«Το αμερικανικό φάντασμα πλανάται πάνω από τα ευρωπαϊκά Συστήματα Υγείας», γράφει το Politico.
Βασικό επιχείρημα υπέρ αυτής της άποψης είναι η διαφαινόμενη τάση μαζικής φυγής των γιατρών και άλλων επαγγελματιών Υγείας από τα δημόσια συστήματα και η στροφή τους προς τον ιδιωτικό τομέα.
Σύμφωνα με την ανάλυση του Politico, η κρίση ιατρικού δυναμικού μπορεί να μετεξελιχθεί σε υπαρξιακή κρίση για τον ευρωπαϊκό τομέα Υγείας, με ορισμένους αξιωματούχους να προειδοποιούν ήδη πως η Ευρώπη κινδυνεύει να γίνει Αμερική.
Η ίδια ανάλυση αναφέρει πως μια σειρά από δραματικές συγκυρίες –από την πανδημία του κορονοϊού έως τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον εκτοξευόμενο πληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση– έχουν εξουθενώσει τους επαγγελματίες της δημόσιας Υγείας, οι οποίοι σε κάποιες χώρες απεργούν και σε άλλες επιλέγουν τη μερική απασχόληση, διότι δεν μπορούν πλέον να διαχειριστούν το άγχος. Αλλοι βγαίνουν σε πρόωρη σύνταξη και πολλοί στρέφονται προς τον ιδιωτικό τομέα, επιζητώντας καλύτερες συνθήκες και υψηλότερες απολαβές.
Η Κομισιόν, μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Υγείας, φέρεται να εκφράζει ανησυχίες για διεύρυνση των ανισοτήτων, ενώ ο Κλέμενς Μάρτιν Άουερ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Υγείας Gastein και επί σειρά ετών γενικός διευθυντής του αυστριακού υπουργείου Υγείας, δήλωσε στο Politico: «Οταν τα δημόσια συστήματα υγείας αποτυγχάνουν, ο ιδιωτικός τομέας θα καλύψει το κενό. Οσοι όμως υποστηρίζουμε τα συστήματα αλληλεγγύης, θα πρέπει να ανησυχούμε. Διότι τα ιδιωτικά συστήματα υγείας δεν είναι η λύση, δημιουργούν νέα προβλήματα».
Γιατί ανησυχούν;
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το Politico, οι ελλείψεις προσωπικού στον χώρο της Υγείας είναι κάθε χρόνο και μεγαλύτερες. Μάλιστα, χρησιμοποιείται ο όρος «ερημοποίηση» του τομέα Υγείας, ενώ γίνεται ειδική αναφορά στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπου ανήκει και η Ελλάδα, με την επισήμανση ότι αυτές χάνουν πολύτιμο ιατρικό δυναμικό που αναζητά καλύτερη τύχη και κυρίως καλύτερους μισθούς προς τον Βορρά.
Η ίδια ανάλυση αναφέρει ότι σήμερα υπάρχουν περίπου 1,8 εκατ. κενές θέσεις εργαζομένων στον τομέα της Υγείας στην Ευρώπη και ότι ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού τμήματος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) Χανς Κλούγκε τονίζει πως «αυτό δεν είναι κενό, είναι χάσμα…».
Οπως τονίζεται, οι ευρωπαϊκές χώρες που χρηματοδοτούν τον τομέα της Υγείας με ένα «μείγμα» δημοσίου και κοινωνικής ασφάλισης είναι πλέον αντιμέτωπες με σοβαρό «κούρεμα» προϋπολογισμών.
«Τα συστήματα Υγείας βρίσκονται σε κρίση επειδή οι κοινωνίες μας βρίσκονται σε κρίση. Η Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπίσει βαθιά ζητήματα, που περιλαμβάνουν βοήθεια στους ανθρώπους να βγουν από τη φτώχεια, υποστήριξη των πιο ευάλωτων, αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και της κακής υγείας. Αν δεν επικεντρωθούμε στην προαγωγή της υγείας, στην πρόληψη, στην προσπάθεια αντιμετώπισης προβλημάτων με διαφορετικό τρόπο, τα συστήματά μας κινδυνεύουν με κατάρρευση», δηλώνει η καθηγήτρια Ιλόνα Κίκμπους, ιδρύτρια του Παγκόσμιου Κέντρου Υγείας στο Graduate Institute στη Γενεύη.
