| CreativeProtagon
Θέματα

Τέτοιους «κατασκόπους» πού να τους μυριστεί το FBI;

O «OG», που στην πραγματικότητα λέγεται Τζακ Τεσέιρα και είναι μόλις 21 ετών, άνδρας της Εθνοφρουράς της Μασαχουσέτης, διακινούσε τα απόρρητα έγγραφα του αμερικανικού Πενταγώνου μεταξύ των φίλων του, στη διαδικτυακή ομάδα που ο ίδιος είχε συστήσει, μόνο και μόνο για να ενισχύσει την εικόνα του ως χαρισματικός ηγέτης τους.
Protagon Team

Ο «OG» δεν κατασκόπευε για λογαριασμό των Ρώσων ή των Κινέζων, ούτε απέσπασε απόρρητα έγγραφα βάσει κάποιου πολιτικού σχεδίου και με στόχο να αποκαλύψει κρυφές πτυχές της αμερικανικής εξωτερικής και κατασκοπευτικής πολιτικής, όπως είχε κάνει ο Εντουαρντ Σνόουντεν, πριν από δέκα χρόνια και, πριν από αυτόν, Τζούλιαν Ασάνζ με τα WikiLeaks.

O «OG», που στην πραγματικότητα λέγεται Τζακ Τεσέιρα και είναι μόλις 21 ετών, νεαρός στρατιωτικός, μέλος της Εθνοφρουράς Αεροπορίας της Μασαχουσέτης, διακινούσε απόρρητα έγγραφα μεταξύ των συντρόφων του, μελών μιας διαδικτυακής ομάδας που είχε συστήσει σε μια πλατφόρμα ανταλλαγής μηνυμάτων, μόνο και μόνο για να ενισχύσει την εικόνα του ως χαρισματικός ηγέτης τους.

«Επαιζε με τη φωτιά, κοινοποιώντας μυστικά έγγραφα (αν και όχι άκρως απόρρητα στην πραγματικότητα) μεταξύ νέων ανθρώπων, με πολλούς να είναι ανήλικοι, μαθητές λυκείου. Και κάηκε όταν ένας από αυτούς αποφάσισε να δημοσιεύσει σε ένα δημόσιο διαδικτυακό φόρουμ, άρα προσβάσιμο σε όλους, δεκάδες από αυτά τα έγγραφα που περιέχουν πληροφορίες οι οποίες φέρνουν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση των ΗΠΑ», γράφει ο Μάσιμο Γκάτζι της Corriere della Sera σε ανάλυσή του.

Αναφέρει ο Γκάτζι πως η αμερικανική κυβέρνηση, όπως όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου, γνωρίζει πολύ καλά ότι οι νέες ψηφιακές τεχνολογίες μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε επικίνδυνα μέσα κυβερνοπολέμου. Εως τώρα η προσοχή ήταν στραμμένη «σε επιθέσεις κατά δικτύων υπολογιστών, σε δολιοφθορές δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας ή επικοινωνιών, σε παρεμβάσεις σε προεκλογικές εκστρατείες και σε απόπειρες πρόκλησης κοινωνικού χάους σε αντίπαλες χώρες».

Εδώ και καιρό, όμως, οι υπηρεσίες αντικατασκοπείας των ΗΠΑ, είχαν αρχίσει να παρακολουθούν διακριτικά τις διάφορες πλατφόρμες διαδικτυακών παιχνιδιών, κρίνοντας πως αποτελούν ένα αχανές πεδίο στο οποίο μπορούν εύκολα να διεισδύσουν ξένοι κατάσκοποι. «Ο κόσμος των βιντεοπαιχνιδιών, που θεωρείται από την πολιτική και τα ΜΜΕ ως ένα είδος μεγάλου αλλά ασήμαντου ενκλάβιου, είναι, στην πραγματικότητα, ένας τεράστιος κόσμος, με εκατοντάδες εκατομμύρια χρήστες και έναν τζίρο που ξεπερνά εκείνους όλων των άλλων μορφών ψηφιακής διασκέδασης στο σύνολό τους», σημειώνει ο Μάσιμο Γκάτζι.

Στην προκειμένη, όμως περίπτωση, όσοι (όπως ο δημοσιογραφικός ερευνητικός ιστότοπος Bellingcat) εξετάζουν αυτήν την τελευταία μεγάλη διαρροή απορρήτων εγγράφων από τότε που άρχισε σχεδόν, πριν από περισσότερο από έναν μήνα, είναι πεπεισμένοι πως δεν εμπλέκονται ξένες μυστικές υπηρεσίες.

Μεταξύ των μελών της ομάδας του Τεσέιρα περιλαμβάνονταν λάτρεις των όπλων, θρησκευόμενοι με τη Βίβλο στο ένα χέρι και το τουφέκι στο άλλο, ανήλικα παιδιά που μοιράζουν τον διαδικτυακό τους χρόνο μεταξύ του Discord, μιας πλατφόρμας ανταλλαγής μηνυμάτων που χρησιμοποιούν κυρίως οι gamers, και του 4chan, διαδικτυακής κοιτίδας του συνωμοσιολογικού κινήματος QAnon.

«Ο Τεσέιρα είχε καταστεί ηγέτης αυτής της κοινότητας η οποία, όπως κάθε “συμμορία” του δρόμου (ή των γηπέδων), είχε επιλέξει ένα απειλητικό όνομα: Thug Shaker Central – Αρχηγείο Ανατρεπτικών Κακοποιών Στοιχείων. Και οι πιο δημοφιλείς εικόνες του “OG” ήταν από ένα βίντεο στο οποίο ο νεαρός στρατιωτικός εκστομίζει ρατσιστικά επίθετα καθώς πυροβολεί με ένα μεγάλο τουφέκι: ένας υποστηρικτής του Τραμπ και της υπεροχής της λευκής φυλής;», διερωτάται ο ιταλός δημοσιογράφος.

«Η ιστορία του και η ιστορία των Thugs μοιάζει περισσότερο με την ιστορία παιδιών που, για να ξεφύγουν από την πλήξη και τη μοναξιά της πανδημίας, άρχισαν να προβαίνουν σε ψηφιακές προκλήσεις, σε σημείο να επιδεικνύουν επιθετικές και ρατσιστικές συμπεριφορές περισσότερο με μιμίδια παρά με λόγια αλλά και να εισβάλουν, ποιος ξέρει πόσο συνειδητά, στο πεδίο της κατασκοπείας», απαντάει.

Μπορεί, όντως, να ήθελε απλά να εντυπωσιάσει τους συντρόφους του, κατέληξε, ωστόσο, να εκθέσει επικίνδυνα τις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας, γεγονός που εξηγεί γιατί τώρα αντιμετωπίζει βαρύτατες ποινές, σύμφωνα με όσα ορίζει ο Espionage Act, ο νόμος που ψηφίστηκε το 1917 για την τιμωρία των κατασκόπων κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.