Σαράντα εννέα χρόνια έχουν περάσει από τη διπλή εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Το αίμα των Ελληνοκυπρίων και των Ελλαδιτών που χύθηκε στη γη της Μεγαλονήσου είναι ακόμα νωπό. Νωπή είναι και η μνήμη. Μνήμη ζώσα, καθώς χιλιάδες οικογένειες μετρούν μέχρι σήμερα νεκρούς και αγνοούμενους. Και η εγκατάλειψη των πατρογονικών εστιών, η προσφυγιά, ξυπνά τις μαύρες στιγμές του θέρους του 1974 και ανατροφοδοτεί το τραύμα. Ο χωροχρόνος στο νησί, παρότι διαιρεμένος, είναι εκεί παρών και σε αποτρέπει να ξεχάσεις.
Πέραν της τραγωδίας και των αναπάντητων ερωτημάτων, μια αντίφαση έρχεται και ξανάρχεται στην επιφάνεια και τραβά την προσοχή: Από τη μια πλευρά η προδοσία και η λιποταξία αυτών που νόμισαν ότι παίρνοντας με τα όπλα την εξουσία θα έλυναν το πρόβλημα της Κύπρου. Είναι οι ίδιοι που έδωσαν στην Τουρκία την αφορμή που περίμενε για χρόνια, αλλά δεν κράτησαν στις θέσεις τους να πολεμήσουν. Από την άλλη, ο ηρωισμός και η αυτοθυσία όσων επέμειναν να κρατήσουν έως το τέλος τα «όπλα τα ιερά». Ενώ είχαν τη δυνατότητα, ενδεχομένως και πολλές βάσιμες αιτιολογίες, να μην το πράξουν. Είχαν την επιλογή να οπισθοχωρήσουν. Να σώσουν τη ζωή τους. Να μην στερήσουν την ίδια τους την ύπαρξη από τις οικογένειές τους.
Δεν είναι μόνο ότι ο Τάσος Μάρκου ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Ο βίος του είναι συνυφασμένος με τη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Της Κύπρου, τόσο στα ύστερα χρόνια της βρετανικής αποικιοκρατίας, όσο και σε αυτά της νεοπαγούς Δημοκρατίας. Γαλουχημένος, όπως χιλιάδες Ελληνοκύπριοι, με το ιδανικό της Ενωσης, ο Μάρκου εντάχθηκε στις τάξεις της ΕΟΚΑ, διέφυγε στην Ελλάδα κυνηγημένος από τους Βρετανούς και παρά τις δυσχέρειες πέτυχε να εισέλθει στη Σχολή Ευελπίδων.
Γύρισε ξανά στην Κύπρο, αυτή τη φορά ως τομεάρχης της ΕΟΚΑ, όταν και αναδείχθηκαν για πρώτη φορά οι επιτελικές αρετές του. Μετά το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού, από τον οποίο όμως παραιτήθηκε για να συμβάλει στην όρθωση του νεοσύστατου Κυπριακού Στρατού. Ο Μάρκου πολέμησε στις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64, ενώ κατά της διάρκεια της δύσκολης δεκαετίας, όταν στην ελληνοκυπριακή κοινωνία καλλιεργείτο συστηματικά το εμφύλιο μίσος, υπεράσπισε τη νομιμότητα, όπως ήταν αυτή οριοθετημένη από τον Πρόεδρο Μακάριο. Από τα νιάτα του, άλλωστε, ήταν ένας άνθρωπος του καθήκοντος. Αυτό, θα αποδεικνυόταν πολύ εναργέστερα το καλοκαίρι του 1974.
Ο Μάρκου πίστεψε ότι μπορούσε να ανατρέψει τους πραξικοπηματίες, αλλά δεν βρήκε την απαιτούμενη στήριξη από τους συνοδοιπόρους του. Πράγματι, όπως είχε διαμορφωθεί η κατάσταση μετά και τη φυγή του Μακαρίου από την Κύπρο, αυτό που θα έπρεπε να απασχολήσει το εναπομείναν στράτευμα δεν ήταν ένα αντικίνημα. Ηταν η διαφαινόμενη προσπάθεια των Τούρκων να εισβάλουν στο νησί. Κάτι για το οποίο η χούντα του Ιωαννίδη δεν ανησυχούσε, καθώς θεωρούσε επαρκείς τις- όποιες- διαβεβαιώσεις είχε λάβει απ’ τα χαμηλά κλιμάκια της CIA.