Αλλοι ειδικοί προτείνουν τα δημόσια συστήματα να γίνουν πιο ελκυστικά, ως χώροι εργασίας, ώστε να σταματήσει η «αιμορραγία» προσωπικού, ενώ προτείνουν συστηματική αξιοποίηση της τεχνολογίας και της Τεχνητής Νοημοσύνης προς όφελος του εκσυγχρονισμού και της καλύτερης αποδοτικότητας των δομών και υποδομών υγείας.
Μπορεί, όντως, να γίνουμε Αμερική; Ενας έλληνας ειδικός απαντά.
Στη συζήτηση με τον Κυριάκο Σουλιώτη, καθηγητή Πολιτικής της Υγείας και κοσμήτορα της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου για το αν η Ευρώπη (και η Ελλάδα) μπορεί να γίνει Αμερική, αναδεικνύεται ένας άλλος κίνδυνος που μοιάζει πιο ρεαλιστικός…
Τι σημειώνει ο κ. Σουλιώτης:
«Παρά τη διαρκή αύξηση του κόστους των φροντίδων και τις συνεπαγόμενες πιέσεις στους κρατικούς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς, η φιλοσοφία της κοινωνικής αλληλεγγύης που –ευτυχώς– διέπει τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας, δεν επιτρέπει την εμφάνιση φαινομένων που συναντάμε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αλλωστε, τα συστήματα υγείας αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη στη βάση τριών θεμελιωδών αρχών: καθολικότητα στην κάλυψη, ισότητα στην πρόσβαση και αποδοτικότητα στη χρήση των πόρων. Συνεπώς, υπό αυτές τις αρχές, αποκλεισμοί από την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας ή ακόμα και από την ασφάλιση υγείας –φαινόμενα που εμφανίζονται στις ΗΠΑ– δεν είναι αποδεκτοί.
»Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η πρόσβαση στις φροντίδες υγείας είναι πάντα απρόσκοπτη και ότι η ικανοποίηση των πολιτών από τα συστήματα υγείας είναι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες υψηλή. Πολλές μελέτες καταγράφουν σημαντικά εμπόδια στην κάλυψη των αναγκών υγείας των πολιτών για μια σειρά από λόγους όπως το κόστος, ο χρόνος αναμονής, η απόσταση από το σημείο παροχής της υπηρεσίας κ.ά. Ταυτόχρονα, οι ευρωπαϊκές χώρες καλούνται συχνά να αναδιαμορφώσουν τα συστήματα υγείας τους και να τα θωρακίσουν με μηχανισμούς απάντησης στις διαρκείς οικονομικές πιέσεις που ασκούνται από την αύξηση των αναγκών υγείας των πολιτών και την εφαρμογή των αποτελεσμάτων της ραγδαία εξελισσόμενης βιοϊατρικής έρευνας και ανάπτυξης, ήτοι την εισαγωγή νέων διαγνωστικών και θεραπευτικών μεθόδων.
»Με το δικαίωμα στην υγεία να αποτελεί, εύλογα, βασική κοινωνική προτεραιότητα και αίτημα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονται σε συνεχή αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ της δέσμευσής τους για ικανοποίησή του και της ανάγκης διασφάλισης της βιωσιμότητας των υγειονομικών τους συστημάτων. Προσέγγιση η οποία διαφέρει από την αντίστοιχη των ΗΠΑ, όπου οι βασικές στοχεύσεις της πολιτικής υγείας και η αρχιτεκτονική του συστήματος δεν διέπονται από αντίστοιχη φιλοσοφία, κάτι το οποίο αντανακλάται στην ανεξέλεγκτη δαπάνη (17% του ΑΕΠ περίπου), στον μεγάλο αριθμό των ανασφαλίστων, τις εκτεταμένες ανισότητες και την πολύ χαμηλή επίδοση του συστήματος υγείας σε σχέση με το κόστος (βλ. τη σχετική ανάλυση του Commonwealth Fund, 2021).
Αξίζει να σημειωθεί ότι και εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των συστημάτων υγείας, παρά τις κοινές αρχές στη βάση των οποίων έχουν δομηθεί».
