| CreativeProtagon
Θέματα

Τάκης Μουσαφίρης: «Δευτεράντζα λαϊκός» αυτός ο σεμνός αλλά μέγας;

Εγραφε τραγούδια που, όπως όλα τα γνήσια λαϊκά, αν τα ζουλούσες λίγο «έσταζαν αίμα». Πίσω από τις σημερινές μεγαλοστομίες, περί του «μεγάλου λαϊκού συνθέτη» (που ήταν), είχε γνωρίσει – άλλο αν δεν τον ακούμπησε – και την απαξίωση, ως «δευτεράντζα λαϊκός». Η αποδημία του επιβάλλει την αποτίμηση ενός έργου, που είναι σημαντική κληρονομιά για όλους μας
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

«Πωπω, δεν ήξερα ότι όλα αυτά τα τραγούδια τα είχε γράψει ο Τάκης Μουσαφίρης». Το άκουσα πολύ, αυτό, από φίλους τις τελευταίες ώρες. Όπως ακούω και το αστήρικτο, από πραγματική γνώση, «ο μεγάλος λαϊκός συνθέτης».

Και είναι σαν να ακούω, ξανά, στα αυτιά μου τον αλησμόνητο φίλο Πάνο Γεραμάνη (των θρυλικών ραδιοφωνικών «Λαϊκών Βάρδων»). Που μου έλεγε: «Να δεις που κάποτε θα καταλάβουν, επιτέλους, περισσότεροι το ταλέντο του Τάκη Μουσαφίρη».

Ημασταν, μαζί, στη Θεσσαλονίκη, στο υπόγειο της Λιλής, της ρεμπέτισσας, και είχαμε ακόμη στα αυτιά μας, από το Σωκράτη και τον Καμπουρέλο, το «Ζήσαμε ακόμη μια μέρα». Από έναν πολυσυλλεκτικό δίσκο, που είχε κυκλοφορήσει το 1984 η Polygram. Πρώτη εκτέλεση: Αντώνης Καλογιάννης. Δεύτερη φωνή: Δημήτρης Μητροπάνος. Εκεί που ο Μητροπάνος τραγουδούσε και το «Σαββατόβραδο» και την συγκλονιστική και εν πολλοίς άγνωστη «Μαύρη Πολιτεία», με την Ελπίδα στη δεύτερη φωνή. Ως μικρός, τότε, συναγωνιζόμουν τον Πάνο στα τραγούδια του Μουσαφίρη, που ήξερα (τι αφελής, Θεέ μου).

1979, Ζ. Μεναχέμ, Τ. Μουσαφίρης, Ν. Αντύπας, Δ. Μητροπάνος, Φ. Παπαθεοδώρου, Τ. Οικονόμου, απονομή Χρυσού Δίσκου για «Τα Ερωτικά Λαϊκά»

Χρόνια μετά, κάναμε την ίδια κουβέντα για τον Τάκη Μουσαφίρη, στο σπίτι του Πάνου και της Ναυσικάς, στο Χαλάνδρι. Παρουσία του μεγάλου Γιάννη Μανισαλή (του «Ιστορία μου, αμαρτία μου»), με το μπουζούκι του, και του αξέχαστου διευθυντή των «ΝΕΩΝ» Λέοντα Καραπαναγιώτη, λάτρη της κλασικής μουσικής, της όπερας, αλλά και του λαϊκού συνάμα.

Μιλώντας για αυτό το μεγάλο ταλέντο, που το «κυνηγούσαν οι δισκογραφικές και το πληρώνανε αδρά για τα μεγάλα λαϊκά σουξέ του». Τότε, πλέον, δεν τολμούσα να συναγωνιστώ κανέναν στο κεφάλαιο «Τάκης Μουσαφίρης». Είχα βάλει μυαλό.

