Το «Born to Run» είναι το κατεξοχήν τραγούδι αναφοράς του Μπρους Σπρίνγκστιν. Και όμως, στις 25 Φεβρουαρίου 1988, σε μια συναυλία στο Γούστερ της Μασαχουσέτης, ο κορυφαίος σταρ της ροκ ξέχασε τα πρώτα λόγια του. Σύμφωνα με τη γνώση για τη φύση της λήθης, που διατυπώθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αυτό απλά δεν έπρεπε να είχε συμβεί.
Η λήθη μοιάζει με την αναπόφευκτη συνέπεια της εντροπίας, όπου ο σχηματισμός της θύμησης αντιπροσωπεύει ένα είδος τάξης στον εγκέφαλό μας, η οποία αναπόφευκτα μετατρέπεται σε αταξία. Οπως το έθεσε ο Σπρίνγκστιν στο τραγούδι του «Atlantic City», «Εverything dies, baby, that’s a fact» («Ολα πεθαίνουν, μωρό μου, αυτό είναι γεγονός»). Γιατί, λοιπόν, θα πρέπει να ισχύει κάτι άλλο για τις πληροφορίες του εγκεφάλου μας;
Σε ένα τέτοιο μοντέλο –όπως γράφουν από κοινού στο BBC Future ο Σαντζάι Σάρμα, μηχανολόγος μηχανικός, καθηγητής του MIT, και ο Λουκ Γιοκουίντο, επιστημονικός συνεργάτης στο MIT AgeLab–, η διατήρηση πληροφοριών όπως στίχοι των τραγουδιών απαιτεί συνεχή συντήρηση· στην περίπτωση του «Born to Run», ωστόσο, κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Σπρίνγκστιν ότι το είχε… παραμελήσει. Από το 1975, που έγραψε το τραγούδι, σίγουρα είχε επαναλάβει τους στίχους του χιλιάδες φορές. Ετσι, όταν τους ξέχασε, δεν μπορούσε παρά να ομολογήσει στο μικρόφωνο: «Το τραγούδησα τόσο πολύ που ξέχασα τις λέξεις».
Σύμφωνα με το μοντέλο της εντροπίας της λήθης, ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν είχε νόημα. Και αν αυτό το μοντέλο ήταν λάθος (ο Σπρίνγκστιν δεν είναι ο μόνος που υποφέρει από τις ιδιοτροπίες ενός ξεχασιάρη εγκεφάλου), η σημασία θα ήταν τεράστια. Τα σχολεία και τα εκπαιδευτικά συστήματα σε όλον τον κόσμο έχουν βασιστεί στις καλύτερες ψυχολογικές θεωρίες των αρχών του 20ού αιώνα. Αν αυτά τα μοντέλα μάθησης και λήθης –του υποτιθέμενου αντίθετού της– είναι λάθος, ποιος θα μπορούσε να πει σε πόσους μαθητές έχουν κάνει κακό; Αλλά ακόμη και έξω από το σχολείο, πόσοι από εμάς δεν θα είχαν σπαταλήσει αμέτρητες ώρες αλόγιστης επανάληψης –γαλλικών ρημάτων, για παράδειγμα– σε μια επιμελή αλλά μάταιη προσπάθεια μάθησης;
Η μελέτη της γνώσης και της λήθης
Οι προσπάθειες εξήγησης της λήθης χρονολογούνται από τα τέλη του 1800, όταν ψυχολόγοι ερευνητές άρχισαν, σιγά-σιγά, να ενσωματώνουν μαθηματικά εργαλεία στα πειράματά τους. Ο γερμανός ψυχολόγος Χέρμαν Εμπινγκχάους μελέτησε τη δική του δύναμη ανάκλησης απομνημονεύοντας μεγάλες σειρές από ανόητες συλλαβές και στη συνέχεια καταγράφοντας πόσο καλά τις θυμόταν καθώς περνούσε η ώρα. Η ικανότητά του να διατηρεί αυτές τις ανούσιες πληροφορίες κατέρρευσε με την πάροδο του χρόνου σε μια καμπύλη κανονικής κατανομής: ξέχασε γρήγορα τις περισσότερες από τις συλλαβές που είχε αποστηθίσει με κόπο, αλλά ένα μικρό ποσοστό παρέμεινε στη μνήμη του πολύ μετά τις αρχικές του προσπάθειες απομνημόνευσης.
