Ο ερωτηματικός τίτλος του κειμένου προσελκύει σίγουρα το ενδιαφέρον: «Γιατί ο λαϊκισμός δεν προκάλεσε μεγαλύτερη οικονομική ζημιά;» διερωτάται ο Τζάναν Γκάνες, αρθρογράφος των Financial Times. Θεωρητικά, το ότι δεν συνέβη αυτό είναι τουλάχιστον θετικό. Αλλά ο Γκάνες θεωρεί ότι αυτές οι αποφευχθείσες ζημιές θα μπορούσαν να δώσουν σάρκα και οστά στον πραγματικό εφιάλτη των υποστηρικτών του φιλελευθερισμού, με τους λαϊκιστές να μην καταργούν τη δημοκρατία, αλλά να αποδίδουν αρκετά καλά, τόσο ώστε να μη χρειάζεται πια να το κάνουν για να παραμείνουν στην εξουσία.
Οι τρεις πρωταθλητές του λαϊκισμού με ανελεύθερες τάσεις, πάνω στους οποίους βασίζει την ανάλυσή του ο Γκάνες, είναι ο Ντόναλντ Τραμπ, ο ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου. Και οι τρεις κατάφεραν βαριά πλήγματα στις αντίστοιχες δημοκρατίες τους, αλλά οι οικονομίες των χωρών τους φαίνεται πως (με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία) δεν ζημιώθηκαν ιδιαίτερα.
Είναι αλήθεια, παραδέχεται, ότι δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για την τουρκική οικονομία υπό τον Ερντογάν –τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια–, ούτε για τη Βρετανία, ο λαός της οποίας ψήφισε, μέσα σε μια ατμόσφαιρα άκρως λαϊκιστική, υπέρ του Brexit. Ωστόσο, η ανησυχία του εξακολουθεί να στέκει.
Πρακτικά πρόκειται για έναν γρίφο, γιατί, όπως γράφει ο Γκάνες, «ο λαϊκισμός θα έπρεπε να είναι μια κακή οικονομική πολιτική. Τείνει να αντιτίθεται σε παράγοντες που προάγουν την ανάπτυξη, όπως είναι οι μετανάστες (που διευρύνουν το εργατικό δυναμικό), οι δικαστές (που επιβάλλουν τις συμβάσεις), οι τεχνοκράτες (που ορίζουν τα επιτόκια και τους κανόνες ανταγωνισμού) και το ελεύθερο εμπόριο.
»Οι επιχειρήσεις δηλώνουν ότι απεχθάνονται την αυθαιρεσία, το κύριο χαρακτηριστικό των αυταρχικών ανδρών στην εξουσία. Καλύτερα ένας κακός αλλά συνεκτικός νόμος παρά η προσωπική ιδιοτροπία ενός ηγέτη. Η αυταρχική συνήθεια της διαμάχης με τους ανεξάρτητους διοικητές των κεντρικών τραπεζών θα έπρεπε από μόνη της να καταπνίγει τα “ζωώδη ένστικτα” των επενδυτών».
Γιατί, λοιπόν, η πράξη φαίνεται να καταρρίπτει τη θεωρία; Ο Γκάνες προσφέρει δύο πιθανές εξηγήσεις. Η πρώτη είναι ότι πολλοί αυταρχικοί ηγέτες δεν είναι τόσο κακοί όσο τείνουν να τους παρουσιάζουν οι σχολιαστές: «Αυτοί οι “τύραννοι”, οι “αυταρχικοί ηγέτες” και οι “δημαγωγοί” είναι πολύ πιο πραγματιστές από όσο υποδηλώνει μια τέτοια ευερέθιστη γλώσσα.
»Οποτε το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε κατά μιας πολιτικής πρακτικής του Τραμπ, δεν ζήτησε να συλλάβουν τους δικαστές. Υπέβαλε έφεση ή άλλαξε την πολιτική. Καταδίωκε τον Τζέι Πάουελ στο Twitter αλλά δεν ανέτρεψε τις αποφάσεις που έλαβε ως πρόεδρος της Federal Reserve. Σε κάποιο βασικό επίπεδο ο Τραμπ φαίνεται να ξέρει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει πριν βλάψει το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η επιχειρηματική ζωή» γράφει ο Γκάνες, αν και φαίνεται να ξεχνά ότι ο Τραμπ κινδυνεύει επίσης να δικαστεί για τον πιθανό ρόλο που είχε στην εισβολή στο Κογκρέσο και επειδή προσπάθησε να ανατρέψει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2020, γεγονότα που, αν είχαν διαφορετική κατάληξη, θα είχαν σίγουρα αρνητικό αντίκτυπο στην αμερικανική οικονομία.
Στο κείμενό του ο αρθρογράφος των Financial Times αναφέρει και την πρωθυπουργό της Ιταλίας, γράφοντας πως «η ανάπτυξη στην Ιταλία δεν είναι πολύ πιο αργή με την Τζόρτζια Μελόνι από όσο ήταν με πιο συμβατικούς πρωθυπουργούς». Με την άποψη αυτή φαίνεται να συμφωνεί και ο Economist.