Στην εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου «Στην υγειά μας» όταν ακόμη παιζόταν στην ΕΡΤ

Ο Μητροπάνος είχε προσχωρήσει ήδη στον μουσικό πλανήτη του Θάνου Μικρούτσικου. Και ο αφανής Τάκης Μουσαφίρης (ήταν πολύ σπάνιες οι δημόσιες εμφανίσεις του, πόσο μάλλον οι συνεντεύξεις του, ακόμη και σε ανθρώπους της δημοσιογραφίας που εμπιστευόταν, όπως ο Πάνος Γεραμάνης) είχε, αδίκως, καταχωρισθεί στις «λαϊκές δευτεράντζες». Τους «πολύ λαϊκούς».

Oμως, και τότε η δισκογραφία τον κυνηγούσε για τα σουξέ του, με τη μεγάλη λαϊκή απήχηση. Κι ας μην ήξερε ο κόσμος, ακόμη, τον δημιουργό. Τον άνθρωπο που έγραψε όλα εκείνα τα τραγούδια. Και με ποιες φωνές! Στράτος Διονυσίου (τι «Ταξιτζής» ήταν αυτός που τού έγραψε!), Δούκισσα, Αντώνης Καλογιάννης, Βίκυ Μοσχολιού (το «Δεν είναι ώρα για τριαντάφυλλα», σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου, από το άλμπουμ «Πιάσε κόκκινο» και άλλα), Ρένα Κουμιώτη, Πίτσα Παπαδοπούλου, Χριστιάνα, «παλιός, πολύ λαϊκός» Μητροπάνος και άλλοι πολλοί.

10 Μαΐου 1990. Ημέρα Πέμπτη. Ο Στράτος Διονυσίου (αριστερά), σε μια από τις σπάνιες εμφανίσεις του μόνον με πουκάμισο, στο στούντιο «Polysound», με τον Τάκη Μουσαφίρη (δεξιά) και τον παραγωγό Αχιλλέα Θεοφίλου (η σημαδιακή φωτογραφία, ανήκει στο αρχείο του τελευταίου). Γράφουν το άλμπουμ «Ποιος άλλος», του Στράτου. «Eμενε ενάμισι τραγούδι για να τελειώσουμε», θυμάται ο Αχιλλέας Θεοφίλου. «Λέω στον Στράτο: ξεκουράσου και θα τα πεις αύριο». Την ίδια νύχτα έφυγε…

Ναι, ακόμη και η ποπ Ελπίδα. Ή η άγνωστη, τότε, Κατερίνα Στανίση. Ακόμη και για την Τζένη Βάνου, με τον Κώστα Καρουσάκη, είχε γράψει το 1979 το «Αν δεν ερχόσουν εσύ». Κι αργότερα, για κείνην, το τσιφτετέλι «Πώς το παίζεις». Χώρια ο θρυλικός «Χιονάνθρωπος», το «Σε μια στοίβα καλαμιές αποκοιμήθηκα», το «Μυστικέ μου έρωτα», το «Eνα λεπτό περιπτερά» (σε στίχους, παρακαλώ, της Μαριανίνας Κριεζή!).

Πόσοι δεν είχαν τραγουδήσει, ως τότε, το «Πες μου πού πουλάν’ καρδιές» και το «Σ’ αγαπώ, δεν το λέω σε κανένα» του Μητροπάνου ή το «Μια ζωή πληρώνω» της Ρίτας Σακελλαρίου; Το «Εγώ, ο Ξένος» του Στράτου ή το «Θέλω να τ’ ακούω, να τ’ ακούω να το λες» της Μαρινέλλας; Πόσοι, όμως, ήξεραν το Μουσαφίρη, πίσω από το «Κάνε κάτι να χάσω το τρένο» του Μητροπάνου, ή πίσω από το συνθηματικό «Κόψε κάτι, κόψε κάτι, κόψε» της Πίτσας Παπαδοπούλου; Iσως μόνον κάποιοι από το κοινό, που παρακολουθούσε το εξορισμένο και, από κάποιους, απαξιωμένο «παλιό, καλό λαϊκό τραγούδι». Να τα λέμε κι αυτά.