Το εύρημα του Εμπινγκχάους δεν προκάλεσε έκπληξη, αφού τα οφέλη από την επανάληψη των μαθημάτων σε τακτά χρονικά διαστήματα ήταν γνωστά στους περισσότερους φοιτητές. Τη μεγάλη αλλαγή έφερε αργότερα ο Εντουαρντ Λ. Θόρνταϊκ, ψυχολόγος από το πανεπιστήμιο Κολούμπια και λάτρης των αριθμών, ο οποίος υποστήριξε ότι «αν ένα πράγμα υπάρχει, υπάρχει σε κάποια ποσότητα· και αν υπάρχει σε κάποια ποσότητα, μπορεί να μετρηθεί». Η επιρροή του, τόσο στην ερευνητική ψυχολογία όσο και στην εκπαιδευτική διαδικασία, είναι τεράστια. Το πιο σημαντικό επίτευγμά του, όμως, ήταν η έρευνά του, που έθεσε τις βάσεις για το κίνημα του Συμπεριφορισμού.
Ο Θόρνταϊκ παρήγαγε τρεις βασικούς νόμους μάθησης, τόσο για ανθρώπους όσο και για ζώα, που αφορούν: τον τρόπο με τον οποίο «εντυπώνονται» συσχετισμοί στον εγκέφαλο (Νόμος του Αποτελέσματος)· τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συμβαίνει η μάθηση (Νόμος της Ετοιμότητας)· και το πώς οι αναμνήσεις διατηρούνται ή ξεχνιούνται (Νόμος της Ασκησης), που αναλύεται σε υποθεωρίες χρήσης και αχρηστίας. Η Θεωρία της Αχρηστίας ήταν απλή: αν δεν χρησιμοποιείς τη μνήμη (ανάμνηση, πληροφορία), η μνήμη (ανάμνηση, πληροφορία) χάνεται.
Η Θεωρία της Λήθης του Θόρνταϊκ ευθυγραμμίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τις παρατηρήσεις του Εμπινγκχάους, αλλά δεν έλαβε υπόψη το ακόμα μυστηριώδες, τότε, γεγονός ότι η επανάληψη (πρόβα) των πληροφοριών σε τακτά χρονικά διαστήματα φαινόταν να «ατσαλώνει» τη γνώση ενάντια στη λήθη. Θα χρειάζονταν δεκαετίες μέχρι να καταλήξουν οι γνωσιακοί επιστήμονες σε ένα μοντέλο λήθης που αντιπροσώπευε ικανοποιητικά αυτό το ζήτημα.
Εν τω μεταξύ, οι νόμοι μάθησης του Θόρνταϊκ ενίσχυσαν τις προσπάθειες για την τυποποίηση της εκπαίδευσης. Βέβαια, ο Θόρνταϊκ δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο μόνος υπεύθυνος για τις τυποποιημένες μορφές εκπαίδευσης που επικράτησαν τον 20ό αιώνα σε όλον τον κόσμο, επιτρέποντας τη σύγκριση των μαθητών για υποτιθέμενους αξιοκρατικούς σκοπούς.
Παράλληλες έρευνες βιολογίας και γνωσιακής ψυχολογίας
Τόσο στην τυποποίηση της εκπαίδευσης όσο και στη συνεχιζόμενη έρευνα για τη μάθηση, η λήθη έγινε κάτι σαν παρενέργεια. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται χάρη σε δύο διαφορετικά πεδία έρευνας, που ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1960 και του 1970: στο πεδίο των νευρώνων μέσω μικροσκοπικών ηλεκτροδίων που εμφυτεύονται στα κύτταρα και στο πεδίο της γνωσιακής ψυχολογίας μέσω έξυπνα σχεδιασμένων τεστ.
Με μια βραβευμένη με Νόμπελ σειρά μελετών, ο Ερικ Καντέλ έδειξε ότι οι αναμνήσεις διατηρούνται με τη μορφή ενισχυμένων συνδέσεων μεταξύ των νευρώνων. Εδειξε επίσης, με προγράμματα εκπαίδευσης, είτε σε υγιή έμβια όντα που μπορούν να μάθουν, είτε σε νευρώνες που ερεθίζονται εργαστηριακά με ηλεκτρικές εκκενώσεις σε τρυβλία, ότι δημιουργούνται τέτοιες ενισχυμένες συνδέσεις. Και, όπως παρατήρησε για πρώτη φορά ο Εμπινγκχάους, ότι η επανάληψη της εκπαίδευσης (ή της πρόβας ή της μελέτης) με προγραμματισμένα διαλείμματα ενδιαμέσως έκανε αυτές τις συνδέσεις να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια, κάτι που ισχύει για όλο το ζωικό βασίλειο.
