Λέμε συνήθως ότι η ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο, η οποία φέτος συμπληρώνει 30 χρόνια, άλλαξε τα ήθη του ανεξάρτητου κινηματογράφου -και όντως-, ενώ επέβαλε την περσόνα του σινεφίλ σκηνοθέτη ως απόλυτου αφεντικού. Μετά την κυκλοφορία της και τη βράβευση με Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες ολοένα και περισσότεροι ήθελαν να πάρουν κάτι από τη συνταγή της. Αυτές είναι ορισμένες ταινίες που δύσκολα θα φανταζόμασταν χωρίς το Pulp Fiction.
«Πιάστε τον κοντό», Μπάρι Σόνενφελντ, 1995
Μόλις μία χρονιά μετά το «Pulp fiction» ο Τζον Τραβόλτα επανέρχεται σε μια «γκανγκστερική» ταινία ως τοκογλύφος Τσίλι Πάλμερ που ταξιδεύει στο Χόλιγουντ για να εισπράξει ένα χρέος από τζόγο του Χάρι Ζιμ (Τζιν Χάκμαν), παραγωγού ταινιών β’ διαλογής. Και εκεί ανακαλύπτει ότι ο κόσμος του θεάματος δεν είναι λιγότερο ένοχος από τον δικό του. Αστραφτεροί διάλογοι, ξεχωριστή αισθητική και κλεφτές ματιές -χωρίς αντιγραφές- στο σύμπαν του Ταραντίνο έκαναν την ταινία σουξέ, με αποτέλεσμα να γυριστεί και το σίκουέλ της, «Be cool» (2005).
«Trainspotting», Ντάνι Μπόιλ, 1996
Η ταινία του 1996, που βασιζόταν στο βιβλίο του Ίρβιν Γουέλς και έδειξε την καθημερινότητα των ηρωινομανών στην περίοδο μετά τη διακυβέρνηση της Θάτσερ, δεν μιμήθηκε σε καμία περίπτωση τη δημιουργία του Ταραντίνο. Στην πρώτη η σκοτεινιά προκύπτει από τα ναρκωτικά, στη δεύτερη είναι η βία που κυριαρχεί. Στο «Pulp fiction» κερδίζει η αισθητική και η κουλ διάθεση. Tο «Trainspotting», αντιθέτως, δεν ντρέπεται ούτε στιγμή για την «ασχήμια» του κόσμου που αποκαλύπτει και την οργή των αντι-ηρώων του μόνο και μόνο επειδή υπάρχουν. Αλλά χωρίς την ελευθερία που έφερε η ταινία του Ταραντίνου δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί τη δεύτερη.
«Δύο καπνισμένες κάνες», Γκάι Ρίτσι, 1998
Έχοντας μεγαλώσει στον αγγλικό υπόκοσμο και φιλτράροντας τη μυθολογία του μαφιόζικου περιθωρίου ο Ρίτσι κινηματογραφεί μία ιδιοφυή ιδέα με μεγάλες δόσεις χιούμορ: την «κοινότητα» των μικροκακοποιών που μοιάζουν ξαφνικά πιο κοντά στους θεατές παρά στα μεγάλα αφεντικά της Μαφίας. Πάθη, κίνδυνοι, ατυχήματα δι’ ασήμαντον αφορμή μεγεθύνονται και βγάζουν λυτρωτικό γέλιο ακουμπώντας σε μια γενιά που πιθανότατα δεν είχε καν μεγαλώσει με τον θρύλο του «Νονού». Κι όλα αυτά ξεκινούν με κάτι… υποτυπώδες ως πλοκή: οκτώ τύποι μπουκάρουν σε ένα δωμάτιο και δεν βγαίνει κανείς ζωντανός. Μπαίνει ξαφνικά κι ένας άλλος και παίρνει την τσάντα από τους νεκρούς (υπόψιν ότι το βαλιτσάκι παίζει κεντρικό ρόλο στο «Pulp fiction»). Στην ταινία ξεχωριστό credit κερδίζουν οι ηθοποιοί της: ο Τζέισον Στέιθαμ (αληθινά απρόσμενος), ο Βίνι Τζόουνς (ίσως ο καλύτερος ρόλος του), ο Τζέισον Φλέμινγκ, ο Ντέξτερ Φλέτσερ κ.ά.
«Fight club», Ντέιβιντ Φίντσερ, 1999
Ο ταλαντούχος Φίντσερ πήρε το βιβλίο του Τσακ Παλάνιουκ και παρέδωσε μία «Ντινσεϊλαντ της αρρενωπότητας», όπου τα πάντα επιτρέπονται στο όνομα του στυλ (να η φανερή αναφορά στον Ταραντίνο). Ο Έντουαρντ Νόρτον είναι ο ανώνυμος πρωταγωνιστής, δυσαρεστημένος με τη δουλειά γραφείου (σε μια εποχή μετά τον Ρήγκαν), οπότε οργανώνει ένα κλαμπ πάλης μαζί με έναν κατασκευαστ σαπουνιών, τον Τάιλερ Ντέρντεν (Μπραντ Πιτ). Σε αυτό συμμετέχουν κι άλλοι άντρες, που θέλουν να παλέψουν για λόγους αναψυχής. Από πλοκή περίπου αυτά συν «κοφτερές» ατάκες, μουσική και αξεσουάρ που δημιουργούν στυλ (το κόκκινο σακάκι του Ντέρντεν).
