Αν και τρέχεις ανυπόμονα στην Κεντρική Οδό, έναν υπερσύγχρονο αυτοκινητόδρομο, τα τοπία του κάμπου της Καρδίτσας έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου μοιάζουν να κινούνται αργά και να εναλλάσσονται υπομονετικά. Είναι η απεραντοσύνη των τοπίων, που αργοπορεί για να κερδίσει σε αισθαντικότητα και εσωστρέφεια, που κατεβάζει ταχύτητα για να ανεβάσει τον δείκτη ηρεμίας. Είναι η συσσώρευση των εποχών, από τη Νεολιθική έως και τη σύγχρονη, που θρονιάζονται η μια πάνω στην άλλη αργά, δημιουργώντας πλούσια κοιτάσματα ανθρώπινων εμπειριών και πολιτισμού.
Τα πάντα στον κάμπο λειτουργούν υπομονετικά και σε απόσταση αναπνοής, μέσα στην απεραντοσύνη τους, στο ρυθμό των εποχών που, εδώ, εξακολουθούν να εναλλάσσονται φανερά. Μόνο το χιόνι έρχεται ξαφνικά και μέσα σε μια νύχτα τυλίγει τα πάντα με το λευκό πέπλο της αθωότητας. Και τότε χάνεται η γεωμετρία του κάμπου, που απολαμβάνεις από το Θραψίμι των Θεσσαλικών Αγράφων ή την αρχαία ακρόπολη του Κιερίου, το πολύχρωμο παζλ των χωραφιών ή τις μαλακές καμπύλες των χαμηλών λόφων.
Το μεγάλο μυστικό του κάμπου της Καρδίτσας δεν είναι φυσικό, αλλά τεχνητό, ανθρώπων έργο. Αυτοί οι χαμηλοί λόφοι, οι «μαγούλες» όπως τους αποκαλούν στη Θεσσαλία, εγκυμονούν μυστήρια. Δημιουργήθηκαν από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις ζωών στο διάβα των χιλιετιών, ήδη από την αρχαία Νεολιθική εποχή. Τότε που οι άνθρωποι ξεκινούσαν, ίσως, τη μεγαλύτερη επανάσταση στην ιστορία τους, και από νομάδες τροφοσυλλέκτες και κυνηγοί εξελίσσονταν σε νοικοκύρηδες γεωργούς και ποιμένες, ο εύφορος κάμπος ήταν παράδεισος.
Στο βάθος της μαγούλας, όπως αυτή που βλέπουμε δίπλα στο χωριό Μαυραχάδες, υπάρχουν θαμμένοι οι πρώτοι μικροί, μόνιμοι πια, οικισμοί τους, μπορεί και 7.000 χρόνια πριν από σήμερα. Και μετά ήρθαν κι άλλες εποχές, κι άλλοι άνθρωποι, που θεμελίωναν τις δικές τους ζωές επάνω στο παρελθόν τους, και η μαγούλα ψήλωνε και εξελισσόταν σε λόφο.
Κι όσο πιο πολλά στρώματα ζωής έκρυβε στα σπλάχνα της, τόσο πιο ψηλή γινόταν, όπως το Μεγάλο Παζαράκι του Αγίου Βησσαρίου, όπου πας ακολουθώντας την έξοδο προς Σοφάδες της Κεντρικής οδού. Η κατοίκηση εκεί είναι συνεχής από τη Μέση Νεολιθική εποχή. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως και τα θεμέλια ναού της Ελληνιστικής περιόδου, οικοδομικό υλικό του οποίου χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους.
Αυτός ο χώρος φιλοξένησε τους μεταβυζαντινούς χρόνους και μουσουλμανικό νεκροταφείο. Διατηρείται επίσης και ένα χαμάμ. Στην ίδια περιοχή γύρω από τους Σοφάδες, η κατοίκηση στη Τζάνη μαγούλα, κοντά στον ποταμό περιορίζεται στην προϊστορική εποχή, σε οκτώ οικιστικές φάσεις, από την Αρχαία Νεολιθική έως και την Μυκηναϊκή.
