Κυριακή του Πάσχα. Καθισμένοι ανάμεσα σε καταπράσινα πλατάνια που μπλόκαραν τις καυτές ακτίνες του ήλιου, απολαμβάναμε το κλαρίνο του Πετρολούκα Χαλκιά. Οι στίχοι από το «Χαλασιά μου» έβγαιναν από στόματα που ήταν έτοιμα για τη μεγάλη μάχη, αν δεν την έδιναν ήδη. Τα τραπέζια ήταν φυσικά γεμάτα. Χωριάτικες σαλάτες, τζατζίκια, πατάτες τηγανιτές, αρνιά, κοντοσούβλια. Κάποια στιγμή γυρίσαμε προς τον σερβιτόρο. «Θα μας φέρεις μία μπίρα; Αυτή, την πράσινη».
Αν δεν προσέχατε τον τίτλο του κειμένου, θα ποντάρατε ότι βρισκόμασταν σε κάποια γωνιά της Ελλάδας. Οπουδήποτε. Από την Κρήτη μέχρι τον Εβρο. Πλάι στη θάλασσα ή πάνω στο βουνό. Και όμως, η πράσινη μπίρα είχε ένα παράξενο όνομα ενώ εμείς είχαμε περάσει τα ελληνοαλβανικά σύνορα δύο ημέρες πριν. Βρισκόμασταν σε ένα μικρό χωριό λίγα λεπτά έξω από τους Αγίους Σαράντα.
Η αντίδραση αρκετών όταν τους λες ότι θα περάσεις το Πάσχα σου στη γειτονική μας Αλβανία είναι ένα πνιχτό γέλιο που συνοδεύεται από ένα «όντως;» Οταν καταλάβουν ότι το εννοείς, κάποιοι θα σου πουν «ωραία ιδέα, διαφορετική» και άλλοι θα σε ρωτήσουν «τι θα πας να κάνεις εκεί;» Σίγουρα αρκετοί θα παραξενευτούν. Γιατί είναι «λογικό» να θυσιάσεις το ελληνικό Πάσχα στο βωμό ενός Λονδίνου ή μιας Βιέννης, αλλά ποιος αφήνει το πατροπαράδοτο σούβλισμα και την θορυβώδη Ανάσταση για τα μάτια της… ταλαιπωρημένης γειτόνισσας;
Η απάντηση είναι, πολλοί. Στα σύνορα της Κακαβιάς το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής συγκεντρώνονταν αμέτρητες λαμαρίνες αυτοκινήτων, τόσο με αλβανικές όσο και με ελληνικές πινακίδες. Εκτός από αρκετούς ανθρώπους που ταξίδευαν στην πατρίδα τους με αφορμή τις πασχαλινές αργίες, υπήρχαν και εκείνοι που άφηναν πίσω την πατρίδα τους και περνούσαν τα σύνορα για να οδηγήσουν κυρίως προς τα δυτικά παράλια της Αλβανίας.
Ενα γρήγορο μάθημα που πήραμε λίγα χιλιόμετρα μετά τα σύνορα ήταν ότι στους αλβανικούς δρόμους καλύτερα να μην εμπιστεύεσαι το GPS. Γιατί, εντάξει, η ευγενική κυρία από το έξυπνο τηλέφωνο έχει όλη την καλή διάθεση να σε ενημερώσει για την πιο κοντινή διαδρομή που οδηγεί στο φημισμένο Αργυρόκαστρο. Οταν όμως το αυτοκίνητο αρχίσει να μουγκρίζει από αγανάκτηση ανεβαίνοντας έναν υπερβολικά ανηφορικό και υπερβολικά στενό δρόμο που οδηγεί στο άγνωστο με βάρκα την αγανάκτηση, η ευγένειά της σίγουρα δεν σε σώζει.
Στην Αλβανία καλύτερα να εμπιστεύεσαι τις πινακίδες. Μια πινακίδα λοιπόν μας οδήγησε με ασφάλεια και άνεση στο Αργυρόκαστρο. Την πόλη όπου γεννήθηκε ο Εμβέρ Χότζα και σήμερα καμαρώνει για την εγγραφή της στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Το Αργυρόκαστρο θυμίζει σε μεγάλο βαθμό τα ορεινά χωριά της Ηπείρου, με όμορφα πέτρινα σπίτια και σημεία με ξεχωριστή θέα. Την ημέρα που τον επισκεφτήκαμε όμως οι περισσότεροι πεζόδρομοι ήταν «γυμνοί», γεμάτοι χώμα, και οι εργάτες δούλευαν για να καλύψουν τα πάντα με πέτρα. Ισως είχαν βάλει στόχο την τουριστική περίοδο του καλοκαιριού…
Περίπου δύο ώρες από το Αργυρόκαστρο βρίσκεται η Αυλώνα. Μία παραλιακή πόλη που είναι χαρακτηριστικό δείγμα των αντιθέσεων της σύγχρονης Αλβανίας. Ο παραλιακός δρόμος της πόλης θυμίζει περισσότερο τους αντίστοιχους δρόμους μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων. Τεράστια πεζοδρόμια, ποδηλατόδρομοι, φοίνικες και ακριβά ξενοδοχεία δημιουργούν ένα θελκτικό τουριστικό πακέτο. Πίσω όμως από τη γυαλισμένη πρόσοψη, η Αυλώνα παραμένει μία ακόμα γκρίζα πόλη που η απότομη τουριστική ανάκαμψη δεν φτάνει για να γιατρέψει όλες τις πληγές της.