«Go», Νταγκ Λάιμαν, 1999
Η νεαρή Ρόνα αγοράζει χάπια «έκσταση» από ένα ζευγάρι, τα ξεφορτώνεται στη συνέχεια και πουλάει ψεύτικα σε ένα πάρτι ρέιβ μουσικής. Μια παρέα κάνει το λάθος να αγγίξει τη στριπτιζέζ ενός κλαμπ στο Λας Βέγκας και ο Σάιμον καταλήγει να πυροβολήσει στο χέρι τον ιδιοκτήτη. Ο Άνταμ και ο Ζακ, που έχουν σχέση, κάνουν ρεβεγιόν στο σπίτι ενός αστυνομικού. Τρεις ιστορίες πάνω στη διαφορετική ερμηνεία του ρήματος «go», τεχνική που προφανώς αντλεί έμπνευση από το φιλμ του Ταραντίνο.
«Η αρπαχτή», Γκάι Ρίτσι, 2000
Εδώ προφανώς η αναφορά στο «Pulp fiction» είναι εξ αντανακλάσεως καθως πρόκειται για τη δεύτερη ταινία του Ρίτσι στη λίστα και, σύμφωνα με τους θαυμαστές του, την πιο «ολοκληρωμένη» σε σχέση με τις «Κάνες». Η αλήθεια είναι ότι ο ρυθμός, οι περσόνες και ο διάλογοι που επιβάλλει το τρομερό παιδί του βρετανικού σινεμά ξαναφέρνουν στιγμιαία στο μυαλό -και το βλέμμα- κάτι από τη σπίθα που είδαν όλοι όταν ο Ταραντίνο σύστησε τη δική του δημιουργία από το πουθενά ως προϊόν του ανεξάρτητου δημιουργού. Στα πολύ θετικά εδώ η χημεία που δίνουν συλλογικά οι Μπραντ Πιτ, Βίνι Τζόουνς, Τζέισον Στέιθαμ, Μπενίτσιο ντελ Τόρο.
«Άσος στο μανίκι», Τζο Κάρναχαν, 2006
Εδώ πια και αν η ταραντινική σχολή παραδίδει μαθήματα συνέχειας. Διότι το στόρι αποκαλύπτεται από μακριά: ένας ετοιμοθάνατος αρχιμαφιόζος δίνει αμοιβή ενός εκατομμυρίου δολαρίων για την καρδιά του πρώην συνεργάτη του, Μπάντι «Άσις» Ίσραελ, ταχυδακτυλουργού από το Λας Βέγκας που σχεδιάζει να αποκαλύψει όσα γνωρίζει για το οργανωμένο έγκλημα στο FBI. Τα σχέδιά του δεν μένουν κρυφά από τους ομοσπονδιακούς πράκτορες, καθώς οι δύο που παρακολουθούν τις εξελίξεις ενημερώνουν το διευθυντή τους και ξεκινούν έναν αγώνα δρόμου για να βρουν τον Ίσραελ. Και εδώ το καστ υποσχόταν τρελό κυνηγητό και πολύ στυλ: Ράιαν Ρέινολντς, Ρέι Λαϊότα, Κρις Πάιν, Άντι Γκαρσία, Αλίσια Κις, Μπεν Άφλεκ.
«Bullet train», Ντέιβιντ Λιντς, 2022
Το φιλμ, που σκηνοθετεί ένας πρώην κασκαντέρ, βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Γιαπωνέζου Κόταρο Ισάκα, και εξελίσσεται σε ένα από τα δρομολόγια των τρένων υψηλής ταχύτητας στην Ιαπωνία, τα οποία φέρουν το προσωνύμιο «bullet train». Πρωταγωνιστής είναι ο Μπραντ Πιτ που ως πληρωμένος δολοφόνος με την κωδική ονομασία «Πασχαλίτσα» πρέπει να κλέψει έναν χαρτοφύλακα απ’ το τρένο που ταξιδεύει από το Τόκιο για το Κιότο. Ο -πολύ καλός εδώ- Άαρον Τέιλορ Τζόνσον υποδύεται το «Μανταρίνι», πληρωμένο δολοφόνο, που έχει προσληφθεί μαζί με τον αδερφό του («Λεμόνι») από τον Λευκό Θάνατο, τον επικεφαλής του μεγαλύτερου συνδικάτου εγκλήματος στον κόσμο, ο οποίος έχει αποκτήσει τον έλεγχο του ιαπωνικού εγκληματικού υπόκοσμου.