Υπάρχουν, βέβαια, και φυσικοί λόφοι, όπως ο Ογλάς, ο οποίος βρίσκεται δίπλα στο χωριό Πύργος, πολύ κοντά στους Σοφάδες, από τον γραφικό σιδηροδρομικό σταθμό των οποίων φαίνεται, και φέρνει στον νου περασμένους καιρούς. Ακόμη πιο παλιούς καιρούς φέρνει στο νου η ακρόπολη του Κιερίου στην κορυφή του λόφου, απ’ όπου η θέα του κάμπου είναι πανοραμική. Αυτή ήταν μια από τρεις, σημαντικότερες, αρχαίες πόλεις της Θεσσαλιώτιδας.
Τα τείχη περιτρέχουν την κορυφή του λόφου και κατεβαίνουν κάτω στον κάμπο για να υπερασπιστούν και την πόλη, η οποία πιθανόν να ήταν και πρωτεύουσα της Θεσσαλιώτιδας. Άρχισαν να τα κτίζουν την Ύστερη εποχή του Χαλκού και συνέχισαν να τα ενισχύουν τα Αρχαϊκά, Κλασικά, Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά χρόνια, προσθέτοντας κάποια στιγμή και ισχυρούς πύργους.
Κοντά αργοκυλά ο ποταμός Σοφαδίτης, ο οποίος τα αρχαία χρόνια ονομάστηκε Ονόχωνος, γιατί βούλιαξαν στην άμμο του τα υποζύγια της Μακεδονικής φάλαγγας του μετέπειτα Μεγάλου Αλεξάνδρου, που αποπειράθηκαν να τον διαβούν. Το ποτάμι ξεκινά από τη λίμνη Σμοκόβου στα θεσσαλικά Άγραφα και κατεβαίνει στον κάμπο, περνώντας, στην περιοχή της Φίλιας, κάτω από το θόλο ενός εντυπωσιακού πλατανοδάσους.
Στη Φίλια προβάλλουν ακόμη τα ίχνη -που άντεξαν στον χρόνο- ενός πανθεσσαλικού κέντρου, το οποίο έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ενότητα των Θεσσαλών. Είναι ο ναός της Ιτωνίας, μιας καθαρά ιθαγενούς, χθόνιας, θεάς που οι αρχαίοι συνέδεαν πάντα με τον κύκλο των εποχών και την καρποφορία της γης. Εκτός από το ιερό της Φίλιας, σε όλη την ελληνική επικράτεια υπήρχαν ακόμη δύο ιερά αφιερωμένα στην πιο ακριβοθώρητη θεά.
Μέχρι που έχασε την προσωπικότητά της και έγινε προσωνύμιο της πανταχού παρούσας Αθηνάς. Πιο πάνω από τη Φίλια, στην περιοχή του Κέδρου, στα ριζά των θεσσαλικών Αγράφων, ανασκάπτονται οι ομηρικές μνήμες, τα ίχνη της Όρθης και η ακρόπολή της στο «Χελωνόκαστρο». Κι εδώ υπήρχε ιερό, όπου λατρεύονταν χθόνιες θεότητες, καθώς η γη ήταν η παντοδύναμη μεγάλη μητέρα, όλων των αγαθών.
Όσο κι αν η περιδιάβαση στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καρδίτσας είναι εντυπωσιακή, όλα αυτά τα τοπία του κάμπου δεν είναι θεαματικά αξιοθέατα, αλλά είναι τόσο αρμονικά ταιριασμένα με τις ζωές των ανθρώπων. Ο άνθρωπος έφτασε ως εδώ, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει τον επιούσιο.
Σηκώθηκε στα δυο του πόδια για να φτάσει τους καρπούς, έφτιαξε όλο και πιο εξελιγμένα εργαλεία για να είναι πιο επιτυχημένο το κυνήγι, επινόησε τη γλώσσα για να μπορεί να συνεργάζεται με τους άλλους, για να γίνει πιο αποτελεσματικός, ανακάλυψε τη φωτιά που διεύρυνε το διαιτολόγιό του, σκέφτηκε να εξημερώσει τα ζώα αντί να τα κυνηγά μετακινούμενος συνεχώς και να καλλιεργεί τα φυτά, αντί να τα ψάχνει, και έτσι μπόρεσε να φτιάξει μόνιμα καταλύματα, οικισμούς, χωριά, πόλεις, και είχε χρόνο και δυνάμεις να σκεφτεί τι υπάρχει μετά το θάνατο.
