| Shutterstock
Θέματα

Θα φτάνουμε, τελικά, πιο δύσκολα τα 100;  

Κατά τον 20ό αιώνα οι πληθυσμοί των αναπτυγμένων χωρών κέρδιζαν τρία επιπλέον χρόνια ζωής ανά δεκαετία, με αποτέλεσμα όσοι γεννήθηκαν στις αρχές του 21ου αιώνα να αναμένουν πως θα ζήσουν 30 χρόνια περισσότερο από τους γεννημένους έναν αιώνα νωρίτερα. Ομως σήμερα η αύξηση του προσδόκιμου ζωής στις χώρες με τους μακροβιότερους πολίτες έχει επιβραδυνθεί
Protagon Team

Την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου του 2015 το αμερικανικό περιοδικό Time κυκλοφόρησε με ένα ροδαλό, ξανθό μωρό με λαδί μάτια και σαρκώδη χείλη, γεμάτο υγεία, στο εξώφυλλό του. Ο κεντρικός τίτλος ενημέρωνε το αναγνωστικό κοινό πως «αυτό το μωρό θα μπορούσε να ζήσει έως και 142 χρόνια», ενώ οι σελίδες του συγκεκριμένου τεύχους ήταν γεμάτες με «ανταποκρίσεις από τα σύνορα της μακροζωίας». Σήμερα, ωστόσο, λιγότερο από μία δεκαετία μετά, οι προβλέψεις των ειδικών όσον αφορά την αύξηση του προσδόκιμου ζωής διίστανται.

Στο μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αιώνα οι πληθυσμοί των ανεπτυγμένων χωρών κέρδιζαν κατά μέσο όρο τρία επιπλέον χρόνια ζωής ανά δεκαετία, με αποτέλεσμα όσοι γεννήθηκαν στις αρχές του 21ου αιώνα να αναμένουν πως θα ζήσουν περί τα 30 χρόνια περισσότερο από τους γεννημένους έναν αιώνα νωρίτερα.

Η ριζική παράταση της ζωής, όπως αποκαλείται το φαινόμενο, κατέστη δυνατή χάρη στην εξαιρετική πρόοδο της ιατρικής και την ολοένα αυξανόμενη μέριμνα για τη δημόσια υγεία. Ετσι, απλοί άνθρωποι αλλά και πολλοί επιστήμονες θεώρησαν ότι η αυξητική τάση θα συνεχιζόταν και ο προσδοκώμενος χρόνος ζωής θα συνέχιζε να αυξάνεται με τον ίδιο ρυθμό επ’ αόριστον. Ορισμένοι, ωστόσο, προέβλεπαν ότι οι άνθρωποι θα έφταναν σε ένα φυσικό ανώτατο όριο, με τη μέση διάρκεια ζωής στις χώρες με τους μακροβιότερους ανθρώπους να κυμαίνεται αισθητά κάτω από τα 100 χρόνια.

Σύμφωνα, μάλιστα, με μια νέα μελέτη, η ανθρωπότητα έχει ήδη φτάσει σε ένα ανώτατο όριο μακροζωίας. Παρά τα πολλά ιατρικά επιτεύγματα με στόχο την παράτασης της ζωής, τα ευρήματα δείχνουν ότι στις χώρες με τους μακροβιότερους πληθυσμούς ο ρυθμός αύξησης του προσδόκιμου ζωής έχει επιβραδυνθεί σημαντικά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες: από το 1990, το προσδόκιμο ζωής στους μακροβιότερους πληθυσμούς του κόσμου αυξήθηκε μόλις κατά εξίμισι χρόνια κατά μέσο όρο. Αυτός ο ρυθμός υπολείπεται κατά πολύ των προσδοκιών ορισμένων επιστημόνων που υποστήριζαν ότι ο προσδοκώμενος χρόνος ζωής θα συνέχιζε να αυξάνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό και ότι κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα οι περισσότεροι άνθρωποι θα ζούσαν έως και περισσότερα από 100 χρόνια.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός η ανθρωπότητα δεν έχει καταφέρει ακόμη να επιβραδύνει τη γήρανση (μια σειρά από μερικώς, ακόμη, κατανοητές βιολογικές διεργασίες με πληθώρα αρνητικών συνεπειών), όπως ανέφερε στο Scientific American ο Τζέι Ολσάνσκι, καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, στο Σικάγο, και επικεφαλής συντάκτης μιας νέας μελέτης που μόλις δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Ageing.

«Τα σώματά μας δεν λειτουργούν καλά όταν πιέζονται, μετά το τέλος της περιόδου εγγύησης» ανέφερε ο αμερικανός επιστήμονας, εξηγώντας πως όσο περισσότερο ζουν οι άνθρωποι, τόσο πιο ευάλωτοι καθίστανται στις ασθένειες, οι οποίες μάλιστα τείνουν να εκδηλώνονται πιο συχνά με το πέρασμα των χρόνων.

Ο Τζέι Ολσάνσκι εξέφρασε για πρώτη φορά τις απόψεις του όσον αφορά το αναπόφευκτο της γήρανσης και τις συνέπειές της το 1990, σε μια μελέτη του στην επιθεώρηση Science, προβλέποντας την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης του προσδόκιμου ζωής παρά τη συνεχή πρόοδο της ιατρικής και χαρακτηρίζοντας «ιδιαίτερα απίθανο» το ενδεχόμενο ο μέσος όρος ζωής να ξεπερνούσε τα 85 χρόνια.

