Τον Απρίλιο του 2013 είχα την χαρά και την τιμή να εξερευνήσω δημοσιογραφικά τον Μίκη Θεοδωράκη, για τις ανάγκες ενός πολυσέλιδου πορτρέτου στο κυριακάτικο «Βήμα» (με τη συμμετοχή και του ιδίου). Ακολουθούν τέσσερις από τις περισυλλεγείσες αναμνήσεις από τον Μίκη που δεν βρήκαν τη θέση τους στο εκτενές αφιέρωμα, όχι επειδή ήταν ελάσσονος σημασίας αλλά αυστηρά λόγω…χώρου.
Τίς παραθέτω έτσι ακριβώς όπως μου τίς αφηγήθηκαν τότε οι τέσσερις προσωπικότητες (η μία εξ αυτών δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή), οι οποίες με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο συναντήθηκαν με τον Μίκη Θεοδωράκη. Οι ιστορίες δεν είναι σε καμία περίπτωση «ιστορικές», ούτε «επικές» αλλά φωτίζουν– με κάποια ελαφράδα– τη σχέση του με τον Μάνο Χατζιδάκι, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη μουσική, την Αριστερά και τον θάνατο.
Mάκης Μάτσας, πρόεδρος του Δ.Σ. της Minos/EMI-Universal
Μόλις γύρισε από τη δικτατορία, όλοι βεβαίως έπεσαν πάνω του. Εγώ ήμουν ο μόνος που είχε εξασφαλίσει συμβόλαιο αποκλειστικής συνεργασίας και είχα γίνει γραφείο πληροφοριών για τον Μίκη. Ωστόσο, ορισμένοι πήγαιναν κατευθείαν στον ίδιο. Η Βουγιουκλάκη για παράδειγμα, η ντίβα Βουγιουκλάκη, πάει και του λέει: «Μίκη μου, ανεβάζω τη “Μαντώ Μαυρογένους” του Ρούσσου και θέλω να γράψεις εσύ τη μουσική». «Αλίκη μου, γιατί να μην τη γράψω;…». Την επόμενη μέρα έρχεται και μου λέει: «Μάκη, είπα της Αλίκης ότι θα γράψω αυτό το έργο αλλά δεν προφταίνω, δεν μπορώ, σε παρακαλώ βγάλε με από τη δύσκολη θέση». «Βρε Μίκη» του λέω. «Η Αλίκη δεν είναι κανένα παιδάκι. Είναι δυνατόν εσύ να τής πεις “ναι” και εγώ “όχι”;». «Θα σου στείλω και τον Αργυρόπουλο (τον δικηγόρο του) να σε βοηθήσει», με καθησυχάζει.
Πάμε ένα μεσημέρι στο σπίτι της. Η Αλίκη να νομίζει ότι τής πάμε τα συμβόλαια να υπογράψουμε. Ερχεται ωραία και προκλητική, με ένα πενουάρ, να μας υποδεχτεί: «Καλώς τους, τι θα πιείτε;». Είχε ετοιμάσει μεζέδες. Καθόμαστε εμείς μαγκωμένοι. «Γιατί είστε έτσι;». «Κοίταξε Αλίκη μου, δεν ήρθαμε να σου πούμε κάτι ευχάριστο», τής λέμε. «Δεν θα το γράψει ο Μίκης το έργο διότι, δυστυχώς, δεν μπορεί». «Δεν θα το γράψει ο Μίκης;» Μπαμ. Πέφτει κάτω. Στο πάτωμα! Εμείς κοιταζόμαστε και δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Τρέχουμε στην κουζίνα, ζητάμε από την κοπέλα να τής φέρει νερό: «Αλίκη μου, σε παρακαλώ!». Παίρνουμε τηλέφωνο τον Θεοδωράκη: «Μίκη, μας λιποθύμησε η Βουγιουκλάκη μόλις τής είπαμε ότι δεν μπορείς να το κάνεις!». Εν πάση περιπτώσει, το έγραψε το έργο («Προδομένος Λαός», κυκλοφόρησε από τη Minos το 1974).
Μαρία Φαραντούρη, τραγουδίστρια
Τον καιρό της δικτατορίας– πρέπει να ήταν το 1971 ή το 1972– είχε έρθει ο Μάνος (σ.σ. Χατζιδάκις) στη Ρώμη για μια αμερικανική ταινία. Εγώ με τον Μίκη μόλις είχαμε επιστρέψει από το Μιλάνο, κάναμε τότε περιοδεία σε όλη την Ιταλία. Βρεθήκαμε και είπαμε να πάμε να φάμε το βράδυ μαζί. Στην παρέα η Ειρήνη Παππά και ο Νίκος Κούνδουρος που ερχόταν συχνά και έβλεπε τον Μάνο από την Αθήνα…Εκεί που τρώγαμε έξω, σε μια πλατεία της Ρώμης, μας πλησιάζει ένα γκρουπ πλανόδιων μουσικών που άκουσε ότι είμαστε Ελληνες. Πηγαίνουν κοντά στον Μίκη –έτσι μεγάλος που ήταν, μάλλον τους εντυπωσιάζει— και αρχίζουν να του παίζουν “Τα παιδιά του Πειραιά”. Ο Μίκης τους στέλνει ξεκαρδισμένος να πουν κάτι και στον Μάνο: «Πηγαίνετε και στον κύριο από εκεί, να του παίξετε τον Ζορμπά!». Και οι δυό τους μες στα γέλια.
