Η ανίχνευση της Αλτσχάιμερ με μια απλή εξέταση αίματος, ακόμη και 15 χρόνια πριν από την εκδήλωση των πρώτων συμπτωμάτων, στο παρελθόν αποτελούσε ευσεβή επιστημονικό πόθο. Νέα ευρήματα μελέτης, που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, δείχνουν ότι η ημέρα που θα κάνουμε προληπτικές εξετάσεις για το συγκεκριμένο νόσημα, όπως εξεταζόμαστε σήμερα τακτικά για τη χοληστερόλη, είναι κοντά.
Ομως, το ερώτημα που πλανάται, μετά την κυκλοφορία των συναρπαστικών –σύμφωνα με τους επιστημονικούς χαρακτηρισμούς– αυτών νέων, είναι «ποιος θέλει να γνωρίζει τι του κρύβει η μοίρα του;». Και τι μπορεί να κάνει, όταν λάβει στα χέρια του ένα αποτέλεσμα που τον προειδοποιεί ότι στο μέλλον οι αναμνήσεις του θα χαθούν στη λήθη;
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Στη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση «JAMA Neurology», συμμετείχαν 786 εθελοντές με μέση ηλικία τα 66 έτη. Η εξέταση στην οποία υποβλήθηκαν αναλύει στο αίμα τα επίπεδα μιας ουσίας που λέγεται p-tau217. Πρόκειται για παράγωγο της πρωτεΐνης tau, που έχει τεκμηριωθεί ότι συσσωρεύεται στον εγκέφαλο των ανθρώπων oι οποίοι εκδηλώνουν Αλτσχάιμερ.
Σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε εξετάσεις και με τις συμβατικές μεθόδους (π.χ. οσφυϊκές παρακεντήσεις και PET σάρωση), καταλήγοντας ότι η νέα εξέταση είναι εξίσου ακριβής, αγγίζοντας το 97%. Μάλιστα, ανάλογα με τα επίπεδα της p-tau217, οι ερευνητές μπόρεσαν να ταξινομήσουν τους συμμετέχοντες σε τρεις ομάδες:
- Σε εκείνους που ήταν πιθανόν να εκδηλώσουν νόσο Αλτσχάιμερ
- Σε όσους διέτρεχαν ενδιάμεσο κίνδυνο
- Σε εκείνους που ήταν απίθανο να εκδηλώσουν τη νόσο
Και τώρα, τι;
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η εξέταση αίματος για την πρώιμη ανίχνευση του Αλτσχάιμερ μπορεί να είναι διαθέσιμη στο κοινό έπειτα από ένα έως δύο χρόνια. Η Κάθριν Γκρέι, επικεφαλής της έρευνας στην «Alzheimer’s Society» του Ηνωμένου Βασιλείου, σημειώνει στους «Times» ότι τόσο η συγκεκριμένη όσο και άλλες εξετάσεις αίματος, που βρίσκονται υπό ανάπτυξη, είναι πιθανό να αλλάξουν τα δεδομένα για όλους τους τύπους άνοιας. «Το ένα τρίτο των ατόμων με άνοια δεν λαμβάνει καθόλου διάγνωση και όσοι λαμβάνουν συνήθως δεν γνωρίζουν τον υποτύπο. Οπότε μπορεί απλώς να τους πουν ότι έχουν άνοια, κάτι που είναι σαν να σου λένε ότι έχεις καρκίνο χωρίς να διευκρινίζουν τον τύπο». Δεδομένου όμως, πως «υπάρχουν συμπτωματικές θεραπείες για ορισμένους τύπους άνοιας, «η ύπαρξη μιας αξιόπιστης εξέτασης αίματος για τον προσδιορισμό του τύπου, θα άλλαζε εντελώς τον τρόπο με τον οποίο διαγιγνώσκουμε και βοηθάμε τους ανθρώπους με τη συγκεκριμένη πάθηση».
Τι προσδοκούμε από τις νέες θεραπείες;
Ξεσκονίζοντας τη μνήμη μας, ο καθηγητής Τζόναθαν Σκοτ, του Ινστιτούτου Νευρολογίας του UCL, θυμίζει ότι μόλις το περασμένο καλοκαίρι οι εφημερίδες ανά τον κόσμο φιλοξενούσαν στα πρωτοσέλιδα τους ελπιδοφόρους τίτλους για δύο νέα φάρμακα που φαίνεται να επιβραδύνουν τη γνωστική έκπτωση σε ασθενείς που παρουσιάζουν πρώιμα συμπτώματα της νόσου. Σήμερα έχουν ήδη λάβει το πράσινο φως από τις ρυθμιστικές αρχές στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.
Υπάρχουν όμως και συγκεκριμένοι περιορισμοί: Οπως είχε γίνει ήδη από τότε σαφές, για να έχουν αποτελεσματικότητα, θα πρέπει να χορηγηθούν σε ασθενείς που βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο της νόσου (ήπια νοητική υστέρηση ή πρώιμη άνοια). Υπό το πρίσμα αυτό και όπως σημειώνει ο δρ Σκοτ στην «Telegraph» το νέο τεστ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον εντοπισμό ασθενών υψηλού κινδύνου για τη νόσο Αλτσχάιμερ και τη διεξαγωγή κλινικών δοκιμών «ώστε να διαπιστωθεί εάν η λεκανεμάμπη και η δονανεμάμπη μπορούν πράγματι να αποτρέψουν την εμφάνιση της νόσου».
