάποτε ήταν συσπειρωμένο γύρω από ένα ενιαίο, απλό κάλεσμα προς τις παλαιότερες γενιές να μην του στερήσουν το μέλλον του, τώρα πλήττεται εσωτερικές διαιρέσεις – σχετικά με τις τακτικές εκστρατείας, τις διαπροσωπικές διαμάχες και τη νέα παγκόσμια κατάσταση πολιτικής έκτακτης ανάγκης λόγω του πολέμου στη Γάζα. Επειτα από χρόνια διαμαρτυρίας, αυτοί οι νέοι ακτιβιστές άρχισαν να κουράζονται επίσης», γράφει ο δημοσιογράφος του Politico.
«Ειλικρινά, βρισκόμαστε σε σύγχυση. Και είμαστε επίσης πολύ υπεράριθμοι και διχασμένοι», επιβεβαίωσε η Ντομινίκα Λασότα, ηγετική φυσιογνωμία του Fridays for Future στην πατρίδα της, την Πολωνία αλλά και στην Ευρώπη. Υφίσταται, όμως, ακόμη ένα ζήτημα, όπως ανέφερε η Λουίζα Νεουμπάουερ, η «Γκρέτα» της Γερμανίας, υποστηρίζοντας πως οι δυνάμεις του αντιπάλου μετώπου – ιδίως τα ακροδεξιά πολιτικά κόμματα που ενισχύθηκαν σημαντικά φέτος – κατέστησαν πιο «επαγγελματικές» και πιο ικανές στο να μετατρέπουν την κλιματική πολιτική σε όπλο. Μια ξεκάθαρη απόδειξη είναι τα πισωγυρίσματα και οι όποιες παραχωρήσεις σε σχέση με την Πράσινη Συμφωνία που μερικές εκατοντάδες αγρότες κατάφεραν να κερδίσουν, «εισβάλλοντας» με τα τρακτέρ τους στις Βρυξέλλες.
Ενδεχομένως αναπόφευκτα ο πολλαπλασιασμός των κρίσεων ανάγκασε τα μέλη του κινήματος να πάρουν θέση όσον αφορά πολλά ανοιχτά ζητήματα, πέραν του περιβαλλοντικού, με αποτέλεσμα το κίνημα να πάψει να είναι συμπαγές και να διαιρεθεί.
Θέλοντας να εκφράσει την αλληλεγγύη της στους χειμαζόμενους Παλαιστίνιους της Γάζας η Γκρέτα Τούμπεργκ βρέθηκε αμέσως στην πρώτη γραμμή, καταλήγοντας ακόμη και στο κρατητήριο, μετά από τη σύλληψή της (με την καφίγια στο λαιμό) στο Μάλμε, για παράδειγμα, στο πλαίσιο των διαμαρτυριών που σημειώθηκαν για τη συμμετοχή του Ισραήλ στο πανευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού.
Αντιθέτως η Λουίζα Νέουμπαουερ, παρέμεινε, τουλάχιστον αρχικά, πιστή στην παραδοσιακή γερμανική απροθυμία να λαμβάνεται ανοιχτά θέση κατά του Ισραήλ. Μια άλλη εξέχουσα προσωπικότητα του κινήματος, η οποία, ωστόσο, διατήρησε την ανωνυμία της, συνομιλώντας με τον Καρλ Ματίεζεν, είπε πως το κίνημα για το κλίμα έχει γενικά «χάσει τον προσανατολισμό του και έχει παγιδευτεί σε ευρύτερες εκστρατείες για τη Γάζα και το Ισραήλ, γεγονός που έχει αποσπάσει την προσοχή από τους κύριους ρυπαντές».
Υπάρχουν επίσης διαφορετικές απόψεις όσον αφορά το ποια είναι η καλύτερη τακτική που πρέπει να υιοθετηθεί στο εξής από το κίνημα. Το γεγονός ότι η Γκρέτα Τούνμπεργκ έχει περιορίσει τις εκστρατείες στα μέσα ενημέρωσης, εντείνοντας, όμως, την ακτιβιστική της δράση (με ολοένα περισσότερες συλλήψεις και κρατήσεις στο ενεργητικό της) υπέρ της παγκόσμιας δικαιοσύνης, υποδηλώνει ότι πλέον τείνει προς πιο ριζοσπαστικές μορφές διαμαρτυρίας.
Οι Λακόστα και η Νεουμπάουερ, όμως, έχουν διαφορετική άποψη. «Νιώθω ότι έχουμε εγκαταλείψει αυτό που μπορούσαμε να κάνουμε καλύτερα, το οποίο ήταν να ταρακουνάμε ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό», είπε η ακτιβίστρια από την Πολωνία. Μικρότερες, πιο ριζοσπαστικές μορφές διαμαρτυρίας, όπως τα οδοφράγματα της Letzte Generation (Τελευταία Γενιά) στη Γερμανία και της Just Stop Oil στη Βρετανία, έχει αποδειχθεί ότι «δεν λειτουργούν», πρόσθεσε από την πλευρά της η γερμανίδα συντρόφισσά της στον αγώνα για το κλίμα.