Αλλά τι ακριβώς συμβαίνει στα διαλείμματα ανάμεσα στα μακροχρόνια προγράμματα εκπαίδευσης, πρακτικής ή μελέτης; Μέρος της απάντησης μπορεί να είναι ότι ορισμένοι από τους μηχανισμούς που εμπλέκονται στη διατήρηση των αναμνήσεων φαίνεται ότι απαιτούν χρόνο διακοπής: στην πραγματικότητα, οι νευρώνες χρειάζονται περιόδους επαναφόρτισης πριν μπορέσουν να επιστρέψουν στο έργο της ενίσχυσης των συνδέσεών τους.
Μια διαφορετική αλλά ίσως συμπληρωματική απάντηση έρχεται από την έρευνα της γνωσιακής ψυχολογίας, όπου μια ποικιλία μελετών υποδηλώνει ότι τα κενά ανάμεσα στις πρόβες ή στο πρόγραμμα μελέτης είναι πολύ χρήσιμα, επειδή δημιουργούν την ευκαιρία για ένα «σωτήριο» κομμάτι λήθης.
Για να γίνει κατανοητό πώς μπορεί να είναι χρήσιμο το να ξεχνάει κανείς, είναι σημαντικό κατ’ αρχάς να αναγνωρίσετε ότι μια ανάμνηση δεν είναι ποτέ απλώς δυνατή ή αδύναμη. Η ευκολία με την οποία μπορεί κάποιος να επαναφέρει μια ανάμνηση (ισχύς ανάκτησης) είναι διαφορετική από το πόσο πλήρως υπάρχει στο μυαλό του (ισχύς αποθήκευσης). Το όνομα του γονέα, για παράδειγμα, είναι ένα παράδειγμα ανάμνησης με υψηλή ισχύ, τόσο αποθήκευσης όσο και ανάκτησης. Αντίθετα, ένας αριθμός τηλεφώνου που κρατήσατε στιγμιαία στο μυαλό σας πριν από μια δεκαετία, έχει χαμηλή ισχύ αποθήκευσης και ανάκτησης. Το όνομα κάποιου που συναντήσατε σε ένα πάρτι πριν από λίγα λεπτά μπορεί να έχει υψηλή ισχύ ανάκτησης αλλά χαμηλή ισχύ αποθήκευσης.
Η έρευνα έδειξε ακόμη ότι η λήθη έμοιαζε λιγότερο με μια πλαγιά που κατέρρεε αργά και έπεφτε στη θάλασσα, και περισσότερο με ένα σπίτι βαθιά μέσα στο δάσος, που γίνεται όλο και πιο δύσκολο να το βρεις. Το σπίτι μπορεί να είναι απόλυτα υγιές –δηλαδή, η αποθηκευτική του ισχύς παραμένει υψηλή–, αλλά αν το μονοπάτι που οδηγεί σε αυτό περιβάλλεται από εξίσου λογικά μονοπάτια, τα οποία οδηγούν αλλού, ο παλαιότερα καθαρός νοητικός χάρτης μπορεί να μετατραπεί σε λαβύρινθο.
Σε μια εμβληματική εργασία του 1992 με θέμα «Η Νέα Θεωρία της Αχρηστίας», οι γνωσιακοί – συμπεριφορικοί ψυχολόγοι του πανεπιστημίου UCLA Ρόμπερτ και Ελίζαμπεθ Μπγιόρκ περιέγραψαν τη συναρπαστική αλληλεπίδραση αποθήκευσης και ανάκτησης. Και έδειξαν ότι η ανάκτηση μιας ανάμνησης προσθέτει στην αποθηκευτική της δύναμη, αλλά με φθίνουσες επιδόσεις.
Μπορεί, για παράδειγμα, να συναντήσετε σε ένα πάρτι μια κοπέλα και να επαναλαμβάνετε νοερά το όνομά της σε μια προσπάθεια να ενισχύσετε την ισχύ αποθήκευσης της ανάμνησης· αλλά η έκτη επανάληψη δεν θα προσθέσει πολύ περισσότερο από όσα η πέμπτη. Θα προσθέσει, ωστόσο, αυτό που οι Μπγιόρκ αποκαλούν «επίπονη ανάκτηση» της ανάμνησης.