Και βέβαια, στο μεταξύ, οι ασθενείς που πληρούν τα κριτήρια θα μπορούν σύντομα να έχουν ταχύτερη πρόσβαση στις νέες αυτές θεραπείες, δεδομένου ότι η διάγνωση καθίσταται σαφώς πιο εύκολη και χαμηλότερου κόστους.
Ποιος θέλει να ξέρει τι μοίρα του;
H Πέτα Μπι, συντάκτρια υγείας των «Times», περιγράφει τη δική της εμπειρία. «Θέλει κανείς από εμάς να μάθει αν η άνοια είναι η μοίρα μας;», αναρωτιέται. Η ίδια, πριν από δύο χρόνια ήρθε αντιμέτωπη με αυτό το δίλημμα, όταν κλήθηκε να συμμετάσχει στο τεστ ολοκληρωμένης γνωστικής αξιολόγησης (CognICA), που είχε μόλις αναπτύξει η βρετανική νεοφυής επιχείρηση Cognetivity Neurosciences, μια εταιρεία τεχνοβλαστός (spin-off) του Πανεπιστημίου του Cambridge. Τότε ήταν 53 ετών. Περιγράφει πώς τα συναισθήματά της ήταν ανάμεικτα.
Η CognICA δεν είναι εξέταση αίματος, δεν παρέχει διάγνωση και δεν θα διερευνήσει τον τύπο της άνοιας. Διεξάγεται σε ένα iPad και παρέχει στους χρήστες μια βαθμολογία που εκλαμβάνεται περισσότερο ως… κόκκινη σημαία για τις αλλαγές στον εγκέφαλο. Οπως αποδείχθηκε, τα αποτελέσματά της ήταν μια χαρά, αλλά έως και σήμερα δηλώνει ότι δεν είναι σίγουρη πώς θα είχε επεξεργαστεί τις πληροφορίες, εάν αυτές μαρτυρούσαν ένα δυσοίωνο μέλλον.
Ομως οι ειδικοί πιστεύουν ότι η έγκαιρη διάγνωση αποτελεί ένα αποφασιστικό βήμα για τους περισσότερους ανθρώπους που πάσχουν από άνοια. «Εννέα στους δέκα ανθρώπους που διαγιγνώσκονται με άνοια πιστεύουν ότι είναι ωφέλιμο να το γνωρίζουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ακόμη και αν δεν υπάρχουν διαθέσιμες θεραπείες που να τροποποιούν τη νόσο αυτή τη στιγμή», σημειώνει η Kάθριν Γκρέι. «Βοηθάει τους ανθρώπους να σχεδιάσουν το μέλλον τους και να κάνουν τις απαραίτητες συζητήσεις με τους φίλους και την οικογένειά τους, ρυθμίζοντας θέματα που για εκείνους είναι σημαντικά».
Ποιος είναι ο ρόλος της πρόληψης;
Ενας άλλος τομέας ενδιαφέροντος, σύμφωνα με την «Telelgraph», είναι κατά πόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι ορισμένες θετικές αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορούν να μεταβάλουν τη διαδικασία της νόσου σε άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εκδήλωσης Αλτσχάιμερ ή άλλων μορφών άνοιας.
Σειρά μελετών, άλλωστε, έχει αναδείξει τις καλές και τις κακές συνήθειες, που αναλόγως ευνοούν ή επιδρούν αρνητικά στην υγεία του εγκεφάλου. Για παράδειγμα, μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2020 στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση «The Lancet», εκτίμησε ότι περίπου 40% όλων των περιπτώσεων άνοιας μπορούν να προληφθούν μέσω κατάλληλων επιλογών στον τρόπο ζωής, όπως η αποφυγή της υπερβολικής χρήσης αλκοόλ στη μέση ηλικία, η υιοθέτηση ενός καθημερινού προγράμματος που περιλαμβάνει τη φυσική άσκηση και η αποφυγή της παχυσαρκίας ή του σακχαρώδους διαβήτη μέσω της υγιεινής διατροφής.
Αντίστοιχα, η μοναξιά και η κοινωνική απομόνωση θεωρούνται επίσης επιβλαβείς παράγοντες για την υγεία του εγκεφάλου. Το 2022, αποτελέσματα μελέτης που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Neurology», έδειξαν ότι οι ηλικιωμένοι 60 έως 79 ετών που ήταν μοναχικοί είχαν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν άνοια.
Στη μακρά αυτή λίστα, αξίζει να συμπεριληφθούν ενδεικτικά και τα συμπεράσματα ερευνητών του UCL σχετικά με τα οφέλη των σύντομων ύπνων κατά τη διάρκεια της ημέρας (εκτός από τον ποιοτικό βραδινό ύπνο), καθώς φαίνεται να επιβραδύνουν τον ρυθμό με τον οποίο συρρικνώνεται ο εγκέφαλός μας.