Τι ισχύει στην Ελλάδα
Οπως τονίζει ο κ. Σουλιώτης, «η χώρα μας αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση λόγω της αξιοσημείωτης συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα τόσο στην πλευρά της προσφοράς των υπηρεσιών όσο και σε αυτή της χρηματοδότησης. Ωστόσο, τη στιγμή που αυτή η συνθήκη δεν αποτελεί πολιτική επιλογή, καθώς στη χώρα υφίσταται Εθνικό Σύστημα Υγείας και καθολική κοινωνική ασφάλιση, με χρηματοδότηση μέσω φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, κίνδυνος να διολισθήσουμε προς μια αμερικανικού τύπου λειτουργία του υγειονομικού τομέα, δεν υφίσταται.
»Στην Ελλάδα, ο ιδιωτικός τομέας παροχής φροντίδων υγείας είναι διαχρονικά ισχυρός και μάλιστα η ανάπτυξή του δεν φαίνεται να σχετίζεται με την εγκαθίδρυση και εξέλιξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Αντίστοιχα, η ιδιωτική δαπάνη υγείας κυμαινόταν στα επίπεδα του 40% της συνολικής δαπάνης υγείας στις αρχές της δεκαετίας του 1980, πριν δηλαδή την πλήρη ανάπτυξη του ΕΣΥ, και καταγράφει αντίστοιχα ποσοστά ακόμα και τέσσερις δεκαετίες μετά και ενώ οι δημόσιοι υγειονομικοί πόροι έχουν υπερδιπλασιαστεί.
»Αναμφίβολα, η χρηματοδότηση του δημόσιου συστήματος υγείας της χώρας μας πρέπει να αυξηθεί καθώς εδώ και χρόνια η λειτουργία του είναι οριακή. Βέβαια, οι πρόσθετοι πόροι είναι απαραίτητο να διοχετευθούν στοχευμένα, αφού δηλαδή προηγηθεί ανάλυση των αναγκών, της ζήτησης αλλά και των προτιμήσεων των πολιτών. Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τις μελέτες για τη Μεταρρύθμιση του Συστήματος Υγείας του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας (2016-2022), το 60% του πληθυσμού οδηγείται σε ιδιωτικές, άμεσες πληρωμές προκειμένου να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα υγείας, τη στιγμή που μόνο το 35% έχει σχετική πρόθεση πληρωμής. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί αναγκάζονται να πληρώσουν, περιορίζοντας τη δυνατότητά τους να καλύψουν άλλες βασικές ανάγκες. Με τη δαπάνη υγείας να αποτελεί περίπου το 8% των συνολικών μηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών, γίνεται αντιληπτό ότι το μίγμα χρηματοδότησης προκαλεί, αν όχι αποκλεισμούς, αβεβαιότητα ως προς τη δυνατότητα κάλυψης των αναγκών υγείας του πληθυσμού. Ενας συνδυασμός αύξησης της δημόσιας χρηματοδότησης και υποκατάστασης των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών από πληρωμές μέσω ιδιωτικής ασφάλισης θα μπορούσε να καταστήσει περισσότερο προσβάσιμες τις υπηρεσίες υγείας και να περιορίσει το αίσθημα υγειονομικής ανασφάλειας των πολιτών.
»Εν κατακλείδι, μπορεί στην Ελλάδα να μη διαφαίνεται κίνδυνος εμφάνισης των αρνητικών χαρακτηριστικών του υγειονομικού τομέα των ΗΠΑ –διότι υπάρχουν και θετικά χαρακτηριστικά όπως π.χ. οι αμοιβές του ανθρώπινου δυναμικού, η υποστήριξη της έρευνας και η ταχύτατη υιοθέτηση των αποτελεσμάτων αυτής– εντούτοις, όλο και περισσότεροι πολίτες κινδυνεύουν οικονομικά εξαιτίας των ανεξέλεγκτων ιδιωτικών δαπανών υγείας. Για να εξαλειφθεί αυτός ο κίνδυνος θα πρέπει να υποχωρήσουν οι άμεσες πληρωμές και το σχετικό κενό να καλυφθεί με προπληρωμές, των οποίων οι πηγές θα είναι είτε δημόσιες (φόροι και εισφορές) είτε ιδιωτικές (ιδιωτική ασφάλιση). Παράλληλα, πρέπει να αντιμετωπιστούν τα οργανωτικά προβλήματα του δημόσιου συστήματος, να προτυποποιηθεί η πρόσβαση σε αυτό προκειμένου να διασφαλιστεί απρόσκοπτα σε όλη την επικράτεια αλλά και να συνδεθεί η ποιότητα των φροντίδων με την αποζημίωσή τους».