Η τροφή και ο τρόπος που την εξασφαλίζουμε, μας έκανε ανθρώπους. Κι ο κάμπος είναι μια ανοιχτή βιομηχανία τροφής, άρα και ένα εργαστήριο εξέλιξης των ανθρώπινων ζωών. Που είναι πολύ ενδιαφέρον αξιοθέατο.
Η ιταλίδα σεφ Νάντια Σαντίνι, ιέρεια του μεσογειακού διατροφικού πολιτισμού, λέει ότι ο αγρότης και ο μάγειρας αποτελούν ένα ζεύγος, του οποίου η γνώση και η εμπειρία δημιουργούν το καλό φαγητό. Κι εδώ, σε αυτή τη διαδρομή, το τοπίο, την ιστορία, τον πολιτισμό, τα όρισε η καθημερινή προσπάθεια παραγωγής του επιούσιου.
Κι όσο κι αν ο τρόπος παραγωγής της τροφής έχει αλλάξει, ο εξανθρωπισμός μέσω του φαγητού, συνεχίζει να υπάρχει. Η γάστρα θα σιγοβράζει πάντα στην αρχέγονη εστία σκεπασμένη από καυτή στάχτη, γιατί ο κάμπος μάς υποβάλλει ότι το υπομονετικό ψήσιμο γεννά ανυπόμονη απόλαυση. Αργά τσιμπολογούν το άφθονο χορτάρι και τα παπάκια, που είναι το εμβληματικό φαγητό του κάμπου.
Παπί με καβρουμά
Δεν είναι, ίσως, πολύ γνωστό, αλλά στην κουζίνα του κάμπου κατέχουν ιδιαίτερη θέση τα πουλερικά, όπως η πάπια, η χήνα και η φραγκόκοτα. Το εξαιρετικό, όμως, πιάτο είναι το παπί τηγανητό – γίνεται και ψητό ή βραστό – με καβρουμά, ένα φαγητό με αιώνες ζωής στον κάμπο. Βράζουν την πάπια, φυλάσσουν το ζουμί της και τηγανίζουν τις μερίδες. Βάζουν στην κατσαρόλα το ζουμί μαζί με ελαιόλαδο, λιωμένο σκόρδο, ξίδι, αλάτι, πιπέρι, και τα χυλώνουν προσθέτοντας σταδιακά αλεύρι.
Ο καβρουμάς σερβίρεται ξεχωριστά στο τραπέζι και τον απλώνουν πάνω από την τηγανητή μερίδα της πάπιας. Μαζί έρχεται και επιπλέον σκορδοστούμπι, λαδόξιδο με σκόρδα, για όσους θα ήθελαν να ενισχύσουν τον καβρουμά και να εξαλείψουν την ιδιάζουσα μυρωδιά που έχουν τα πουλερικά ελευθέρας βοσκής που τρέφονται με φρέσκια χλόη.
Όλα αυτά ταιριάζουν και δένουν με τα γεννήματα της «Φίλιας Γης», με το «αίμα» της, καθώς το ενεργό κρασί βράζει στα βαρέλια του ομώνυμου, επισκέψιμου, οινοποιείου (www.filiagi.gr) που λειτουργεί μέσα στον αμπελώνα. Το μοτίβο του ερωδιού, έμβλημά του οινοποιείου και των κρασιών, προέρχεται από το παρακείμενο ιερό της Ιτωνίας, για να υπογραμμίσει τη σύνδεση με τον κάμπο και την ιστορία του. Καλλιεργούνται κυρίως ελληνικές ποικιλίες, κι ανάμεσά τους, η δύστροπη Λιμιώνα, που έλκει την καταγωγή της από την Καρδίτσα.