Αλκη Ζέη (1925-2020), συγγραφέας
Τον Μίκη τον θυμάμαι καλά το καλοκαίρι του ’46. Ο άντρας μου, Γιώργος Σεβαστίκογλου ανέβασε με τον τότε θίασο των «Ενωμένων Καλλιτεχνών» ένα έργο του Αλέξη Δαμιανού «Το καλοκαίρι θα θερίσουμε». Στο παρασκήνιο ο Μίκης διηύθυνε μια μικρή ορχήστρα με νέα παιδιά, ΕΠΟΝίτες. Η σύνθεση ήταν του Μάνου Χατζιδάκι. Αργότερα, το 1947, τον έβλεπα στο Ωδείο Αθηνών, όπου εγώ σπούδαζα στη δραματική σχολή του. Εκείνος, θαρρώ, έπαιρνε το δίπλωμά του. Τον θυμάμαι να κατεβαίνει τις σκάλες με τα τεράστια πόδια του και να τις κάνει τρεις δρασκελιές, τα φουντωτά μαλλιά του να΄ναι σαν φωτοστέφανο, γύρω από το κεφάλι του και, καθώς κατέβαινε, άπλωνε τα μακριά του χέρια σα να ‘θελε να πετάξει.
Μίμης Ανδρουλάκης, πολιτικός και συγγραφέας
Μετά τη δικτατορία, έχουμε την πρώτη εκδήλωση στην Πάτρα–ο Μίκης είχε πάντα μια ιδιαίτερη σχέση με την Πάτρα, όπου είχε περάσει τα μαθητικά του χρόνια—, θα μιλούσαμε οι δύο μας στην πλατεία Αγίου Γεωργίου. Οδηγεί πάντα ο Μίκης, ένα Βόλβο τούρμπο· οδηγεί πάντα με μεγάλη ταχύτητα, σου κόβει την ανάσα. Και αφού πατάει γκάζι και επιδίδεται σε ένα παραλήρημα, λέγοντας τα απωθημένα του, τα παράπονά του για όλους και όλα…, μετά γλυκαίνει. Και άμα γλυκάνει ο Μίκης, πέφτει σε μια μελαγχολία. Και, ξέρετε, η σιωπή του είναι συγκλονιστική, γιατί «μουλιάζει» ολόκληρος, το βλέπεις ότι μέσα του έχει αρχίσει η μουσική.
Πριν το Αίγιο πιάνει μια μπόρα καλοκαιρινή. Εμείς τραγουδάμε και– επειδή κατέβαιναν ποταμοί νερού από ψηλά, ήταν παλιός ο δρόμος– αναγκαζόμαστε να σταματήσουμε. Είναι τελείως μελαγχολικός, αμίλητος, αισθάνομαι αμέσως ότι και εγώ δεν πρέπει να μιλώ. Είναι ο Μίκης καθώς κάνει την κάθοδο στον Αδη.
Βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα Assos σκέτο και γράφει από πίσω το βασικό μοτίβο του «Μοιρολόι της βροχής, βράδυ Κυριακής». Δεν μιλώ. Γυρίζει απότομα και μου λέει με το χιούμορ του Θεοδωράκη, το σατανικό: «Εσένα θα βάλουνε να μου γράψεις τον επικήδειο! Εννοούσε την Αριστερά. Εχει επιθετικότητα αλλά του αρέσει η πλάκα και το «παίζει» κανονικά! «Πες μου αμέσως τι θα πεις! Διότι σας ξέρω εσάς, θα πεις “προσέφερε έτσι και έτσι, αλλά, ωστόσο…”».
Οπότε εγώ, ως Κρητικός, αντιδρώ με τον ίδιο τρόπο, του λέω: «Ξάπλωσε κάτω!». Εχει ένα κάθισμα που το πατάει και φεύγει πίσω. Ξαπλώνει. Εγώ βγαίνω έξω με τη βροχή, κόβω ωραία σχίνα με τους καρπούς τους κόκκινους, τα τινάζω καλά και τον στολίζω. Και έβγαλα την ωραιότερη ομιλία που έβγαλα ποτέ στη ζωή μου. Εκανα τον επικήδειο του Μίκη. Ολα μέσα: η κρητική επανάσταση, το ΕΑΜ, η μουσική, ο Σοστακόβιτς, ο Μπετόβεν, ο Τσιτσάνης…. Και τραγουδούσα κιόλας! Ο ίδιος ο Μίκης…νεκρός. Είπα, είπα, είπα – ούτε θα μπορέσω ποτέ να τα ξαναπώ, δεν ξαναγίνεται— έβρεχε κιόλας, υπήρχε μια ατμόσφαιρα φοβερή. Ο Μίκης παίρνει σιγά σιγά μια νεκροφάνεια, δεν σαλεύει καθόλου, είναι ακίνητος, σε σημείο που νομίζεις ότι έχει σβήσει. Ηδη έχει κατέβει στον άλλο κόσμο ο Μίκης, έχει κάνει μια κάθοδο, είναι, ας πούμε, στο.. χολ! Τον αφήνω για λίγο, μετά με πιάνει πανικός, τον σπρώχνω: «Μίκη! Μίκη!». Σηκώνεται πάνω με δυσκολία μεγάλη. Δεν τον αφήνω να οδηγήσει, είναι σα ναρκωμένος.