Σε δημοσίευμα με τον τίτλο «Η Τζόρτζια Μελόνι απέδειξε ότι οι αμφισβητίες έκαναν λάθος», το βρετανικό περιοδικό σημειώνει πως από οικονομική σκοπιά, «μεταξύ των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών, η Ιταλία είναι, για μία φορά, μεταξύ εκείνων που προκαλούν τις λιγότερες ανησυχίες».
Ωστόσο, ο Economist προσθέτει ότι σύντομα τα δεδομένα ενδέχεται να αλλάξουν: «Ο τελευταίος απολογισμός έδειξε ότι η οικονομία αναπτύχθηκε μόλις κατά 0,1% στους 12 μήνες από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά της η ακροδεξιά πρωθυπουργός, τον Οκτώβριο του 2022. Ο Νίκολα Νόμπιλε, της Oxford Economics, μιας εταιρείας οικονομικών προβλέψεων και αναλύσεων, λέει ότι η ανάπτυξη τους τελευταίους τρεις μήνες του 2023 μπορεί να κατέστη ακόμη και αρνητική».
Από αυτή τη σκοπιά, η δεύτερη εξήγηση του Γκάνες όσον αφορά την ιδιότυπη σχέση λαϊκισμού-οικονομίας είναι πιο στέρεα: «Μια πιο ζοφερή άποψη είναι ότι η οικονομική ζημιά χρειάζεται χρόνο για να εκδηλωθεί. […] Η επίδραση του λαϊκισμού στην οικονομία είναι σταδιακή και σωρευτική. Είναι εκεί κάθε φορά που η δυσφήμιση του “βαθέος κράτους” αποκλείει έναν ταλαντούχο πτυχιούχο από τη σταδιοδρομία του ρυθμιστή, μια μη χρηματοδοτούμενη μείωση των φόρων διογκώνει το δημόσιο χρέος, ένας δασμός εμποδίζει το παγκόσμιο εμπόριο ή η κομματική χειραγώγηση του νόμου υπονομεύει την πίστη στην ιερότητα του συμβολαίου».
Η θεωρία της «μακροπρόθεσμης ζημιάς» υποστηρίζεται επίσης από τον πρώην υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Λάρι Σάμερς, σύμφωνα με τον οποίο η εκλογή εξτρεμιστών ηγετών μπορεί να έχει «προσωρινή χρησιμότητα για τις επιχειρήσεις, αλλά στο τέλος προκαλεί την κατάρρευση πολλών πραγμάτων».
Είναι επίσης η θέση που υποστηρίζει ένας αξιόλογος συνάδελφος του Γκάνες, ο Μάρτιν Γουλφ, εμπνεόμενος από το Brexit: «Ο λαϊκισμός είναι μια ισχυρή μορφή δημοκρατικής πολιτικής. Δυστυχώς, είναι επίσης καταστροφικός, αποδυναμώνει τους θεσμούς, βλάπτει τον δημόσιο διάλογο και καθιστά χειρότερη την πολιτική. Μπορεί να απειλήσει την ίδια τη φιλελεύθερη δημοκρατία. Το έπος του Brexit είναι ένα αντικειμενικό μάθημα όσον αφορά τους κινδύνους του: έβλαψε αυτην που επί καιρό θεωρούνταν μια από τις πιο σταθερές δημοκρατίες του κόσμου» έγραψε πριν από λίγες ημέρες σε άρθρο του ο επικεφαλής οικονομικός σχολιαστής των Financial Times.
Οσοι το θέλησαν και συνέβαλαν στην πραγματοποίησή του, σύμφωνα με τον Γουλφ, «κατέστρεψαν τη φήμη της χώρας περί κοινής λογικής, μέτρου και ευπρέπειας. Αυτό ήταν το φυσικό αποτέλεσμα του κλασικού λαϊκιστικού μείγματος παράνοιας, άγνοιας, ξενοφοβίας, απέχθειας προς την αντιπολίτευση και εχθρότητας για τους θεσμούς που επιβάλλουν περιορισμούς».
Ομως ο ξεπεσμός της Βρετανίας δεν σημαίνει ότι εξέλιπε η απειλή του λαϊκισμού. «Οταν ο λαϊκισμός άρχισε να σημειώνει επιτυχία, πριν από περίπου μία δεκαετία, δεν ήμουν ο μόνος που υπέθεσα ότι θα κόστιζε πολύ στον μέσο ψηφοφόρο ώστε να διαρκέσει. Ως επί το πλείστον ήμουν υπερβολικά αισιόδοξος […] Σκεφτείτε την ιδεολογική πρόκληση στην προκειμένη περίπτωση. Ηταν αρκετά άβολο που η Κίνα πλούτισε δίχως να εκδημοκρατιστεί. Εάν οι υπάρχουσες δημοκρατίες καταστούν αυταρχικές χωρίς να φτωχύνουν, ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι φιλελεύθεροι θα νιώσουν τη νύχτα να πλησιάζει» καταλήγει ο Τζάναν Γκάνες.