Μόλις μισοξεχαστεί το όνομα, «κάποια στιγμή αργότερα, ενώ κοιτάζετε το δωμάτιο, η ανάκτηση του ονόματος μπορεί να είναι ένα πραγματικά ισχυρό γεγονός, όσον αφορά την ικανότητά σας να ανακαλέσετε αυτό το όνομα αργότερα εκείνο το βράδυ ή την επόμενη ημέρα» είπε ο Ρόμπερτ Μπγιόρκ στους Σαντζάι Σάρμα και Λουκ Γιοκουίντο όταν έκαναν έρευνα για το βιβλίο τους «Grasp: The Science Transforming How We Learn».
Πραγματοποιώντας μια επίπονη ανάκτηση, μπορείτε να αυξήσετε την ισχύ αποθήκευσης μιας δεδομένης ανάμνησης και επίσης να αυξήσετε τις πιθανότητες να την ανακτήσετε στο μέλλον. Σε αυτό το παράδειγμα, τη λήθη προκαλεί η χρονική απόσταση ανάμεσα στη συνάντηση με τη νέα σας γνωριμία και την ανάγκη που νιώθετε αργότερα να θυμηθείτε το όνομά της.
Η μεθοδευμένη λήθη ενισχύει τη μάθηση
Το θέμα είναι ότι, ανεξάρτητα από το πώς προκύπτει η λήθη, όταν ξεπεραστεί οδηγεί σε πιο δυνατές αναμνήσεις, που διατηρούνται για πολύ καιρό. Σήμερα, η λήθη που συμβαίνει την κατάλληλη στιγμή είναι μέρος μιας ευρύτερης σειράς εκπαιδευτικών προσεγγίσεων τις οποίες οι Μπγιόρκ ονόμασαν «επιθυμητές δυσκολίες», δηλαδή στρατηγικές που μπορεί αρχικά να ενοχλούν τους σπουδαστές αλλά τελικά έχουν αποτέλεσμα.
Το είδος της λήθης που τελικά οδηγεί σε πιο δυνατές και πιο προσβάσιμες αναμνήσεις μπορεί, για παράδειγμα, να δημιουργηθεί με διαλείμματα στο πρόγραμμα μελέτης, αλλά και με την παρεμβολή μελέτης ενός διαφορετικού αντικειμένου. Ακόμη, το να βάλει ο μαθητής στην άκρη την ύλη και να την επανεξετάσει αργότερα, μπορεί να εξαλείψει τη λανθασμένη αίσθηση ελέγχου που είναι πιθανό να έχει, καθώς οι αναμνήσεις με στιγμιαία υψηλή ισχύ ανάκτησης μπορεί να αποδειχθούν πολύ λιγότερο προσβάσιμες λίγες ημέρες αργότερα.
Μετά τη δημοσίευση της Νέας Θεωρίας της Αχρησίας, οι Μπγιόρκ εργάστηκαν για να διαδώσουν τη γνώση για τη λήθη και άλλες επιθυμητές δυσκολίες, δεδομένου ότι το σχολείο δεν έχει δημιουργηθεί για να διευκολύνει αξιέπαινες πράξεις λήθης. Εξάλλου, όπως έχουν δείξει έρευνες, την ημέρα των εξετάσεων οι μαθητές που έχουν διαβάσει εντατικά τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα από άλλους, που περιορίζουν τη μελέτη τους με διαλείμματα. Αυτοί απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα της μελέτης με διαλείμματα εβδομάδες και μήνες αργότερα, όταν πια οι εξετάσεις θα έχουν τελειώσει.
Οι τυποποιημένες μορφές εκπαίδευσης και αξιολόγησης εξακολουθούν να αποθαρρύνουν αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ότι είναι ανώτερη πρακτική μάθησης. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τους μαθητές ανεξαρτήτως ηλικίας –συμπεριλαμβανομένων των ενηλίκων στον κόσμο της εργασίας– να αξιοποιούν στο έπακρο την τεράστια ικανότητά μας, όχι μόνο να λαμβάνουμε νέες πληροφορίες, αλλά και να έχουμε πρόσβαση σε αυτές, ακριβώς τη στιγμή που τις χρειαζόμαστε.
Ακόμη και γνώση που τη θεωρούμε χαμένη στην άμμο του χρόνου μπορεί να εξακολουθεί να κρύβεται στον εγκέφαλό μας περιμένοντας τη σωστή ένδειξη για να επανεμφανιστεί. Οπως μας θυμίζει ο Σπρίνγκστιν στο «Atlantic City», όλα πεθαίνουν, αλλά «ίσως ό,τι πεθαίνει κάποια μέρα να επιστρέψει» («Maybe everything that dies someday comes back»).