Ωστόσο το πρόβλημα όσον αφορά την κλιματική κρίση είναι ευρύτερο. Στη Γερμανία πραγματοποιούνται ακόμη πορείες και διαδηλώσεις, συχνά με χιλιάδες συμμετέχοντες. Οι παλαιότερες γενιές, ωστόσο, δεν δείχνουν πλέον να ενδιαφέρονται. Γιατί – διαμαρτύρεται η Λουίζα Νεουμπάουερ – μόνον οι νεότεροι πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνοι για το γεγονός ότι η κλιματική κρίση δεν ήταν στο προσκήνιο της προεκλογικής εκστρατείας και φέτος (όπως ήταν το 2019); «Από πότε είναι μόνο δικό μας πρόβλημα;», διερωτήθηκε, υπενθυμίζοντας ότι υπήρχαν 373 εκατομμύρια Ευρωπαίοι με δικαίωμα ψήφου.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι είναι ίσως καλό που οι τελείωσαν «οικολογικές ανοησίες» της γενιάς της Γκρέτα, όπως υποστηρίζει, για παράδειγμα, ο ακροδεξιός αντιπρόεδρος της ιταλικής κυβέρνησης Ματέο Σαλβίνι. Ποια είναι, όμως, η εναλλακτική πρόταση του αντίπαλου στρατοπέδου;
Στη γαλλική οικονομική εφημερίδα Les Echos, η Μαρί Μπελάν έγραψε ότι «η οικολογία της κοινής λογικής» που προωθούν – έναντι της «τιμωρητικής οικολογίας» – η Λεπέν και το πουλέν της ο Ζορντάν Μπαρντελά είναι (στην θεωρία) εκείνη που θα επιτρέψει στους γάλλους πολίτες «να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε ντίζελ και να θερμαινόμαστε με πετρέλαιο χωρίς να αυξάνουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, να μπορούμε να πληρώνουμε λιγότερα για την ηλεκτρική μας ενέργεια, εγκαταλείποντας τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να μπορούμε να μειώσουμε το λογαριασμό φυσικού αερίου μας, συνεχίζοντας να ζούμε σε σπίτια που εκλύουν το μεγαλύτερο μέρος της θερμότητας».
Το πρόβλημα, όμως, είναι πως, σύμφωνα με τους ειδικούς, η εν λόγω «οικολογία της κοινής λογικής» είναι ελάχιστα αξιόπιστη. Ιδιαίτερο ζήτημα σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί η εχθρότητα του Εθνικού Συναγερμού προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, γενικά, και την αιολική ενέργεια, ειδικότερα (στο παρελθόν, η Λεπέν είχε προτείνει όχι μόνο να μην εγκατασταθούν νέες ανεμογεννήτριες, αλλά και να αποσυναρμολογηθούν όσες λειτουργούσαν ήδη).
«Με την εγκατάλειψη του μεγάλου επενδυτικού σχεδίου για υπεράκτια αιολική ενέργεια, στην ανοιχτή θάλασσα, θα εγκαταλείπαμε ταυτόχρονα μια προσφορά τιμής ηλεκτρικής ενέργειας κοντά στα 40 ευρώ ανά μεγαβατώρα, μια πολύ ανταγωνιστική τιμή», ανέφερε σχετικά ο Νικολάς Γκολντμπέργκ, στέλεχος της Colombus Consulting με ειδίκευση στην ενέργεια.
Αυτή η σχεδόν υποσυνείδητη απόρριψη των ανεμογεννητριών εξηγείται, σύμφωνα με τη δημοσιογράφο της Les Echos, από την υπόσχεση του Εθνικού Συναγερμού για επιστροφή στη Γαλλία του παρελθόντος, πριν από τα πετρελαϊκά σοκ, σε μια Γαλλία όπου η ενέργεια ήταν φθηνή, όπου η γεωργία είχε αυξημένες αποδόσεις, όπου σίγουρα υπήρχαν κάποιοι περιορισμοί αλλά για οικονομικούς, όχι οικολογικούς, λόγους.
«Ο Εθνικός Συναγερμός παίζει με την ψευδαίσθηση ότι είναι δυνατόν να μην αλλάξει τίποτα και να διατηρηθεί ο τρέχων τρόπος ζωής. Βάζουμε τη Γαλλία μέσα σε μια βιτρίνα, κρατάμε τα τοπία ως έχουν, αλλά αυτό σημαίνει πως ξεχνάμε ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η διάβρωση των ακτών, οι επαναλαμβανόμενες πλημμύρες, η υποβάθμιση των δασών, είναι ήδη πραγματικότητα και ήδη τροποποιούν τα τοπία και τις περιοχές», ανέφερε από την πλευρά του ο Αντουάν Πεγιόν, γενικός γραμματέας του Οικολογικού Σχεδιασμού της Γαλλίας.
Στην πραγματικότητα, μια εναλλακτική ενεργειακή πρόταση του Εθνικού Συναγερμού είναι η επιστροφή στην πυρηνική ενέργεια μέσω της κατασκευής είκοσι νέων πυρηνικών αντιδραστήρων. Ωστόσο, όπως σημειώνει στο άρθρο της η Μαρί Μπελάν «οι έξι νέοι πυρηνικοί αντιδραστήρες που ανακοίνωσε ο Εμανουέλ Μακρόν, στους οποίους προστέθηκε πρόσφατα η υπόσχεση για επιπλέον οχτώ αντιδραστήρες, δεν θα να είστε έτοιμοι πριν από το 2035, στην καλύτερη περίπτωση. Εν τω μεταξύ, θα καταστεί απαραίτητη η αύξηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων με ακριβές εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου και απώλεια της ενεργειακής κυριαρχίας που η Γαλλία αγωνίζεται να αποκαταστήσει».
Το τελευταίο παράδοξο που επισημαίνει η γαλλίδα δημοσιογράφος είναι ότι, ενώ από πολλές απόψεις ο Εθνικός Συναγερμός παίζει με τους μεγάλους φόβους των Γάλλων – τον φόβο της ανασφάλειας, της «μεγάλης αντικατάστασης», της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης – ενόψει της υπερθέρμανσης του πλανήτη «δεν επιδιώκει να εκμεταλλευτεί κανέναν φόβο ή αγωνία για το κλίμα, αλλά μάλλον παίζει το χαρτί της τύφλωσης και της απραξίας».