Η εικόνα είναι αντίστοιχη και στους Αγίους Σαράντα, πιο κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα και ακριβώς απέναντι από την Κέρκυρα.
Ενας μεγάλος τουριστικός παραλιακός δρόμος συγκεντρώνει όλα όσα αρκούν σε έναν όχι και τόσο απαιτητικό τουρίστα που αναζητά φθηνή ξεκούραση λίγων ημερών. Ιταλικά εστιατόρια (κάποιες πόλεις της Αλβανίας πρέπει να έχουν μεγαλύτερη αναλογία ιταλικών εστιατορίων ακόμα και από τη Ρώμη), μπαρ και καφέ με την ίδια τουριστική αισθητική και δυο-τρεις μεγάλοι καθαροί και προσεγμένοι δρόμοι για να περπατήσει ο Γερμανός, ο Γάλλος ή ο Ελληνας. Αν θελήσεις να απομακρυνθείς λίγο προς τους στενούς δρόμους της πόλης, θα δεις κυρίως φτωχικά σπίτια και λίγα παρακμιακά μαγαζιά που προσφέρουν καφέ ή γρήγορο φαγητό στους ντόπιους.
Κάποια στιγμή μπήκαμε σε ένα μικρό περίπτερο στην τουριστική πλευρά των Αγίων Σαράντα. Η στρουμπουλή γλυκιά ιδιοκτήτρια καθόταν έξω από αυτό και απολάμβανε την θάλασσα. Το πρόσωπό της σχημάτισε μια μεγάλη απορία όταν την χαιρετίσαμε με ένα οικουμενικό «Ηello». «Καλέ, Ελληνες δεν είστε;» μας απάντησε. «Αχ, εμένα η κόρη μου είναι στην Αθήνα».
Ηταν ακόμα μία απόδειξη: αν βρεθείς στην Αλβανία και θελήσεις να συνεννοηθείς με κάποιον ντόπιο, το καλύτερο είναι να μιλήσεις στα ελληνικά. Αν μιλήσεις Αγγλικά θα σου απαντήσουν ελάχιστοι – κυρίως άνθρωποι σε τουριστικά μαγαζιά. Οταν όμως αραδιάσεις ένα ελληνικό «γεια σας», θα ακούσεις την κυρία από το ξενοδοχείο να σου λέει για τις σπουδές στα Γιάννενα και άλλους να σου μιλούν σε άπταιστα ελληνικά για την δική τους ζωή σε κάποια ελληνική πόλη.
Το ελληνικό στοιχείο είναι παντού στην Αλβανία. Στην Αυλώνα είδαμε αρνιά να φέρνουν βόλτες έξω από ελληνική «taverna». Στους Αγίους Σαράντα πιτσιρίκια με κεριά στα χέρια να βαδίζουν προς την ορθόδοξη εκκλησία για την Ανάσταση. Σε καφέ της Χειμάρρας καθίσαμε ανάμεσα σε τέσσερις παρέες που όλες μιλούσαν ελληνικά. Διασχίσαμε αρκετά ελληνικά χωριά και φυσικά είδαμε αμέτρητες ελληνικές πινακίδες αυτοκινήτων στους δρόμους.
Σαν ένα μικρό συμπέρασμα θα έλεγα ότι σίγουρα η Αλβανία προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο τουριστικό προφίλ, κυρίως για τους καλοκαιρινούς μήνες. Κάποιες περιοχές μοιάζουν όντως έτοιμες να υποδεχτούν χιλιάδες τουρίστες που θέλουν να κάνουν τις βόλτες τους στην «αλβανική Ριβιέρα». Εκεί, εξάλλου υπάρχει περίσσευμα μεσογειακής ομορφιάς. Ωστόσο η απότομη τουριστική ανάπτυξη δημιουργεί κυρίως μία μεγάλη αντίθεση. Σαν τα ακριβά ξενοδοχεία που «βλέπουν θάλασσα» ίσως και επειδή εκτός από αυτήν έχουν ακόμα πράγματα να κρύψουν.