Από την ημέρα που ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει να ανεβάσει το ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη η χώρα συγκλονίζεται από διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες. Πριν από λίγες ημέρες, αεροδρόμια, εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, σχολεία και μέσα μαζικής μεταφοράς έκλεισαν, σε μια γενική απεργία που παρέλυσε τη χώρα.
Οι Γάλλοι δεν διαπραγματεύονται τη συνταξιοδότησή τους και υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό, λόγοι που σχετίζονται με την Ιστορία τους και τα εργασιακά τους δικαιώματα, τα οποία έχουν κερδίσει με πολύ κόπο και αγώνες. Δεν θα υποχωρήσουν εύκολα, όσο και αν η κυβέρνηση επιμένει ότι η αλλαγή του ασφαλιστικού συστήματος είναι αναγκαία προκειμένου αυτό να σωθεί.
Το σύστημα συνταξιοδότησης εισήχθη από το Εθνικό Συμβούλιο Αντίστασης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί με το Εθνικό Σύστημα Υγείας, και ήταν μέρος μιας σειράς κοινωνικών μέτρων που είχαν στόχο να ενώσουν ξανά την κατακερματισμένη χώρα.
Ηταν σχεδιασμένο έτσι ώστε οι νεότερες γενιές να πληρώνουν τις εισφορές των μεγαλύτερων και να τους δώσουν την ανεξαρτησία τους, «ώστε να μη χρειάζεται να πολεμάμε ο ένας τον άλλον» εξηγεί στους New York Times ο Μπρουνό Κρετιέν, πρόεδρος του Ινστιτούτου για την Κοινωνική Προστασία. «Ηταν κάποιου είδους κοινωνική ειρήνη» συμπληρώνει.
Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι η μεταπολεμική γενιά των baby boomers έχει βγει στη σύνταξη και ζουν πολύ περισσότερο από όσο υπολόγιζε το σύστημα. Ταυτόχρονα, ο κινητήρας του συστήματος, οι νεαρότεροι εργαζόμενοι που πληρώνουν τις συντάξεις, δεν επαρκεί.
Ο Μακρόν και η κυβέρνησή του λένε ότι το σύστημα συνταξιοδότησης βρίσκεται σε μια «ολοένα και πιο επικίνδυνη κατάσταση» και ότι οι προτεινόμενες αλλαγές είναι απαραίτητες για να το κρατήσουν στα πόδια του. Οι Γάλλοι, όμως, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, αντιτίθενται σθεναρά στα μέτρα.
«Μπορούμε να είμαστε όσο παραγωγικοί είναι και οι Αμερικανοί. Ομως, ας μην ξεχνάμε ότι η ζωή δεν είναι μόνο δουλειά» λέει ο Ερβέ Μποσετί, 58 ετών και χρηματοοικονομικός σύμβουλος στο επάγγελμα. Ο Μποσετί έχει βγει πέντε φορές στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί για το μέτρο. Στην τελευταία διαδήλωση φόρεσε στολή καταδίκου και κρατούσε μια πινακίδα που έγραφε «φυλακισμένος στη δουλειά». «Στη Γαλλία πιστεύουμε ότι υπάρχει χρόνος για εργασία και χρόνος για προσωπική ανάπτυξη» συμπληρώνει.
Η πόλη των συνταξιούχων
Η Γκρανβίλ, μια πόλη της βόρειας Γαλλίας, στις ακτές της Μάγχης, ανακηρύχθηκε από τη Le Figaro το 2022 ως το καλύτερο μέρος για να ζήσεις αφού βγεις στη σύνταξη.
Τα εστιατόρια, τα καφέ, τα μουσεία και τα θέατρα είναι γεμάτα από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας. Το διηλικιακό πανεπιστήμιο προσφέρει δεκάδες μαθήματα και στην πόλη υπάρχουν περισσότερα από 100 κλαμπ διαφόρων ενδιαφερόντων, καθώς και φιλανθρωπικές οργανώσεις.
Η Κατρίν Ιακοβελί-Χαμόν, 62 ετών, μετακόμισε στην πόλη πριν από τρία χρόνια. Σε όλη της τη ζωή πουλούσε επί έξι ημέρες την εβδομάδα τσιγάρα και εφημερίδες σε ένα κατάστημα της Καέν. Η σύνταξή της ισοδυναμεί με τα τρία τέταρτα του τελευταίου μισθού της και της επιτρέπει να ταξιδεύει και να πηγαίνει στο θέατρο. «Επιτέλους, κάνω όσα δεν μπορούσα να κάνω όλα αυτά τα χρόνια» λέει.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μόλις το ένα τρίτο των ανθρώπων έφθαναν στη συνταξιοδότηση. Και εκείνοι που τα κατάφερναν, έπαιρναν περίπου το 20% του μισθού τους για λίγα χρόνια, έως ότου πεθάνουν. Από τότε, τόσο το προσδόκιμο ζωής όσο και οι συντάξεις έχουν αυξηθεί υπερβολικά στη Γαλλία και σήμερα ο μέσος γάλλος συνταξιούχος είναι πιο πλούσιος από ό,τι ο γενικός πληθυσμός, λαμβάνοντας το 75% του τελευταίου μισθού του, αλλά με πολύ λιγότερα έξοδα.
Στη Γαλλία, το 4,4% των συνταξιούχων ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στα 38 έθνη του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη.
Αντί για λίγα χρόνια, πλέον, ο μέσος Γάλλος θα περάσει περίπου το ένα τέταρτο της ζωής του στη σύνταξη, 22 έτη για τους άντρες και 26 για τις γυναίκες, και τα περισσότερα από αυτά θα βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Οσοι έγιναν 65 ετών το 2021 μπορούν να περιμένουν άλλα 11 με 12 καλά χρόνια κατά μέσο όρο, σύμφωνα με τα στατιστικά της γαλλικής κυβέρνησης.