Τι θυμήθηκα τώρα! «Έτσι μου ‘ρχεται να / να δώσω σ’ όλα μια κλωτσιά / να δώσω σ’ όλα μια κλωτσιά / και να σ’ αφήσω / βουλιάζουμε στα λάθη μας / και πώς να ζήσω», από τον Μητροπάνο. Eτσι, για τον νταλγκά. Και να παίζει στη διαπασών.

Ή, «Να δεις τι παθαίνω, / να δεις πώς πεθαίνω / τα χέρια σου όταν κρατώ, / ριγώ, αγάπη μου, ριγώ… / Σ’ αυτό τον κόσμο που είν’ από στάχτη / χωράμε μόνο εμείς οι δυο…», με το Λεωνίδα Βελλή και την Πίτσα Παπαδοπούλου, μαζί!

Και το γοργό βαλσάκι «Γιαπ Γιαπ Γιαραμάν» με τη Βίκυ Μοσχολιού, σε στίχους Σταμάτη Κραουνάκη: «Oλες οι μάνες του κόσμου / έχουνε μαύρο σταυρό, / καίνε καημούς στο φεγγάρι / κι ένα κερί στο Χριστό. / Ξέρουν τα λόγια εκείνα / που τραγουδούν τα παιδιά / και τα παλιά μαντολίνα / βάζουν φωτιά στην καρδιά».

Τραγούδια που πάντα θα μιλάνε για το Σήμερά μας. Μα τι λέω. Καθένας από όσους αγαπούν το λαϊκό έχει τη δική του λίστα από τα τραγούδια του Τάκη Μουσαφίρη.

Με τον Μητροπάνο πριν εκείνος… ανεβεί στο τρένο του Θάνου Μικρούτσικου: «Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο», «Πες μου πού πουλάν’ καρδιές» και «Σ’ αγαπώ, δεν το λέω σε κανένα»

Αργότερα, συνάντησα και τον ίδιο τον Τάκη Μουσαφίρη, σε συναυλίες του Δημήτρη Μητροπάνου. Σεμνό, αφώτιστο από τα παροδικά φώτα της δημοσιότητας, δωρικό, λιγόλογο. Και πάντα περιζήτητο, ως μεγάλο λαϊκό ταλέντο, από τις δισκογραφικές εταιρείες. Σιωπηρά. Κόντρα στη «λαϊκή δευτεράντζα», όπως είχε αποφανθεί ένα μέρος του μη ευήκοου χώρου του τραγουδιού, που είχε προχωρήσει στην «εντεχνίλα». Eτσι, φτάνουμε στο σήμερα, της αποδημίας του «μεγάλου λαϊκού συνθέτη», που ό,τι έκανε, το έκανε με την αξία του, σιωπηλά, απέχοντας από τα φώτα, και με λαϊκά τραγούδια που είναι και αυτά Κληρονομιά μας.

Και τι κληρονομιά!. «Κάθε κομμάτι του, μια λαϊκή ταινία που δεν γυρίστηκε ακόμη», όπως το έθεσε, σωστά, ο Φοίβος Δεληβοριάς για τον «πιο τροβαδούρο, τον πιο καθαρόαιμο τραγουδοποιό, από τους λαϊκούς του ’70-‘80».

Από όσους συνεργάστηκαν μαζί του, παραγωγούς όπως ο Αχιλλέας Θεοφίλου, ο Ηλίας Μπενέτος, παλαιότερα ο Νίκος Καραγιάννης, ο Φίλιππος Παπαθεοδώρου (του θρυλικού Τρίο Καντσόνε, των «Αθηναίων» – και όχι μόνον) θα ακούσει κάποιος κουβέντες για την «όρεξη και διάθεση για δουλειά, για τραγούδι» του Τάκη Μουσαφίρη. Θα ακούσει χαρακτηρισμούς, όπως «απλός, γήινος». Ή πως «άφησε βαρύ χνάρι στη δισκογραφία».

