Μία ακόμη έρευνα αναδεικνύει τις πιθανές χρήσεις της Τεχνητής Νοημοσύνης στην Ιατρική. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι το GPT-4 τα καταφέρνει εξίσου καλά με τους αληθινούς οφθαλμιάτρους στην αξιολόγηση των προβλημάτων των ματιών και στη διατύπωση θεραπευτικών προτάσεων.
Οπως γράφουν οι Financial Times, επιστήμονες από το Κέιμπριτζ και την Οξφόρδη χρησιμοποίησαν 87 διαφορετικά σενάρια ασθενών με οφθαλμικά προβλήματα για να ελέγξουν την απόδοση του GPT-4 σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις μη ειδικών νέων γιατρών, ειδικευόμενων και ειδικών οφθαλμιάτρων.
Για κάθε ασθενή έπρεπε να δοθεί διάγνωση και να προταθεί η κατάλληλη θεραπεία. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και εξειδικευμένα ιατρικά εγχειρίδια που δεν είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο και δεν θα μπορούσε να βρει το GPT-4 – το οποίο όμως τα κατάφερε!
Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσίευσαν στο PLOS Digital Health, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι το μοντέλο ξεπέρασε όλους τους νέους γιατρούς σε επιδόσεις και πέτυχε παρόμοια αποτελέσματα με πολλούς από τους ειδικούς. Μόνον οι κορυφαίοι από τους συμμετέχοντες οφθαλμιάτρους βγήκαν νικητές στον συναγωνισμό με την ΤΝ.
Οι ερευνητές αναφέρουν πως αυτό που κάνει αυτή τη μελέτη να ξεχωρίζει είναι ότι συγκρίνει την απόδοση της ΤΝ με την αυθεντική ιατρική κρίση, και όχι με τα αποτελέσματα κάποιων εξετάσεων.
Επιπλέον, αναδεικνύει ευρύτερες δυνατότητες της ΤΝ σε περίπλοκα ιατρικά ζητήματα, σε αντίθεση με άλλες μελέτες που περιορίζουν την αξιολόγηση τέτοιων μοντέλων σε στενότερα πλαίσια, όπως π.χ. η εκτίμηση του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου.
«Αυτό που δείχνει η εργασία είναι ότι η γνώση και η ικανότητα λογικής ανάλυσης τέτοιων μεγάλων γλωσσικών μοντέλων, σχεδόν δεν ξεχωρίζει πλέον από εκείνες των ειδικών. Το μοντέλο θα μπορούσε να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο με την προσθήκη αλγορίθμων, ιστορικού ασθενών και εγχειριδίων, με την προϋπόθεση βέβαια ότι διατηρείται η ποιότητα των εισαγόμενων δεδομένων και πληροφοριών» δήλωσε στους Financial Times ο δρ Αρούν Τιρουναβουκαράσου, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και κλινικός ερευνητής στην Οξφόρδη (κατά τη διάρκεια της μελέτης ολοκλήρωνε τις σπουδές του στο Κέιμπριτζ).
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η μελέτη τους δεν επιχειρεί να υπονοήσει ότι η ΤΝ μπορεί να αντικαταστήσει τους γιατρούς, αλλά να προτείνει επικουρικούς ρόλους τέτοιων μοντέλων στην κλινική ιατρική πράξη.
Στο πλαίσιο αυτό, η αξιοποίηση της ΤΝ θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο αποδοτικά συστήματα διαλογής των ασθενών (π.χ. προτεραιοποίησή τους ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασής τους), ενώ θα μπορούσε ακόμη να συμβάλει στην παροχή ιατρικών συμβουλών για εξειδικευμένα ιατρικά πεδία, όπως η οφθαλμολογία, σε πρωτοβάθμιο επίπεδο και σε περιοχές ή περιστάσεις όπου η πρόσβαση σε ειδικούς γιατρούς είναι περιορισμένη.
Σύμφωνα με τους Financial Times, το ενδιαφέρον για ένταξη της ΤΝ στην κλινική πράξη είναι μεγάλο, κυρίως στους τομείς της εκτίμησης κινδύνου και της πρώιμης διάγνωσης, ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο των υπερβολικών εξετάσεων, που συχνά θεωρούνται άσκοπες για τους εξεταζόμενους και οδηγούν σε απώλειες πόρων για τα Συστήματα Υγείας.
Βέβαια, από τη θεωρία μέχρι την πραγματική κλινική πράξη υπάρχει ακόμη μεγάλη απόσταση.