Πλέον, η σύνταξη δεν είναι ο προθάλαμος του θανάτου, αλλά το απόγευμα της ζωής, μια ευλογημένη περίοδος, όπως λέει στους ΝΥΤ ο Σερζ Γκερέν, καθηγητής Κοινωνιολογίας με ειδίκευση στην τρίτη ηλικία.
«Είναι μια περίοδος ελευθερίας. Μπορείς, επιτέλους, να ευχαριστηθείς τα εγγόνια σου, να ταξιδέψεις, να γίνεις εθελοντής και να συμμετέχεις στα κοινά». Επιπλέον, είναι η αποζημίωσή σου για τα χρόνια που εργάστηκες. «Υπάρχει ένα όραμα στη Γαλλία» λέει ο Γκερέν, «ότι η εργασιακή ζωή είναι απλώς η αναμονή για την εποχή που θα μπορέσεις να ευχαριστηθείς τη ζωή».
Ο Ζαν-Πολ Ντορόν, 70 ετών, ζει τα τελευταία χρόνια στην Γκρανβίλ και παλαιότερα εργαζόταν στη France Télécom, την τέως κρατική εταιρεία τηλεπικοινωνιών που έγινε συνώνυμο τρομακτικών συνθηκών εργασίας. Δεκάδες υπάλληλοί της αυτοκτόνησαν, καθώς δεν άντεχαν την πίεση, και μέλη της διοίκησης πήγαν φυλακή για «θεσμική παρενόχληση».
«Οι άνθρωποι δεν πρέπει να περιμένουν τη συνταξιοδότηση για να αισθάνονται ελεύθεροι», λέει ο Ντορόν. «Οι νέοι πρέπει να παλέψουν για εργασιακές συνθήκες που θα τους σέβονται».
Περίπου το 15% των εργαζομένων στη Γαλλία μετράει «πόντους» για πρόωρη συνταξιοδότηση λόγω των επικίνδυνων συνθηκών εργασίας τους. Παρ’ όλα αυτά, οι ερευνητές λένε ότι το ποσοστό δεν αντανακλά την πραγματική κατάσταση στα εργασιακά περιβάλλοντα, που περιγράφουν ως πολύ πιεστικά και εξαιρετικά ιεραρχικά.
«Οι άνθρωποι παραπονούνται ότι η δουλειά τους τούς πιέζει. Δεν έχουν απαραιτήτως ζητήματα υγείας, αλλά δυσκολεύονται να την αντέξουν. Μιλούν για τρομερές ταχύτητες, πίεση και ψυχαναγκασμό. Για αυτά τα πράγματα, όμως, δεν παίρνει κάποιος πόντους για πρόωρη σύνταξη» λέει η Ανί Ζολιβέ, οικονομολόγος και ερευνήτρια στο Κέντρο Σπουδών για την Εργασία.
Πάντως, τα τρία τέταρτα των Γάλλων έχουν εκφράσει ικανοποίηση για την εργασία τους σε διάφορες έρευνες τα τελευταία χρόνια. Προσθέτουν, όμως, ότι θα ήθελαν να βγουν στη σύνταξη το συντομότερο δυνατό.
Είναι μια κατάσταση γεμάτη αντιφάσεις, όπως επισημαίνει ο Μπερτράν Μαρτινό, οικονομολόγος ειδικός σε ζητήματα εργασίας στο Ινστιτούτο Μοντέν, πρόσφατες μελέτες του οποίου έδειξαν ότι στην πλειονότητά τους οι Γάλλοι είναι ικανοποιημένοι από την εργασία τους, αλλά τη βρίσκουν δύσκολη και επίπονη, και περισσότεροι από τους μισούς είπαν ότι τα 62 είναι ήδη μια μεγάλη ηλικία για να βγει κανείς στη σύνταξη…
Ο Μαρτινό αποδίδει αυτές τις αντιφάσεις σε διάφορους παράγοντες, ανάμεσά τους και η δυσπιστία προς την κυβέρνηση. Επίσης, θεωρεί ότι η αλλαγή του ορίου συνταξιοδότησης εκλαμβάνεται από τους πολίτες ως «σπάσιμο ενός συμβολαίου» που έχουν κάνει με το κράτος. «Οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να αποδεχθούν μια σκληρή δουλειά με χαμηλό μισθό, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν μια μακρά συνταξιοδότηση, με καλή ποιότητα ζωής» λέει.
Ο Κρετιέν, του Ινστιτούτου Κοινωνικής Προστασίας, δίνει μια άλλη εξήγηση: Οτι το σύστημα συνταξιοδότησης που ισχύει σήμερα θεσπίστηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εποχή που η Γαλλία ως υπερδύναμη παραγκωνίστηκε από τις ΗΠΑ. «Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης» λέει, «είναι ένα στοιχείο εθνικής υπερηφάνειας. Δεν είμαστε ισχυροί ως χώρα, αλλά και πάλι έχουμε κάτι που δεν έχουν οι άλλοι, την καλύτερη κοινωνική προστασία στον κόσμο, που είναι πολύ γενναιόδωρη και πολύ ακριβή».
Τελικά, επισημαίνει ο ίδιος, για τους Γάλλους το θέμα της συνταξιοδότησης είναι θέμα ταυτότητας και όταν θέλεις να τους το πειράξεις είναι σαν να τους θέτεις σε μια κατάσταση αυτοαμφισβήτησης.