Πολλοί συνάδελφοί του είχαν απορρίψει τότε τις θέσεις του, ωστόσο εκείνος ήταν πεπεισμένος για τη ορθότητά τους, οπότε αποφάσισε να περιμένει και να εξετάσει εκ νέου τη βασική του υπόθεση –περί της σημαντικής επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης του προσδοκώμενου χρόνου ζωής– βασιζόμενος σε πραγματικά στοιχεία. Τελικά χρειάστηκαν 34 χρόνια στον αμερικανό ερευνητή, ο οποίος σήμερα δηλώνει βέβαιος για την ορθότητα των αρχικών του υποθέσεων.

Ο Ολσάνσκι μαζί με τους συναδέλφους του εφάρμοσαν μια απλή μέθοδο: εξετάζοντας τις αλλαγές στα ποσοστά θνησιμότητας και στο προσδόκιμο ζωής από το 1990 έως το 2019 στις οκτώ πρώτες χώρες με τους μακροβιότερους πληθυσμούς (Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Αυστραλία, Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία, Σουηδία, Ισπανία), καθώς επίσης στις ΗΠΑ και στο Χονγκ Κονγκ, διαπίστωσαν ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής επιβραδύνθηκε στις περισσότερα από αυτές, ενώ στις ΗΠΑ μειώθηκε.

Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής δεν επιβραδύνθηκε μόνο στη Νότια Κορέα και στο Χονγκ Κονγκ, γεγονός που οι επιστήμονες αποδίδουν στο ότι ο μέσος όρος ζωής σε αμφότερα τα μέρη άρχισε να αυξάνεται σημαντικά μόλις την τελευταία εικοσιπενταετία.

Ωστόσο, ακόμη και στο Χονγκ Κονγκ, ο πληθυσμός του οποίου είναι ο μακροβιότερος στον κόσμο, μόλις το 12,8% των κοριτσιών και το 4,4% των αγοριών που γεννήθηκαν το 2019 αναμένεται να φτάσουν στην ηλικία των 100 ετών. Τα αντίστοιχα ποσοστά στις ΗΠΑ είναι αισθητά χαμηλότερα, με 3,1% των κοριτσιών και 1,3% των αγοριών να εκτιμάται ότι θα γιορτάσουν τα εκατοστά γενέθλιά τους.

Τα συμπεράσματα της νέας μελέτης είναι «απολύτως λογικά», σύμφωνα με τον Γιαν Βιγκ, βιολόγο και γενετιστή στο Albert Einstein College of Medicine της Νέας Υόρκης. «Δεν υπάρχει πραγματικά καμία απόδειξη ότι η επιβίωση έως τα 100 θα γίνει σύντομα πραγματικότητα» πρόσθεσε.

Παρά το βάρος των νέων στοιχείων, ο αμερικανός επιστήμονας αναμένει ότι η μελέτη του θα προκαλέσει και πάλι έντονες αντιδράσεις. Υποστηρίζει, ωστόσο, ότι οι επιστήμονες θα πρέπει να πάψουν να εστιάζουν στην υπόθεση της συνεχιζόμενης ριζικής παράτασης της ζωής, στρέφοντας την προσοχή τους στην υγεία – στοχεύοντας, δηλαδή, όχι στην αύξηση της συνολικής διάρκειας ζωής, αλλά των ετών που οι  άνθρωποι θα είναι υγιείς. Εάν οι επιστήμες και οι νέες τεχνολογίες δεν αντιμετωπίσουν το φαινόμενο της γήρανσης, η περαιτέρω ριζική παράταση ζωής σε χώρες με ήδη μακρόβιους πληθυσμούς «παραμένει απίθανη» σύμφωνα με τον Ολσάνσκι και την ομάδα του.

Βέβαια, πάρα πολλοί επιστήμονες έχουν διαφορετική άποψη. «Δεν συμφωνώ με τη μελέτη. Νομίζω ότι θα γράψω μια απάντηση στο Nature Ageing» δήλωσε στη Repubblica o Κλάουντιο Φραντσέσκι, καθηγητής στο τμήμα Πειραματικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Μπολόνια και πρωτοπόρος των μελετών για τη μακροβιότητα και τους αιωνόβιους στην Ιταλία.

«Ο Τζέι Ολσάνσκι είναι στατιστικολόγος και ειδικός στη δημογραφία. Είναι σπουδαίος στον τομέα του, αλλά σε ένα σημείο της μελέτης του γράφει πως οι προβλέψεις του για την επιβράδυνση του ρυθμού αύξηση του προσδόκιμου ζωής θα μπορούσαν να διαψευστούν από ένα ιστορικό βήμα της ιατρικής προς τα εμπρός. Είμαι πεπεισμένος ότι η ιατρική θα κάνει αυτό το ιστορικό βήμα. Ο ρυθμός αύξησης του προσδόκιμου ζωής θα επιταχυνθεί εκ νέου» ανέφερε ο ιταλός επιστήμονας.

Ποιο θα μπορούσε, όμως, να είναι αυτό το ιστορικό βήμα προς τα εμπρός; Ο Φραντσέσκι αναφέρθηκε σε μια σειρά κλινικών μελετών σε ποντίκια, οι οποίους καταδεικνύουν πως είναι δυνατή η παράταση της ζωής «μέσω του θερμιδικού περιορισμού και της εξάλειψης των γερασμένων κυττάρων».