Να κρατήσω, πρώτα, τις κουβέντες με τις οποίες τον αποχαιρέτησε ο Αχιλλέας Θεοφίλου: «Εσύ μου έλεγες ότι θέλεις να φτιάξεις ένα τραγούδι σαν το ουράνιο τόξο, ένα τραγούδι με χρώματα. Έφυγες… Τώρα τι να πω. Oπως γράφει και η αγαπημένη μου Κ.Δ: “Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι, πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω;”».

Ο Αχιλλέας Θεοφίλου ήταν δισκογραφικός παραγωγός στους δύο δίσκους του Στράτου Διονυσίου με τον Τάκη Μουσαφίρη: «Εγώ, ο ξένος» και «Ποιος άλλος». «Είχε μια γνησιότητα ο Τάκης», μου λέει σήμερα. «Hταν λαϊκότροπος. Είχε μια επικαιρογραφία και στον στίχο του, αλλά ήταν πολύ διεισδυτικός. Και είχε μια βεντάλια κόσμου, πολύ σημαντική. Και σεβαστή. Τον εκτιμούσα ιδιαίτερα στον χώρο της δουλειάς μας. Hταν ένας γνήσιος λαϊκός, λαϊκός συνθέτης».

«Τα λαϊκά τραγούδια, αν τα ζουλήξεις λίγο, στάζουν αίμα»

Από μία καθηλωτική, εκ βαθέων, συζήτηση του Τάκη Μουσαφίρη με τον παραγωγό Ηλία Μπενέτο, στο ραδιόφωνο, για την εκπομπή του «Eνα μύθο θα σας πω» (News 24/7), κρατάω μερικά ακόμη πιο εμβληματικά: «Θυμάμαι είχα πει στον Στράτο: Oταν χορεύει μόνος του κάποιος ζεϊμπέκικο και τεντώνει τα χέρια του σαν σταυρωμένος, σαν να θέλει να γίνουν φτερά και να πετάξει, να τον κοιτάς στα μάτια. Αυτός εκείνη την ώρα πνίγεται και σου ζητάει το χέρι σου να τον σώσεις. Είναι ιερή στιγμή, το ζεϊμπέκικο, τα εννέα όγδοα, είναι ένα βήμα μετέωρο. Ποτέ μην κρίνεις πώς χορεύει ένας χορευτής, όπως ποτέ μην κρίνεις πώς προσεύχεται ένας άνθρωπος».

Είναι εκεί, που είχε πει: «Με το λαϊκό τραγούδι μπαίνεις στην ψυχή του άλλου με την παλάμη, να χαϊδέψεις την ψυχή του. Δεν μπαίνεις με τις αρβύλες σου στην ψυχή του άλλου. Αν έχουν δρόμο τα λαϊκά είναι πάντοτε ο ανήφορος. Και αν τα ζουλήξεις λίγο, στάζουν αίμα».

Στάζουν αίμα και πικρές απογοητεύσεις, ερωτικές και άλλες, της ζωής μας. Την ώρα που θέλουμε να ουρλιάξουμε «Κάνε κάτι, λοιπόν, να χάσω το τρένο», στον έρωτα που χάνουμε. Ή την ώρα, που κόντρα στα σημεία των καιρών, θέλουμε να αποκτήσουμε και να αρθρώσουμε, δυνατά, όπως ο Τάκης Μουσαφίρης, φωνή για την ζωή μας.

Κρατάω, λοιπόν, αυτό για το τέλος: «Είμαι φωτιά κεραυνός και αστραπή / η καταιγίδα που φέρνει βροχή / είμαι ένας ήχος που ζει στη σιωπή / άκου, έχω φωνή»