Ούτως ή άλλως, η τουρκική εισβολή βρήκε τα ελλαδικά και τα ελληνο-κυπριακά στρατεύματα στα όρια της διάλυσης. Με το ηθικό στα τάρταρα, καθώς είχαν στρέψει τα όπλα τους κατά αλλήλων. Με την ιεραρχία, τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία, πλήρως αποσαρθρωμένη, ως αποτέλεσμα της επταετούς δικτατορίας. Και με τις μονάδες που κλήθηκαν να εκτελέσουν το πραξικόπημα να βρίσκονται πολλά χιλιόμετρα μακριά από τα σημεία που καθορίζονταν στα σχέδια άμυνας της Κύπρου.
Μετά την αντίσταση εναντίον του πρώτου Αττίλα, ο ταγματάρχης Τάσος Μάρκου οχυρώθηκε με λίγους στρατιώτες και ελάχιστα όπλα στη Μία Μηλιά, όπου και έστησε το επιτελείο του. Οσο πλησίαζε η 14η Αυγούστου 1974 οι πληροφορίες περί νέας τουρκικής επίθεσης πλήθαιναν. «Το βράδυ της 13ης Αυγούστου, καθόμασταν με τον Τάσο Μάρκου κοντά στο φράχτη. Ηταν ζέστη πολλή. Κουβεντιάζαμε και παρών ήταν και ο ασυρματιστής του. Κάποια στιγμή ήρθε ο διοικητής του Συγκροτήματος Κυθρέα, αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Βότας, ο οποίος του έδωσε εντολή να φύγει», αφηγείται στη δημοσιογράφο Πέτρα Αργυρού ο φίλος και συμπολεμιστής του Μάρκου ταγματάρχης Παναγιώτης Αδάμος. Και συνεχίζει: «Διοικητής εδώ είμαι εγώ και οι Τούρκοι θα περάσουν μόνο πάνω απ’ το πτώμα μου». Μετά την απάντηση του Μάρκου, ο Βότας αποχώρησε.
Στις 04:15 τα ξημερώματα ξεκίνησε ο όλεθρος. Η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν πολύ χειρότερη απ’ ό,τι στην πρώτη εισβολή, καθώς οι Τούρκοι είχαν κατεβάσει ήδη 40.000 άνδρες στο βόρειο τμήμα του νησιού. «Η λέξη κόλαση είναι μικρή για να περιγράψει κανείς την κατάσταση που επικρατούσε. Εβλεπες μόλις πέντε με δέκα μέτρα μπροστά σου απ’ τη σκόνη, τις εκρήξεις και την αεροπορία. Εκεί ήταν η κύρια προσπάθεια των Τούρκων. Κι εκεί ο αντίπαλος σου στέλνει ό,τι έχει και δεν έχει. Εμείς ούτε καν αντιαρματικό δεν είχαμε. Ούτε ο Τάσος είχε στα χέρια του όπλα αντιαρματικά, που συνήθως έχουν οι διοικητές για να μας βοηθήσει. Δεν του έστειλαν τίποτα», θυμάται ο λοχαγός Ανδρέας Στυλιανίδης.
Οι Τούρκοι έφτασαν με ευκολία σε απόσταση αναπνοής από τη Μία Μηλιά. Ο Μάρκου έδιωξε τους άνδρες που είχαν απομείνει. «Εμένα η θέση μου είναι εδώ». Ο τελευταίος άνθρωπος που τον είδε ήταν ο Παναγιώτης Αδάμου. Η ώρα ήταν λίγο πριν από τις 11 το πρωί. Εκτοτε, ο Τάσος Μάρκου αγνοείται. Προφανώς, σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης, πολεμώντας μόνος του εναντίον πάνοπλων και υπεράριθμων δυνάμεων. Ετσι ερμήνευε ο ίδιος τον όρκο του. «Και θα αποδεικνυόταν, ο ιδανικός ηγήτορας, σύμφωνα με τη στρατιωτική ορολογία: Αυτός που μπορεί να ηγηθεί, να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει», γράφει εύστοχα ο καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου Πέτρος Παπαπολυβίου.
Τα μεμονωμένα περιστατικά ανδρείας και αυτοθυσίας συνήθως δεν αρκούν για να ανατρέψουν την εξέλιξη ενός πολέμου. Αφήνουν όμως πίσω τους μια ιστορική παρακαταθήκη. Ο Τάσος Μάρκου θα μπορούσε να είχε φύγει. Κανείς δεν θα μπορούσε να του προσάψει τίποτα. Θα είχε σωθεί και θα ζούσε σήμερα με την οικογένειά του. Το 1974 ήταν 38 ετών και είχε δύο παιδιά. Η επιλογή του συγκλονίζει έως και σήμερα.
Ο Τάσος Μάρκου ήταν ένας άνθρωπος που συνέβαλε- και θα συμβάλλει διαχρονικά- στη διαμόρφωση της συλλογικής ταυτότητας.